OI ΣΤΡΑΝΤΙΟΤΙ
Στη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια, πολλοί Ελληνες αλλά και άλλοι πολεμιστές από τα Βαλκάνια, βρήκαν καταφύγιο και υπηρέτησαν σε μεγάλους αριθμούς στις γειτονικές χριστιανικές δυνάμεις. Για παράδειγμα, μονάδες Ελλήνων και Χριστιανών Αλβανών υπηρέτησαν τη Βενετία και την Ισπανία στα Βαλκάνια και την lταλία, λίγο μετά την πτώση του Βυζαντίου. Κατά τη διάρκεια των τουρκοβενετικών πολέμων του 150υ αιώνα, μεγάλοι αριθμοί στρατιωτών που είχαν υπηρετήσει στα τελευταία χριστιανικά κράτη στα Βαλκάνια, εντάχθηκαν στην υπηρεσία των βενετικών κτήσεων στην Ελλάδα και τη Δαλματία. Γνωστοί στα ιταλικά ως στραντιότι (stradioti), από τον ελληνικό όρο στρατιώτης, ήταν δυνάμεις ελαφρών ιππέων, που χρησιμοποιούσαν ως όπλα λόγχη, μακριά σπάθα και κεφαλοθραύστες και των οποίων η "στολή" ήταν ένα μίγμα ανατολίτικου και βυζαντινού εξοπλισμού.Καθόλη τη διάρκεια του 16oυ αιώνα, οι στραντιότι υπηρέτησαν στους στρατούς της Βενετίας, της Γένοβας, της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Η Νεάπολη, τόσο κάτω από τον ισπανικό κλάδο των Αψθούργων όσο και κάτω από τους Βουρθώνουο, παρέμεινε άλλο ένα κέντρο στρατιωτικής δραστηριότητας αλλά και εποίκισης από βαλκανικούς πλη&υσμούς της διασποράς.
Κατά τον 15ο αιώνα, μεγάλοι αριθμοί Χριστιανών Αλβανών, προσφύγων από τους πολέμους του Σκεντέρμπεη, εγκαταστάθηκαν στην Καλαβρία και τη Σικελία και τον 15ο και 16ο αιώνα πολλοί Ελληνες και Αλβανοί stradioti και οι οικογένειές τους από την Πελοπόννησο μετοίκησαν σε εδάφη της Νεάπολης. Αργότερα, φυγάδες από τις αυτόνομες στρατιωτικές κοινότητες της Χιμάρας και της Μάνης, δημιούργησαν αποικίες στην Απουλία και αλλού. Οι περισσότεροι από αυτούς τους οικισμούς είχαν στρατιωτικά προνόμια αλλά και υποχρεώσεις, όμως μέχρι τον 18ο αιώνα αυτοί οι διακανονισμοί είχαν περιπέσει σε αχρηστία.
Καθώς μεταβλήθηκαν σε κληρονομικές μονάδες, η στρατιωτική αξία αυτών των παλαιότερων τμημάτων των stradioti κατέπεσε, αλλά κατά τον 18ο αιώνα νέοι στρατιωτικοί θεσμοί εμφανίσθηκαν για να συνεχίσουν την παράδοση των βαλκανικών λεγεώνων στη Βενετία και τη Νεάπολη, Οι δύο κυριότεροι σχηματισμοί που επανδρώνονταν από βαλκανικές δυνάμεις ήταν το βενετικό Reggimento Cimarrioto (Σύνταγμα Χιμαριωτών) και το ναπολιτάνικο Reggimento Real Macedone (Βασιλικό Μακεδονικό Σύνιαγμα). Το Reggimento Cimarrioto σχηματίσθηκε κατά τη διάρκεια των πολέμων για τον Χάνδακα και τον Μοριά από τους Βενετούς, ενώ το Reggimento Real Macedone οργανώθηκε λίγο μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου Βασιλείου της Νεάπολης το 1734.
ΟΙ ΧΙΜΑΡΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Από την περιοχή της Χιμάρας προερχόταν η τιλειοψηφία των ανδρών του Reggimento Cimarrioto και το μεγαλύτερο τμήμα εκείνων του Reggimento Real Macedone. Οπως η Μάνη, το Μαυροβούνιο και το Σούλι, η Χιμάρα ήταν μία από εκείνες τις περιοχές των οποίων οι κάτοικοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν την αυτοδιοίκησή τους, εξαιτίας της οργάνωσής τους σε φυλές ή φάρες, της δυσκολίας τιρόσβασης στις ορεινές τους πατρίδες, της εγγύτητάς τους σε περιοχές ελεγχόμενες από τους Βενετούς και φυσικά της στρατιωτικής αξίας των κατοίκων τους. Το 1537 οι Οθωμανοί οργάνωσαν μια εκστρατεία που κατέληξε στην καταστροφή ή την κατάληψη πολλών από τα χωριά της Χιμάρας, δίχως ωστόσο να κατορθώσουν να υποτάξουν εντελώς την περιοχή. Μάλιστα, παρότι νικητές, αναγκάσθηκαν να έλθουν σε συμβιβασμό με τους κατοίκους της Χιμάρας, προσφέροντάς τους τα εξής προνόμια: τοπική αυτοδιοίκηση, τοπική απονομή της δικαιοσύνης, το δικαίωμα της οπλοφορίας και εξαίρεση από το χαράτσι και τον κεφαλικό φόρο, με αντάλλαγμα έναν ετήσιο φόρο υποτέλειας. Οι Χιμαριώτες και οι Οθωμανοί διαπραγματεύθηκαν αυτούς τους όρους το 1519, μέσω του Λιάζ (Ηλία) Πασά, ενός εξισλαμισμένου ντόπιου που εκπροσωπούσε τον σουλτάνο Σελήμ Α'. Κατά την ανανέωσή τους επί της θασιλείαο του Μουράτ Δ' και του Σουλεϊμάν Β', οι συνθήκες αυτές τροποποιήθηκαν ώστε να συμπεριλάβουν όρους για την προσφορά στρατιωτικής υπηρεσίας από τους Χιμαριώτες σε περιόδους πολέμου, και για τη διατήρηση των ναυτικών προνομίων της Χιμάρας.Παρόλα αυτά τα προνόμια, οι Χιμαριώτες εξεγέρθηκαν εναντίον της οθωμανικής εξουσίας σε αρκετές περιπτώσεις και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια του τρίτου Βενετοτουρκικού Πολέμου (1537-1540), του πολέμου της Ιερής Συμμαχίας (1571) και των πολέμων για τον Μοριά (1684). Τα αντίποινα των Οβωμανών μέχρις ενός σημείου συνέβαλαν στη δημογραφική παρακμή της περιοχής και είχαν ως κατάληξη, σε κάποιες περιπτώσεις, τον βίαιο εξισλαμισμό ορισμένων κατοίκων. Μαζί με τις εθελούσιες προσχωρήσεις στο Ισλάμ, η κατάσταση αυτή συνέβαλε στον περιορισμό του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής στην πόλη της Χιμάρας και σε έξι ακόμη μεγάλα χωριά. Παρά τον περιορισμό του μεγέθους της, η κοινότητα της Χιμάρας διατήρησε τα προνόμιά της έως και τον 20ό αιώνα, παρότι τοπικοί Οβωμανοί αξιωματούχοι συχνά τα καταστρατηγούσαν.
Στο μεταξύ, η στρατηγική βέση της Χιμάρας κοντά στα στενά του Οτράντο (που χωρίζουν την lταλία από τα Βαλκάνια και την Αδριατική από το Ιόνιο), καβώο και η εγγύτητά της προς την lταλία (μόλις 100 χιλιόμετρα από την Απουλία) και τις βενετικέο κτήσεις του Ιονίου (35 χιλιόμετρα από την Κέρκυρα), είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον τόσο της Δημοκρατίας της Βενετίας, όσο και του Βασιλείου της lσπανίας (αργότερα της Νεάπολης). Αυτές οι Καθολικές δυνάμεις διέβλεψαν την ύπαρξη στρατηγικών πλεονεκτημάτων στη διατήρηση της αυτονομίας της Χιμάρας και της επιρροής τους στην περιοχή.
ΤΟ REGGIMENTO CIMARRIOTO
Μετά την εξέγερση του 1685 πολλοί Χιμαριώτες εντάχβηκαν στα στρατεύματα της Βενετίας και αργότερα συγκεντρώθηκαν στο δύναμης 2.000 ανδρών Reggimento Cimarrioto. Αυτό το Σύνταγμα διακρίβηκε στα τελευταία χρόνια των πολέμων για τον Μοριά και, στα χρόνια της ειρήνης που ακολούβησαν, οι δυνάμεις του αναπτύχθηκαν στα Ιόνια νησιά και σε άλλες φρουρές του Λεβάντε. Το Σύνταγμα συγκεντρωνόταν ολόκληρο μόνο για αραιές επιθεωρήσεις από τις βενετικές Αρχές.Οι εκτεταμένες παρατυπίες που μάστιζαν το Reggimento Cimarrioto κατά τα ύστερα χρόνια της ύπαρξής του, αποδεικνύουν ότι οι Βενετοί και οι Ναπολιτάνοι ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλο ως προς τη στρατολόγηση των Χιμαριωτών. Για παράδειγμα, σε μια ειιιβεώρηση του φρουρίου της Κέρκυρας το 1745, οι Βενετοί αξιωματούχοι ανακάλυψαν ότι οι δύο λόχοι του Reggimento Cimarrioto που υπηρετούσαν στη φρουρά της Κέρκυρας είχαν μαζικές απουσίες. Δύο από τους αξιωματικούς τους, κάποιος ταγματάρχης Μπιτσίλης και ένας λοχαγός Πολύμερος, ήταν παρόντες μόνο για να εισπράξουν την πληρωμή των ανδρών τους. Οι άνδρες ήταν στη Χιμάρα και παραλάμβαναν από εκεί την πληρωμή τους. Στην πραγματικότητα, μερικοί απ' αυτούς πληρώνονταν τόσο από τη Δημοκρατία της Βενετίας, όσο και από το Βασίλειο της Νεάπολης, καθώς ήταν εγγεγραμμένοι επίσης και στο Reggimento Rea! Macedone.
Αυτή η μονάδα (το Reggimento Real Macedone) είλκυε την καταγωγή της από μια στρατιωτική μονάδα που σχηματίσβηκε αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίηση του βασιλείου της Νεάπολης, υπό τον δικό της κλάδο του οίκου των Βουρβώνων. Ο Ηπειρώτης έμπορος Αθανάσιος Γλυκής, που ζούσε στη Νεάπολη, και ο κόμης Στρατής Γκίκας, ένας βετεράνος stradioto από τη Χιμάρα στην υπηρεσία των Ναπολιτάνων, ήταν υπεύθυνοι για την αρχική οργάνωση και τη στρατολογία για τον νέο σχηματισμό. Το 1735, οι άνδρες αυτοί οργάνωσαν μια μικρή μονάδα, αναμφίθολα από Χιμαριώτες, για να υπηρετήσουν ως φρουρά του βασιλιά Καρόλου. Αυτή η μονάδα είχε αποκτήσει μέγεθος τάγματος το 1738, αλλά την ίδια χρονιά ανέκυψαν προβλήματα στο εσωτερικό της, υποτίθεται λόγω των μηχανορραφιών Βενετών πρακτόρων. Πιθανότατα η βενετική παρέμβαση ήταν αποτέλεσμα του ανταγωνισμού για τη στρατολόγηση Χιμαριωτών την οποία προαναφέραμε.
Εξαιτίας αυτής της διχόνοιας, η ναπολιτάνικη μονάδα αναδιοργανώθηκε υπό νέα ηγεσία το 1739. Ο νέος διοικητής ήταν ο Κεφαλλονίτης κόμης Γεώργιος Χωραφάς, πρώην αξιωματικός στον Βενετικό Στρατό. Υπό την ηγεσία του, η μονάδα μεγέθους τάγματος επεκτάθηκε σταδιακά σε ένα πλήρες σύνταγμα το οποίο, το 1754, αποτελείτο από δύο τάγματα με 13 λόχους το καθένα. Ο αρχικός διοικητής, Στρατής Γκίκας, είχε τον θαθμό του αντισυνταγματάρχη και ήταν δεύτερος στην ιεραρχία. Αυτός ο σχηματισμός, που έγινε γνωστός με το όνομα Reggimento Real Macedone, παρέμεινε ως είχε έως την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα. Ο Χωραφάς παρέμεινε διοικητής του συντάγματος έως το 1775, οπότε και πέθανε, με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Ο Στρατής Γκίκας τον διαδέχθηκε στη διοίκηση του συντάγματος, μέχρι τον θάνατό του το 1784, οπότε ο συνταγματάρχης Βλάσσης τον αντικατέστησε ως προσωρινός διοικητής, έως ότου ανέλαβε τη διοίκηση ο γιος του Στρατή Γκίκα, Αθανάσιος, υπό την ηγεσία του οποίου το σύνταγμα συνέχισε την ύπαρξή του έως τις παραμονές της γαλλικής εισβολής στην lταλία το 1798.
http://himara.gr/hist/himaramen/himarapolemistes.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου