Στις 15 Νοεμβρίου (28/11 με το νέο ημερολόγιο) 1912 ο τότε ηγέτης των Τουρκαλβανών αυτονομιστών Ισμαήλ Κεμάλ Μπέη Βλιόρα αποβιβάστηκε στον Αυλώνα, από αυστριακό ατμόπλοιο και κήρυξε την ανεξαρτησία της Αλβανίας.
Κάτω από την καθοδήγηση της Ιταλίας και της Αυστρίας σχημάτισε προσωρινή αλβανική διοίκηση, με σκοπό να διευκολύνει την παράταση του αγώνα του τουρκικού στρατού στα Ιωάννινα και να επιδιώξει την ανακατάληψη της Χιμάρας.
Σύμφωνα με νεότερες πληροφορίες του Σπυρομήλιου, είχαν σημειωθεί συγκεντρώσεις Τουρκαλβανών τόσο στα βόρεια όσο και στα νότια της Χιμάρας. Οι αρχηγοί τους, Εκρέμ Μπέης (ανηψιός του Ισμαήλ Κεμάλ) και Γκιουλέκας (απόγονος του Γκιώνη Λέκκα ηγέτη της εξέγερσης του 1847), ειδοποίησαν τους Χιμαριώτες ότι θα έπρεπε να διώξουν τον Αρχηγό των δυνάμεων κατοχής Σπυρομήλιο, διαφορετικά η Χιμάρα θα καταστρεφόταν τελείως.
Είχε περάσει ο καιρός που οι ίδιοι οι μπέηδες ζητούσαν την παρουσία τμημάτων του τακτικού Ελληνικού Στρατού. Η σημαντική αυτή ευκαιρία είχε πλέον χαθεί. Οι Τουρκαλβανοί είχαν πια μεταστραφεί και και στις 17 και 18 Νοεμβρίου έκαναν πολλές επιθέσεις από τα βόρεια και ανατολικά της Χιμάρας, που όλες όμως αποκρούσθηκαν. Στο χωριό Πύλιουρι η σύγκρουση στις 17 Νοεμβρίου άρχισε από τις πρωινές ώρες και συνεχίσθηκε όλη την ημέρα. Οι Χιμαριώτες που είχαν 7 νεκρούς και 9 τραυματίες κράτησαν τις θέσεις τους.
Ο Ταγματάρχης Σπυρομήλιος με τηλεγραφήματα του, στις 18 και 21 Νοεμβρίου 1912 προς τον Πρωθυπουργό και Υπουργό Στρατιωτικών Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Αρχηγό του Στρατού Ηπείρου Κων. Σαπουτζάκη, γνωστοποίησε την κατάληψη του Δυρραχίου στις 5 Νοεμβρίου από τον Σερβικό Στρατό και επανήλθε στις προτάσεις του για την ανάγκη άμεσης αποβάσεως μικρών έστω δυνάμεων τακτικού στρατού και εθελοντών στον Αυλώνα από 3 λόχους στρατού, 250 Κρήτες εθελοντές και 2 πυροβόλα. Τις ίδιες σε αριθμό δυνάμεις ζήτησε και για την απόβαση στους Αγίους Σαράντα. Η μικρή αυτή δύναμη, σύμφωνα με τη γνώμη του θα παρέλυε κάθε κίνηση και θα είχε ως αναπόφευκτη συνέχεια την παντελή υποταγή των Αλβανών.
Το Υπουργείο Στρατιωτικών υιοθέτησε τις προτάσεις του Σπυρομήλιου, αλλά λόγω της ισχυράς κατοχής του Αυλώνα από τις εχθρικές δυνάμεις, αποφάσισε στις 20 Νοεμβρίου την πραγματοποίηση απόβασης στους Άγιους Σαράντα από το 1οΣύνταγμα της 2ης Μεραρχίας Πεζικού, υπό τη διοίκηση του οποίου θα υπάγονταν οι δυνάμεις της Χιμάρας, μια ορειβατική πυροβολαρχία και μια διλοχία πεζικού.
Στις 8 το πρωί της 24ης Νοεμβρίου το 1ο Σύνταγμα, υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Πεζικού Γεωργίου Μέξα, άρχισε να αποβιβάζεται κάτω από δυσχερείς καιρικές συνθήκες στον όρμο των Αγίων Σαράντα χωρίς αντίσταση, όπου μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας τα τμήματα του κατέλαβαν θέσεις στην κορυφογραμμή των υψωμάτων που εκτείνονταν προς τα βόρεια και ανατολικά της κωμοπόλεως.
Στις 27 Νοεμβρίου αποβιβάσθηκε και η πυροβολαρχία χωρίς αρκετά υποζύγια. Αμέσως μετά το Σύνταγμα έλαβε διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών να ενεργήσει εναντίον των μικρών εχθρικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην περιοχή Δέλβινο, στενά Γράψης, Αργυροκάστρο και στη συνέχεια να προελάσει προς Ιωάννινα. Παράλληλα έλαβε διαταγή για την έναρξη της προελάσεως και από το Στρατό Ηπείρου, με σχετικές οδηγίες για την παραπέρα πορεία του Συντάγματος.
Αν και ο Διοικητής Γ. Μέξας ανέφερε σε απαντητική επιστολή τις σοβαρές επιφυλάξεις του ως προς τις δυνατότητες που υπήρχαν για την πραγματοποίηση και μίας έστω από τις αποστολές που του ανατέθηκαν, κατά τις πρωινές ώρες στις 28 Νοεμβρίου το Απόσπασμα Αγίων Σαράντα κινήθηκε κατά μήκος της αμαξιτής οδού προς το Δέλβινο.
Όταν μετά από λίγο η εμπροσθοφυλακή περνούσε τον Καλασιώτικο ποταμό, αντιλήφθηκε στα αντίπερα υψώματα εχθρικά τμήματα. Η ορειβατική πυροβολαρχία τάχθηκε και κινήθηκε εναντίον τους. Δεν είχαν βληθεί παρά μόνο λίγα βλήματα, όταν άρχισε να βάλλει και το τουρκικό πυροβολικό εναντίον της κινούμενης φάλαγγας του πεζικού, αλλά και της μοναδικής στο μέρος εκείνο γέφυρας του ποταμού η οποία και καταστράφηκε. Ταυτόχρονα σημειώθηκαν και επιθετικές κινήσεις εχθρικών τμημάτων προς την κοιλάδα.
Το έδαφος, ακάλυπτη στενωπός ανάμεσα από απότομα γυμνά υψώματα και πλημμυρισμένους βάλτους, δεν επέτρεπε την ανάπτυξη των τμημάτων του Αποσπάσματος.
Η εύστοχη βολή του τουρκικού πυροβολικού και η απρόοπτη εμφάνιση εχθρικών δυνάμεων κλόνισαν το ηθικό των τμημάτων της εμπροσθοφυλακής και οι άνδρες τους άρχισαν να διαρρέουν, ενώ η καταστροφή της γέφυρας είχε σαν αποτέλεσμα περίπου 50 στρατιώτες να πέσουν στον ποταμό και να παρασυρθούν από το ρεύμα του.
Το Απόσπασμα βρέθηκε σε δυσχερή θέση και δεν κατόρθωσε να αντιδράσει αποτελεσματικά, ενώ η δύναμη του εχθρού εκτιμήθηκε αυθαίρετα σε μία μεραρχία με 4 πυροβολαρχίες.
Έτσι το 1ο Σύνταγμα Πεζικού συγκεντρώθηκε στην αρχική του θέση, στα υψώματα των Αγίων Σαράντα. Ο Διοικητής του, έχοντας την εντύπωση ότι βρίσκεται προ υπέρτερων δυνάμεων, διέταξε κατά τις μεσημβρινές ώρες της 28ης Νοεμβρίου την επιβίβαση στα ατμόπλοια και την αποχώρηση και παράλληλα τη μη αποβίβαση της διλοχίας που είχε στο μεταξύ καταπλεύσει στον όρμο των Αγίων Σαράντα.
Στο μεταξύ ο ατμομυοδρόμονας «Ευρώτας» με προφορική διαταγή του Διοικητή του Αποσπάσματος είχε καταπλεύσει από τις 2:30 της 29ης Νοεμβρίου στη Χιμάρα, για να παραλάβει τον Ταγματάρχη Σπυρομήλιο και τις δυνάμεις του. Ταυτόχρονα, πλοία του Ελληνικού Στόλου έπλεαν κατά μήκος της παραλίας, από τους Άγιους Σαράντα μέχρι τη Χιμάρα, καλώντας με τις σειρήνες τους κατοίκους των χωριών να επιβιβασθούν για να αποφύγουν την οργή του αντιπάλου.
Ο Σπυρομήλιος αρνήθηκε να εκτελέσει την άστοχη διαταγή και ζήτησε την άμεση επάνοδο του λόχου που είχε διαθέσει στο Απόσπασμα Αγίων Σαράντα. Επίσης με λεπτομερείς τηλεγραφικές εκθέσεις του προς το Αρχηγείο Στρατού Ηπείρου και το Υπουργείο των Στρατιωτικών ανέφερε την όλη κατάσταση στην περιοχή κι ότι οι τουρκικές δυνάμεις στο Δέλβινο ανέρχονταν συνολικά σε 500 ενόπλους με 2 πυροβόλα. Κατά τη γνώμη του, ο πανικός που επικράτησε ήταν τελείως αδικαιολόγητος και υπήρχαν τεράστιες ευθύνες γι’ αυτό.
Το ατύχημα του Αποσπάσματος μείωσε σοβαρά το ελληνικό γόητρο, ενώ οι Τουρκαλβανοί μετά από αυτό αποθρασύνθηκαν με αποτέλεσμα πολλά ελληνικά χριστιανικά χωριά στην περιοχή Αγίων Σαράντα – Δελβίνου να πυρποληθούν και να γίνουν αλλεπάλληλες επιθέσεις εναντίον της Χιμάρας, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στη Χιμάρα οι ελληνικές δυνάμεις ενισχύθηκαν και με έναν ουλαμό πυροβολικού και διατήρησαν τις θέσεις τους μέχρι την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913). Το μόνο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Ταγματάρχης Σπυρομήλιος ήταν η διατροφή των τμημάτων και των κατοίκων που διενεργούνταν μέσω Κέρκυρας.
(από το βιβλίο «Ο Βορειοηπειρωτικός Αγώνας» Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού)
toorama
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου