Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

Οι Αλβανοί στο έπος της Αλβανίας


Το έπος του σαράντα δεν γράφτηκε στην έρημο αλλά σε ξένον -ως επί το πλείστον- αχερώνα. Οι κάτοικοι του οποίου «ξεχάστηκαν» από τα επετειακά αφιερώματα, όχι όμως κι από τους βετεράνους του πολέμου.
Αναδημοσίευση από τον Ιό της Ελευθεροτυπίας, 24/10/2010
Απ’ όλες τις συρράξεις της νεοελληνικής Ιστορίας, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940-41 παρουσιάζει μια μοναδική ιδιαιτερότητα: αν εξαιρέσουμε τις πρώτες μέρες μετά την ιταλική εισβολή, οι πολεμικές επιχειρήσεις διεξήχθησαν στην επικράτεια όχι των εμπολέμων αλλά ενός τρίτου λαού. Κατειλημμένη στρατιωτικά από τον Απρίλιο του 1939, η γειτονική μας Αλβανία -και συγκεκριμένα οι νοτιότερες επαρχίες της- ήταν αυτή που μετατράπηκε σε πεδίο βολής και πηγή τροφοδοσίας των δυο στρατών.
Με εξαίρεση την ελληνική μειονότητα της περιοχής, κι αυτή κατά κανόνα στο ρόλο του χειροκροτητή των ελληνικών στρατευμάτων, ο άμαχος πληθυσμός αυτού του πολεμικού θεάτρου απουσιάζει συνήθως ολοκληρωτικά από τις επετειακές αφηγήσεις. Η ιδιότητά του ως «παράπλευρου» θεατή (κι όχι μόνο) των ελληνικών επιτυχιών δεν αρκεί, φαίνεται, για να τους εξασφαλίσει μια θέση σε μνημονικές τελετές οργανωμένες με βάση ένα μανιχαϊκό δίπολο όπου υπάρχουν μόνο «δικοί μας» και «εχθροί».
Κι όμως, αν ανατρέξει κανείς στις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις όσων μετείχαν στο έπος του ’40, διαπιστώνει ότι οι σχετικές αναφορές κάθε άλλο παρά σπανίζουν. Απομνημονεύματα κι ημερολόγια φαντάρων ξεχειλίζουν από πληροφορίες, άλλοτε λακωνικές κι άλλοτε γλαφυρότατες, για τους κατοίκους της περιοχής που μετατράπηκε σε θέατρο της ελληνοϊταλικής αναμέτρησης. Σε είκοσι τέτοιες μαρτυρίες, δημοσιευμένες την τελευταία τριακονταετία, βασίζεται το σημερινό μας αφιέρωμα. Τα πλήρη στοιχεία των βιβλίων δίνονται σε χωριστή στήλη.
Κρανίου τόπος
Πόλεμος σημαίνει πρώτα απ’ όλα πένθος και υλικές καταστροφές, κι η Αλβανία του ’40 δεν θα μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση.
«Περνούσαμε από χωριά εγκαταλειμμένα, βομβαρδισμένα και με πολλά σπίτια χαλασμένα από τις οβίδες, που έχασκαν σαν πληγές», θυμάται ένας κρητικός φαντάρος για την περιοχή της Κορυτσάς, το Δεκέμβριο του 1940. Λίγο παρακάτω, η Ερσέκα «ήταν ρημαγμένη από το βομβαρδισμό και εγκαταλειμμένη από κατοίκους. Μόνο ένα μαγαζάτορα είδαμε που πουλούσε ούζο» (Ρουμελιωτάκης, σ.40 & 52). Ενας ρουμελιώτης επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του: «Περάσαμε την πόλιν Ερσέκα, η οποία έχει καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς της εχθρικής αεροπορίας. Ωραία πόλις αλλά ακατοίκητος, μόνον ολίγους χωροφύλακας είδα να μένουν εκεί» (Νικολάου, σ.35).
Στις 7 Ιανουαρίου, ο ίδιος στρατιώτης επισκέπτεται την Πρεμετή: «Ωραία πόλις και μεγάλη. Εκεί είδα την θραύσιν της ελληνικής αεροπορίας, είδα υπόστεγα, κτίρια, αυτοκίνητα και όπλα και διάφορον υλικόν αποτεφρωμένον στον δρόμο». Την επομένη, η πόλη χτυπιέται (και) απ’ τους Ιταλούς: «Το απόγευμα πήγαινα προς το Πρεμετί, αλλά ο Θεός και η Παναγία φύλαξαν και άλλαξα δρόμον διότι το Πρεμετί κάηκε από τις βόμβες των ιταλικών αεροπλάνων» (Νικολάου, σ.48-9).
Η Κορυτσά, επίσης, «είναι αρκετά βομβαρδισμένη. Πολλά σπίτια δεν είναι παρά ερείπια» (Δασκούλης σ.67). «Νύχτα φτάσαμε στην έρημη και κατεστραμμένη από τις μάχες Βίγλιστα», θυμάται ένας μεταγωγικός. «Εκεί κοιμηθήκαμε ομάδες-ομάδες, με τα όπλα αγκαλιά, διαλέγοντας όποιο σπίτι μας άρεσε» (Κάρης, σ.14). Στις 21 Φλεβάρη, ένας πειραιώτης πυροβολητής αντικρύζει την Πέστανη «με τα κατάλευκα σπιτάκια της». Τρεις βδομάδες μετά, «η Πέστανη είναι τελείως κατεστραμμένη από τα πυροβολικά και των δυο αντιπάλων» (Καρατζίκας, σ.95 & 111).
«Περνάμε το πρώτο αλβανικό χωριό», σημειώνει στις 3.12.40 στο ημερολόγιό του ο λαογράφος Δημήτρης Λουκάτος. «Το βαρύ πυροβολικό τούχει γκρεμίσει τα πρώτα σπίτια. Γκρεμισμένοι ξώτοιχοι αφήνουνε το μάτι να φθάσει ως όλα τα ενδότερα» (σ.76). Ενας πρόσφυγας πιτσιρικάς περιγράφει, πάλι, «τον τρόμο και τη φρίκη που είχαν σπείρει τα βομβαρδιστικά μας στο Πόγραδετς» (Σίσκος, σ.83).
«Η Κλεισούρα είναι ένα μεγάλο χωριό με μεγάλα κτίρια», θυμάται ένας πατρινός ανθυπολοχαγός. «Εχει όμως καταντήσει ένα ερείπιο. Εχει κατακαεί κι είναι καταμαυρισμένο από τις βόμβες Ελλήνων και Ιταλών. Μαύρα χαλάσματα βλέπει μόνο κανείς και γύρω πλήθος τάφων των σκοτωμένων». Το Προγονάτι, πάλι, «ήταν κοντά στο μέτωπο και κτυπιότανε κι αυτό συνεχώς». Το ίδιο και «το απαίσιο Γκολέμι, χωριό μικρό, που πολλές φορές βομβαρδίστηκε από πυροβολικό Ιταλικό και κυρίως από Ιταλικά αεροπλάνα. Το χωριό κατήντησε ερείπιο και κατάμαυρο απ’ τη μπαρούτη. Τάφοι μόνον υπάρχουν εκεί σκοτωμένων». Οσο για τη ζωή των αμάχων, διαφωτιστική είναι η περιγραφή του για το γειτονικό Παλιόκαστρο: «Οι κάτοικοι του χωριού με την πρώτη οβίδα τρέχουν όλοι σε κάτι σπηλιές, που ’ναι στην άκρη του χωριού» (Αναστασόπουλος, σ. 80, 64, 60 & 57).
Υπάρχει, τέλος, η εσωτερική προσφυγιά. «Καθ’ όλην την πορείαν αυτήν, ησθάνθην άλγος δια τους επιστρέφοντας πρόσφυγας εις τα χωρία των, τους οποίους εξηνάγκασαν οι Ιταλοί να εγκαταλείψουν», σημειώνει στις 23.11.40 ένας μικρασιάτης πεζικάριος (Κουτσοδόντης, σ.29), ενώ ο Δημοσθένης Ζαδές είναι πιο γλαφυρός: «Είχα δει το δράμα των ανθρώπων των χωριών, που φορτώνανε στις ράχες τους ή στα ζα, ό,τι προφταίνανε απ’ το πριν λίγες μέρες χαρούμενο νοικοκυριό τους και φεύγανε σ’ αντίθετη κατεύθυνση από κείνη που πηγαίναμε εμείς. Παίρνανε το δρόμο της προσφυγιάς, γιατί ο πόλεμος πάτησε το χωριό τους. Για ‘λόγους στρατηγικούς’ έπρεπε να φύγουνε» (σ.40).
Φτώχεια κι επιτάξεις
Η Ελλάδα του 1940 δεν ήταν καμιά πλούσια χώρα, με μοντέρνες υποδομές και ανέσεις. Στους φαντάρους της, όμως, η ανέχεια της αλβανικής υπαίθρου προκαλεί πραγματικό σοκ.
«Δυστυχία και συφορά που δεν την φαντάζεται άνθρωπος δέρνει τον κόσμο εδώ», σημειώνει στις 3.12.40 ένας επιστρατευμένος δικηγόρος. «Αυτοί δεν βλέπουν θεού πρόσωπο ούτε διαβόλου. Εχω λεφτά στην τσέπη μου. Θέλω ν’ αγοράσω κάτι. Να βρω τσιγάρα. Ενα τσάι. Ενα φάκελο. Αστεία πράματα. Τα λεφτά είναι ολότελα άχρηστα. Μια κότα ζήτησα χωρίς να ξέρω πού θα τη βράσω και τα λεφτά μας δεν τα παίρνουν οι αρβανίτες. Τρομερό πράμα». Και παρακάτω: «Χοιρινό, κότα, πρόβατο, πρέπει να βάλης κυάλι για να ιδείς. Δεν υπάρχουν. Μπακάλικο-καφενείο, καλέ τι λες. Ούτε ακίνητα δεν υπάρχουν» (Γκοτσίνας, σ.44 & 46).
Τις παρατηρήσεις του συμμερίζονται κι άλλοι φαντάροι, λιγότερο επηρεασμένοι απ’ τον αστικό πολιτισμό. «Η Ελλάς διαφέρει κατά πολύ της Αλβανίας, βλέπει κανείς χωριουδάκια περιποιημένα και όχι τα χάλια των αλβανικών», παρατηρεί ένας τσαγκάρης απ’ το Δίστομο (Νικολάου, σ.92). Κι ένας δάσκαλος συμπληρώνει για τα περίχωρα της Κορυτσάς: «Το μέρος φτωχό κι ο κόσμος φτωχός. Σε πολλά χωριά δε βρίσκομε σχολειό» (Σίσκος, σ.37).
Αλβανόφωνο χριστιανικό χωριό, η Λέσνια «ήταν δίπλα στο δρόμο κι από πάνω του περνούσαν τα ηλεκτροφόρα σύρματα της Κορυτσάς, αλλά τα δικά του σπίτια δεν είχαν ούτε λάμπα πετρελαίου. Τα σπίτια ήταν από τα χειρότερα αγροτόσπιτα, κεραμίδια δεν είχαν και το πάτωμά τους ήταν πασαλειμμένο με σβουνιές βοδιών. Το τελευταίο αυτό ίσως νάταν και μόνωση» (Μιχελίδης 1984, σ.77-8).
Υπάρχουν, βέβαια, και προνομιούχοι: «Εγώ θάβρισκα σπίτι για τους αξιωματικούς και για μένα. Ηταν ένα μεγάλο σπίτι, αρχοντικό. Είχε δυο οντάδες μεγάλους. Βρήκα και φωτιά αναμμένη. Ευλογία θεού. Ο νοικοκύρης, ένας καλοπερασμένος Αλβανός -έδειχνε προύχοντας εδώ- μας δέχτηκε με κάποια προσήνεια, μα το μούτρο του μου φάνηκε πονηρό και παλιάνθρωπος ο ίδιος» (Γκοτσίνας, σ.121).
Η ανάγκη στέγασης, θέρμανσης και τροφοδοσίας δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών επιβαρύνει φοβερά αυτές τις οριακές ισορροπίες. Το ημερολόγιο του δικηγόρου Γκοτσίνα, λοχία εφοδιασμού στο μέτωπο, είναι από κάθε άποψη αποκαλυπτικό:
* «7.12.1940. Επρεπε να βρω κρέας για το λόχο. Αύριο Κυριακή. Οι Αρβανίτες δεν έχουν τίποτα λεν. Σκα δεν έχει. Ολο σκα ακούς. Χρειάζεται ζόρι. Ο,τι έχουν το κρύβουν και τους προσφέρουμε καλή πληρωμή. Ψάχνοντας στα καλύβια είχα και τον Στέλ. κοντά μου με όπλο για κάθε ενδεχόμενο. Ανακάλυψα ένα κοπαδάκι αρνοπρόβατα, καμιά 25. Ξέκοψα 4 αρνιά. Αρβανίτες, αρβανίτισσες, φωνή και κακό απ’ έξω. Ούτε ξέρω τι λέγουν. Πού να ξέρω; Τα πήγα να τα φυλάξω. Θα τα σφάξουμε αύριο» (σ.55-6).
* «11.12.1940. Κρέας αδύνατον να βρεθεί. Οσα σφαχτά δεν κατάκοψε προελαύνοντας ο στρατός μας, τα εξαφάνισαν τρομοκρατημένοι οι Αρβανίτες. Σκα λοιπόν όπου ρωτούμε» (σ.68).
* «26.12.1940. Βρήκαμε με κόπο και με μάχη μερικά σπίτια. Ο λόγος γιατί α) ήταν κι άλλος στρατός στο χωριό και 2) έψαχναν και άλλοι σχηματισμοί για σπίτια. Εκανα ό,τι μπορούσα να βρω σπίτια, εφαρμόζοντας όλους τους τρόπους στους Αρβανίτες» (σ.122-3).
«Αλλοι μας κοιτούσαν σαν θεούς και άλλοι σαν δαίμονες, ιδίως όταν σε λίγο τμήματά μας δήμευαν ολόκληρα μπουλούκια ζώων τους και τους μοίραζαν για αποζημίωση ελληνικά χαρτονομίσματα», θυμάται πάλι ένας μεσσήνιος συνάδελφός του, μιλώντας για φαινόμενο που «έφτανε στα όρια της αρπαγής» (Παναγιωτόπουλος, σ.171).
Εκτός απ’ την επίσημη επιμελητεία, υπήρχε φυσικά και η ανεπίσημη: «Η καθημερινή πείνα ζορίζει. Πάρα πολλοί φαντάροι που δεν αντέχουν σ’ αυτό το μαρτύριο κάνουνε παγάνες στη γύρω περιοχή και αγοράζουν ό,τι βρουν: καλαμπόκι, στάρι κτλ. Ομως οι πιο πολλοί είναι απένταροι και κατ’ ανάγκη ή πρέπει να υποφέρουν ή να κλέψουν. Γι’ αυτό περιτριγυρίζουν τις ιδιότυπες μυτερές καλαμποκοαποθήκες των χωρικών που είναι έξω από τα σπίτια και αρπάζουν καλαμπόκια. Οι χωρικοί διαμαρτύρονται και το τάγμα αναγκάστηκε να βγάλει περιπολίες και σκοπούς» (Μιχελίδης 1977, σ.53).
Παρόμοια περιστατικά διανθίζουν κάθε αφήγηση. «Η αλήθεια είναι ότι εμείς εκεί πίσω δεν πεινάσαμε», εξομολογείται ένας ακαρνάνας ημιονηγός. «Βρίσκαμε κι από καμιά γίδα. Τις εψέναμε στις σπηλιές» (Κραμπής, σ.29). «Προτού καλά καλά φέξει», αφηγείται ένας άλλος, «ευρυτάνες θηρευτές της νύχτας είχαν έτοιμο, περασμένο στη σούβλα σφάγιο και άναβαν φωτιά. Ολοι συνένοχοι στην επιλήψιμο αυτή ενέργεια» (Λόης, σ.47). Ο δάσκαλος, πάλι, είναι σχεδόν συνθηματικός: «Τα αρνιά κι οι κότες κάνουν φτερά. Ή καλλίτερα στα δεύτερα πέφτουν τα φτερά...» (Σίσκος, σ.49).
Τις συνέπειες τις υφίστανται, ως συνήθως, οι πιο αδύναμοι: «Ενας γεροντάκος, με χαλασμένο το ένα μάτι, Αλβανός, με σταματάει στο δρόμο μου: ‘Πεινώ, παιδάκι μου. Ψωμί ντεν έχει’. Του λέω νάρχεται στο Τάγμα, να του δίνω. Μου περισσεύει η κουραμάνα και το φαΐ» (Λουκάτος, σ.222 & 244).
Δεν είναι όμως μόνο η τροφή. Ο δριμύτατος χειμώνας επιβαρύνει κι αυτός, με τον τρόπο του, τις τοπικές κοινωνίες: «5.12.1940. Κοιμήθηκα ωραία και ζεστά. Είχε μπόλικη φωτιά γιατί τα ξύλα και οι φράχτες των Αλβανών ρημάζονταν, όπου στεκόμαστε» (Γκοτσίνας, σ.53). «Η διμοιρία αφού πρώτα έκαψε όλα τα ξύλα που ήταν μαζεμένα για το χειμώνα ο Κυριάκος, άρχισε ύστερα να καίει και τους φράχτες από τους κήπους του. Κι όταν τέλειωσαν και οι φράχτες, κόβανε και τα δέντρα που ήταν γύρω από το σπίτι του. Εβλεπε ο Κυριάκος και πονούσε η καρδιά του. Μα τι νάκανε;» (Τσάρος, σ.72).
Εργασία κι αγγαρεία
Εκτός από αγαθά, ο πόλεμος όμως χρειάζεται κι ανθρώπους. «Δεν θέλαμεν πλέον να μείνωμεν εις το χωρίον, διότι όλα τα στρατεύματα ανεχώρησαν εις το μέτωπον και εφοβήθημεν τους κατοίκους. Ως εκ τούτου, κατορθώσαμεν να επιτάξωμεν 5 βοϊδάμαξα και αναχωρήσαμεν», σημειώνει στο ημερολόγιό του ένας πεζικάριος (Κουτσοδόντη, σ.30). Ενας συνάδελφός του, πάλι, περιγράφει μια πιο σύνθετη διαδικασία: «Ο ανθυπασπιστής μου είπε να πω στον Αλβανό να έρθει ως οδηγός μας και πρόσθεσε να τον βάλω μπροστά και αν επιχειρήσει να το σκάσει ο Αλβανός να τον σκοτώσω [...] Ο Αλβανός οδηγός μου είπε να του δώσω ένα σημείωμα ότι τον χρησιμοποιήσαμε ως οδηγόν για να το δώσει στον Πρόεδρο του χωριού του να μεταβεί στην έδρα της 1ης Μεραρχίας για να πάρει αποζημίωση» (Παπαδήμος 1989:20-1).
Τη λεπτομερέστερη περιγραφή παραθέτει οι Λουκάτος: «Το σούρουπο μαζεύονται στο Τάγμα όλοι οι Αρβανίτες του χωριού. Τους μαζεύει κάθε νύχτα το Τάγμα, και τους στέλνει υποχρεωτικά να κόψουν κορμούς δέντρων στο βουνό, για αμυντικά έργα. Καλούμε το πρωί το Μουχτάρη και του λέμε: 'Απόψε θέλουμε 40 εργάτες'. Ο Μουχτάρης διαμαρτύρεται: 'Το εργκατικό ντεν έχει τόσο πολύ. Εχει άρρωστο. Εχει πάει Κορύτσα'. Εμείς επιμένουμε. 'Αν δεν μαζωχτούν τόσοι ως το βράδυ, στέλνομε τον λοχία, με όπλα και χειροβομβίδες, να τους μαζέψει με τη βία. Πρέπει όλη νύχτα να πάνε στο βουνό'. Στρατολογούμε όλες τις ηλικίες, από 12 χρόνων ως 60» (σ.220).
Εξίσου εύγλωττο το τέχνασμα που επιστρατεύτηκε όταν οι χωρικοί κρύφτηκαν για ν’ αποφύγουν την αγγαρεία: «Αύριο, λέμε, πούναι Σάββατο, μπορεί όποιος θέλει να πάει στην Κορυτσά. Αυτό οι Αλβανοί το ποθούν, γιατί καιρός είναι που τους έχουν απαγορευτεί οι μετακινήσεις και γιατί θέλουν να ψωνίσουν, για τα σπίτια και τα μαγαζιά τους. Η Κορυτσά είναι η μόνη πολιτεία που έχουν να πάνε, κι ας απέχει 170 χιλιόμετρα. Οι άλλες (Ελβασάν-Βεράτι) είναι στα ιταλικά χέρια, και δεν μπορούν να περάσουν. Μαζεύονται λοιπόν, ανύποπτοι και χαρούμενοι, όλοι τους. Οι φουκαράδες. Δίνουν τα ονόματά τους για την άδεια και περιμένουν. Μα, ξαφνικά, γίνεται η 'προδοσία'. Ετσι, όπως είναι, τους κατακρατούν όλους, και με συνοδεία τους παίρνουν στο βουνό για να δουλέψουν. Στενοχωριέμαι για λογαριασμό της Ελλάδος και κρύβομαι» (σ.223).
Με το ζόρι ή εθελοντικά, δεν είναι λίγοι οι Αλβανοί που βγάζουν μεροκάματο. «Δουλειά τους είναι να μεταφέρουν στον ώμο τα τρόφιμα των προφυλακών, εκεί δηλ. που δεν μπορεί να πατήσει πόδι ζώου, να ξεθάψουν στρατιώτες από το χιόνι, να φέρουν στην πλάτη βαρέλια με κονιάκ για να ζεσταθούν τα τμήματα και το σπουδαιότερο ν’ ανοίξουν δρόμο. Γίνονται και οδηγοί και αγωγιάτες και κατάσκοποι» (Σίσκος, σ.110).
Αφθονη δουλειά υπάρχει και για τις γυναίκες: «Χίλιοι πεντακόσιοι στρατιώτες σ’ ένα χωριό με ογδόντα σπιτάκια, είναι πολλοί. Οι γυναίκες σ’ όλα τα σπίτια έχουν μπουγάδα κάθε μέρα» (Σίσκος, σ.77). Πανευτυχής που βρήκε λύση, καθώς ήταν «μαθημένος να του τα δίνουν όλα στο χέρι», ο τσαγκάρης απ’ το Δίστομο σημειώνει πως για το πλύσιμο των ρούχων του πλήρωσε «3 δραχμές το κομμάτι» (Νικολάου, σ.33-4 & 70).
Μεταξύ κατακτητών
Με δεδομένα τα ήθη της περιοχής, αλλά κι επειδή ο φόβος φυλάει τα έρημα, οι Αλβανίδες -ιδίως οι νεότερες- δεν είναι και πολύ ορατές στους στρατιώτες. Στη θέα μιας πανέμορφης τριαντάρας, ένας λοχίας αποφαίνεται πως ο σύζυγός της «είχε δίκιο ο φουκαράς να τήνε κρύψει απ’ τα λαίμαργα μάτια των φαντάρων» (Ζαδές 1981, σ.23). Δεν λείπουν κάποια περιστατικά φλερτ (Λουκάτος, σ. 244-61) ή ομαδικών βιασμών (Κραμπής 1991, σ.27). Ως επί το πλείστον, όμως, οι αλβανομάχοι μένουν μάλλον με την όρεξη: «Με κόπο χώθηκε στο σπίτι του Μουχτάρη όλος ο λόχος μας, αφού τον υποχρεώσαμε να μαζέψη το χαρέμι του σ’ ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα. Οι σκλαβωμένες γυναίκες του όμως προσπαθούν με κάθε τρόπο να επικοινωνήσουν μαζί μας» (Μιχελίδης 1977, σ.43-4).
Η ιεραρχία καταστέλλει, άλλωστε, αυτού του είδους τις επαφές: «Ενας φαντάρος που θέλησε να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις με μια Αρβανιτοπούλα αφράτη, παχουλή, τιμωρήθηκε με σαράντα μέρες φυλάκιση από το στρατηγό» (Σίσκος, σ.38).
Πόλεμος σημαίνει έρευνες της ελληνικής χωροφυλακής στα σπίτια για όπλα και κακοποίηση όσων διαμαρτύρονταν (Ρουμελιωτάκης, σ.42), σύλληψη και παράδοση στο «γραφείο αντικατασκοπίας» κάθε χωρικού που κατηγορείται π.χ. ότι «προσπάθησε να δώσει σήματα με φακό σε διερχόμενο αεροπλάνο» (Κουτρολίκος, σ.165). Με κάποιες εξαιρέσεις, πάντα: «Στην πόρτα του σπιτιού ήταν μια διαταγή της Γ΄ Διοίκησης Ηπείρου, που έλεγε να μην πειράξει κανείς τον τάδε, γιατί είναι φίλος της Ελλάδας» (Ρουμελιωτάκης, σ.51).
Η πλειοψηφία του πληθυσμού, σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες, κρατά απέναντι στον ελληνικό στρατό μια στάση νομιμόφρονα μεν αλλά επιφυλακτική. «Κύριο συστατικό της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στο χωριό», γράφει για την τρίμηνη παραμονή του στο Γαρδίκι ένας ηπειρώτης βοηθητικός, «ήταν ένας διάχυτος φόβος που δεν εκδηλωνόταν φανερά, τον διαισθανόσουν όμως από τη στάση των ανθρώπων, τα λόγια τους και τις αντιδράσεις τους. [...] Ενιωθαν σκλάβοι, το είχαμε συνειδητοποιήσει αυτό, παρόλο που κανένας τους δεν πειράχτηκε. Το παράξενο ήταν πως τους Ιταλούς τους έβλεπαν με διαφορετικό τρόπο, τα αισθήματά τους ήταν φιλικά γι’ αυτούς, προδίδονταν ακόμα και στις κουβέντες τους. Φοβούνταν ίσως από μας και για το μέλλον του τόπου τους» (Νικολαΐδης, σ.97 & 111).
«Είναι αλήθεια πως οι Αλβανοί δεν μας βλέπουν φιλικά», διαβάζουμε σ’ ένα ημερολόγιο. «Μας περιποιούνται κάπως, σαν κατακτητές, αλλά προτιμούν τους Ιταλούς από μας. Φαίνεται πως εκείνοι τους μεταχειρίστηκαν πιο φιλικά...». Στις αρχές Απριλίου, πιά, «δεν βλέπουν την ώρα να ξεκουμπιστούμε από τον τόπο τους. Εχουνε και δίκιο. Γίναμε αφεντικά στον τόπο τους, εγκατασταθήκαμε στα σπίτια τους, τους φάγαμε ό,τι φτωχό είχαν (κόττες, χοίρους, βόδια), τους κόψαμε τα δέντρα τους, τα ξύλα τους, ακόμα και τα πορτοπαράθυρά τους» (Λουκάτος, σ.220 & 257).
Οι τίτλοι του τέλους θα πέσουν με την υποχώρηση: «Στ’ αρβανίτικα χωριά που περνάμε, δεν φαίνεται ψυχή. Εχουνε κρυφτεί ή φύγει οι χωριάτες, από φόβο. Ομως εμείς περνάμε ήσυχα και πολιτισμένα. [...] Θα χαίρονται, σκέφτομαι, κι έχουν δίκιο. Ομως δεν θ’ απομείνουν ελεύθεροι. Σε δυο τρεις μέρες θα τους παραλάβει άλλο αφεντικό» (όπ.π., σ.297).
Στα χαρακώματα της γλώσσας
Το γλωσσικό φράγμα δυσκολεύει κάπως τις επαφές μεταξύ ελλήνων φαντάρων και ντόπιων κατοίκων. Ευτυχώς όμως υπάρχουν οι αρβανίτικες κοινότητες της Νότιας Ελλάδας, με τη διάλεκτό τους ακόμη ζωντανή, οπότε δεν αργούν να βρεθούν μεταφραστές:
* «Χτύπησα την πόρτα και βγήκε ένας μεσόκοπος Αλβανός. Είπα σε δυο στρατιώτες που ήταν από το Κρανίδι και γνώριζαν αρβανίτικα να πλησιάσουν εκεί για να συνεννοηθούμε» (Παπαδήμος, σ.19).
* «Ο Τάσος, που ήταν απ’ τα δικά μας τα Σουλιμοχώρια, ήξερε τ’ αρβανίτικα σαν τα ελληνικά, Θάκανε το διερμηνέα. Τον έβαλα, λοιπόν, ν’ αρχινήσει μια ψιλοκουβέντα με τον Πρόντα. Στην αρχή τούτος ξαφνιάστηκε πάκουσε να μιλάνε στη γλώσσα του τόσο καθάρια» (Ζαδές, σ.19).
* «Μας φέρνουν συνοδεία, στο Τάγμα, δυο πολίτες Αλβανούς. Είναι, λέει, αυτομόλοι σε μας, λιποτάκτες του ιταλικού στρατού. Θέλουνε να πάνε στα σπίτια τους, που είναι στα δικά μας μετώπισθεν. Τους περιεργαζόμαστε. Ενας δυο φαντάροι, που ξέρουν αρβανίτικα, βοηθάνε στην ανάκριση» (Λουκάτος, σ.219).
Το 1940 δεν έχουν κλείσει ούτε τρεις δεκαετίες από τότε που η Αλβανία έπαψε ν’ αποτελεί τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη συνεννόηση με τους ηλικιωμένους βοηθάνε, έτσι, και τα τούρκικα: «Βγαίνει ένα γεροντάκι κατατρομαγμένο, του κάνουμε νόημα για κάτι φαγώσιμο, μάζεψε τους ώμους και με χέρια, με τις χειρονομίες μας είπε όχι, δεν έχω τίποτε», θυμάται ένας επιστρατευμένος γιαννιώτης δάσκαλος. «Τέλος επιστράτευσα τα λίγα τουρκικά που είχα μάθει υπηρετώντας δάσκαλος στα Μουσουλμανικά Σχολεία της Θράκης, στις Σάππες Κομοτηνής και στο Ωραίο Ξάνθης, τρία ολόκληρα χρόνια. Γλύκανε το πρόσωπο του γέρου με τα τουρκικά, πήγε οπίσω, μέσα στο σπίτι και μας έφερε αρκετή φακή και αρκετή μυζήθρα, αλμυρή φοβερά. Τον ευχαρίστησα και πάλι τουρκικά και φύγαμε νοικοκυραίοι» (Οικονόμου, σ.50).
«Εννοείται πως όσοι ξέρουν τούρκικα ή είναι από τα περίχωρα της Αθήνας, που ύστερα από 115 χρόνια λευτεριά μιλούν ακόμα αρβανίτικα, αυτοί συνεννοούνται εύκολα», συνοψίζει απ’ την πλευρά του ένας μικρασιάτης πεζικάριος (Μιχελίδης, σ.41).
Υπάρχουν, ωστόσο, και πιο πολύπλοκες καταστάσεις: «Το αφεντικό μας είναι Ρουμάνος και μιλάνε όλοι στο σπίτι τους, όπως και πολλές άλλες οικογένειες στο χωριό εδώ βλάχικα. Βαβυλωνία γλωσσών κι εδώ στην Αλβανία» (Σίσκος, σ.83).
Οι περισσότεροι φαντάροι θα χρειαστεί, φυσικά, ν’ αρχίσουν από τα στοιχειώδη. «Ενα κοριτσάκι, Αλβανιδούλα, μας πουλάει κάρτες και αναμνηστικά», σημειώνει στις 3.12.40 ο Λουκάτος. «Κουβεντιάζω μαζί της και μαθαίνω την πρώτη αλβανική λέξη. ‘Σκα’ = δεν έχω» (σ.80). Η εμπειρία είναι λίγο πολύ κοινή: «Η πρώτη λέξη του καχύποπτου Τουρκαλβανού είναι τούτη: ‘Σκα, ιτς, μωρέ στρατιώτη’. Που θα πει: δεν έχει τίποτα, διόλου» (Μιχελίδης 1977, σ.41). «Οι Αρβανίτες, κάθε φορά που τους ζητούσαμε κάτι με πληρωμή, μας απαντούσανε με το χαρακτηριστικό ‘σκα’, δεν έχει» (Σίσκος, σ.38).
Δίπλα στις ντοπιολαλιές των κατοίκων, οι επίσημες γλώσσες νικητή και ηττημένου δίνουν κι αυτές τη δική τους, ιδιότυπη μάχη: «Περνάμε το πρώτο αλβανικό χωριό. Ιταλικές επιγραφές, εδώ κι εκεί, θυμίζουν τον προηγούμενο κυρίαρχο. Τώρα θα μπούνε ελληνικές» (Λουκάτος, σ.76). Στο νόημα έχει μπει ακόμη κι ένας πολύγλωσσος δωδεκάχρονος απ’ το Πόγραδετς: «Κάθε φορά που ζητάμε να μας εξηγήσει ιταλικά πράγματα του δωματίου, μας απαντάει: ‘Δεν ξέρεις ιταλικά... Τώρα ξέρεις ελληνικά...’» (Σίσκος, σ.83-4).
Πολύ πριν παρέμβει διοικητικά, το κράτος του -προσωρινού- νικητή δίνει άλλωστε το παρών, μέσω της κυρίαρχης ιδεολογίας: «Το βράδι, καθώς καθόμαστε γύρω από το τζάκι συντροφιά τις πιότερες φορές με τους νοικοκυραίους, οι έφεδροι αξιωματικοί, που είμαστε στα τρία τέταρτα δάσκαλοι, για να μην ξεχάσουμε και το επάγγελμά μας, μα και από κάποια γενικότερη εθνική υποχρέωση, αρχίζουμε στ’ Αρβανιτόπουλα τη διδασκαλία της καινούριας τους γλώσσας» (όπ.π., σ.77).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου