Παρέμβαση του Ο. Μπέτση στην 8η Συνδιάσκεψη ΟΜΟΝΟΙΑΣ
Η καμπάνια ευαισθητοποίησης για συμμετοχή ειδικά των μειονοτήτων την έχει αντικαταστήσει μια ξέφρενη προπαγάνδα προβολής των πλέον αναχρονιστικών εθνικιστικών αντιλήψεων που καλλιεργούν την ξενοφοβία και δη την ελληνοφοβία. Τη διαφανή διαβούλευση με γνήσιους εκπροσώπους της ΕΕΜ προσπαθούν να την υποκαταστήσουν με διαβουλεύσεις με κυβερνητικά όργανα όπως η Επιτροπή Μειονοτήτων ή την ύπαρξη στην Διυπουργική Επιτροπή Απογραφής υπουργού ελληνικής καταγωγής. Το λήμμα όπως προαναφέρθηκε είναι περιέργως διατυπωμένο.
Λέγοντας τα όσα στη συνέχεια θα πω για το σημαντικό θέμα της Απογραφής του πληθυσμού, προφανώς υπόψη έχουμε όχι οποιαδήποτε δημογραφική έρευνα και στατιστική αποτύπωση. Έχουμε υπόψη μας την απογραφή υπό την οπτική γωνία της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, μιας διαδικασίας δηλαδή που ειδικά θα αναφερθεί στην ελεύθερη έκφραση της ταυτότητας των πολιτών και άλλων ειδικών χαρακτηριστικών όπως γλώσσα, θρήσκευμα κ.α. που αποτελούν χαρακτηριστικά προσδιορισμού και ιδιαιτερότητας μιας εθνικής μειονότητας.
Και τούτο διότι επιτέλους μετά από 20 χρόνια μεταπολίτευσης πρέπει να πάρει μια σαφή απάντηση το ερώτημα πόσοι είμαστε οι Έλληνες και που ακριβώς ζούμε; Τι έχουμε καταφέρει να διαθέτουμε και ποια η δυναμική των δικών μας κοινοτήτων; Πρόκειται πραγματικά για ένα επιπλέον ζήτημα για μια μειονότητα να μην γνωρίζει το αριθμητικό μέγεθος, τη γεωγραφία και τις διαστάσεις της οικονομίας της.
Είναι απ’ την άλλη η διατήρηση της εκκρεμότητας αυτής, απόδειξη ότι η πολιτεία παραμένει υπό την ομηρία μιας κατάστασης που κληρονομεί απ’ το παρελθόν. Δεν το κάνει όμως ακούσια. Είναι στη συνέχεια και άλλων μέσων, μιας πολιτικής που στοχεύει την καταπίεση της μειονότητας: γίνεται λόγος ακριβώς για στατιστική γενοκτονία, ένα εργαλείο χρήσιμο όταν υπάρχουν στόχοι για τη συντήρηση ψυχολογικών παραγόντων αποδυνάμωσης των μειονοτήτων. Για να βλέπουμε την αλήθεια κατάματα θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι όλα αυτά τα χρόνια και με όλους τους τρόπους από κέντρα που λειτουργούν σε αγαστή συνεργασία με την πολιτεία, εκχέεται ακριβώς αυτό το μήνυμα ότι λίγοι ή κάτι περισσότεροι οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες δεν είναι και τόσο θεμιτό πλέον στοιχείο στις ζυμώσεις της αλβανικής ολοκλήρωσης στα Βαλκάνια.
Υπό το πρίσμα τούτο το ζήτημα μιας επιχείρησης απογραφής πληθυσμού που θα σέβονταν την αρχή του αυτοπροσδιορισμού, που θα διεξάγονταν με μεθόδους της σύγχρονης στατιστικής επιστήμης και πρακτικής, απαλλαγμένη από φοβίες κατάρριψης στερεοτύπων, δεν είναι πρόκληση για την Εθνική Ελληνική Μειονότητα όπως βεβιασμένα και λανθασμένα βιάστηκαν να το θέσουν δυστυχώς και κάποιοι από μας τους ίδιους.
Είναι πρόκληση για την αλβανική πολιτεία που θα πρέπει να είναι συνεπής όχι απλά προς τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό αλλά προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ που εδώ και χρόνια την πιέζουν να ξεκαθαρίσει την εικόνα σε ότι αφορά τα μεγέθη της δημογραφίας της Ελληνικής κοινότητας και άλλων μειονοτήτων γλωσσικών ή πολιτιστικών που ζουν στη χώρα.
Έτσι εχόντων των πραγμάτων οποιαδήποτε προσέγγιση επιχειρηθεί και από πλευράς μου για το ζήτημα της σχεδιαζόμενης για τον ερχόμενο Απρίλιο Γενικής Απογραφής Πληθυσμού και Κατοικιών στην Αλβανία, θα βάλει απλώς την άνω τελεία στην υπόθεση. Περιγράφοντας τι ακριβώς συμβαίνει θα είναι χρήσιμο ούτως ώστε η Συνδιάσκεψη αυτή ή ίσως τα όργανα που εκλέξει για την ΟΜΟΝΟΙΑ να μπορέσουν να συνεχίσουν την πρόταση αποτυπώνοντας ευκολότερα την απόφασή μας σχετικά με τη διαδικασία της απογραφής, την εκπλήρωση ή όχι των όσων απ’ αυτή προσδοκά ο Ελληνισμός.
Τι ακριβώς προσδοκούμε; Για την Εθνική Ελληνική Μειονότητα, όπως οι θέσεις της ερμηνεύονται απ’ την ΟΜΟΝΟΙΑ, το θέμα της διενέργειας μιας δίκαιης, διαφανούς και βασισμένης στην αρχή της ελεύθερης δήλωσης, κατά συνέπεια και πιστευτής διαδικασίας απογραφής απ’ την πολιτεία των μελών της δεν είναι απλώς ζήτημα ενός εγωισμού. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που ήταν και αμέσως μετά την ίδρυση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους, υπήρξαν φαινόμενα βίαιου αφελληνισμού.
Στην περιοχή της Κορυτσάς προσέλαβε σχεδόν διαστάσεις πογκρόμ, εάν όχι γενοκτονίας. Ακολούθησαν στη δεκαετία του 20-30 η καταπολέμηση της Ελληνικής γλώσσας απ’ την παιδεία ιδιαίτερα δε απ’ την λατρευτική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το 34- 35 ο Ζώγκου προχώρησε στην αυθαίρετη κατάργηση των σχολείων που παρείχαν τη δυνατότητα εκμάθησης της Ελληνικής γλώσσας συμβάλλοντας έτσι στη συντήρηση μιας κοινοτικής συνοχής των Ελλήνων. Όταν άνοιξαν και πάλι μετά τη δικαίωση στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν άνοιξαν παντού και έχουμε έτσι από τότε τη διαμόρφωση λεγόμενης μειονοτικής ζώνης.
Ο Χότζα βέβαια προχώρησε ακόμη παραπέρα περιορίζοντας τα όρια αυτής της εντός εισαγωγικών προνομιούχας ζώνης και εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία εξαφανίζοντας με όλους τους τρόπους νησίδες ελληνικών κοινοτήτων στην πέριξ της ζώνης περιοχή. Αποχαρακτηρίστηκαν στα ληξιαρχεία και τις επίσημες ταυτότητες οι κάτοικοι συμπαγών περιοχών, πληθυσμιακές ομάδες όπως οι Ελληνόβλαχοι κλπ. Απ’ τη δεκαετία του ’70 το πράγμα είχε φτάσει εκεί ώστε πολλοί συνέλληνες ,ειδικά που ζούσαν μακριά απ’ τα χωριά και περιοχές μας, να μην δείχνουν πια ενδιαφέρον. Ήταν ένα στοιχείο το οποίο δεν είχε πια σημασία και έτσι επαφίονταν στη υπάλληλο του ληξιαρχείου να γράφει το στοιχείο της εθνικότητας. Ούτε λόγος βέβαια για την μητρική γλώσσα και μετά το 70 απαγορευμένο δια νόμου το ζήτημα της θρησκευτικής πίστης.
Τα αριθμητικά μεγέθη, ο γεωγραφικός χώρος κ. α. τέτοια συναφή για την ΕΕΜ ήταν κρατική υπόθεση και το κράτος είχε συμπεράνει ότι το συνέφερε να είμαστε 67000 οι Έλληνες και να ζούμε σε 100 χωριά.
Κάπως έτσι βρήκε την ΕΕΜ στη Βόρεια Ήπειρο η πτώση του κομμουνιστικού ολοκληρωτικού καθεστώτος και γι’ αυτό η ΟΜΟΝΟΙΑ απ’ την πρώτη στιγμή και ως βασική προτεραιότητα έθεσε την απαίτηση για να διεξαχθεί η απογραφή της Ελληνικής κοινότητα με βάση την αρχή της ελεύθερης δήλωσης των μελών της. Δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα., αλλά η ορθότητα και το δίκαιο της απαίτησης είναι σε τέτοιο βαθμό που έχει υιοθετηθεί από οργανισμούς όπως ο ΟΑΣΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, είναι ένα απ’ τα βασικά ζητήματα στους όρους της ενταξιακής διαπραγμάτευσης της Αλβανίας με την ΕΕ, καθώς επίσης συμπεριλαμβάνεται κατά καιρούς στις εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Βέβαια τούτες οι πιέσεις δεν απέδωσαν και η Αλβανική Κυβέρνηση στην τελευταία απογραφή πληθυσμού και κατοικιών που έκανε το 2001 δεν συμπεριέλαβε στις σκοπιμότητες της διαδικασίας την καταγραφή των μελών της ΕΕΜ, ειδικά. Η ΕΕΜ απείχε απ’ τη διαδικασία αφήνοντας για μια δεκαετία ακόμη αναπάντητο τα ερωτήματα σχετικά με το μέγεθος και τη γεωγραφία των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών.
Όμως το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι σε μια εθνική ή θρησκευτική ή πολιτιστική μειονότητα για τη λογική του περί των δικαιωμάτων των μειονοτήτων δικαίου όπως αυτό κατοχυρώνεται απ’ τις σχετικές συμβάσεις, είναι θέμα ατομικής επιλογής και ελεύθερης βούλησης. Τα δικαιώματα που κατοχυρώνουν οι συμβάσεις αυτές ως κείμενα του ΟΗΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης ειδικά και του ΟΑΣΕ για τις μειονότητες είναι δικαιώματα του ατόμου και δεν προβλέπουν κοινοτικά δικαιώματα. Τα κράτη μέλη στις συμβάσεις αυτές οφείλουν και είναι υποχρεωμένα να σέβονται τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
Εδώ έγκειται το πρόβλημα: η Αλβανική πολιτεία μη σεβόμενη το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού, στην ουσία αρνείται την εφαρμογή στην πράξη υποχρεώσεων που θα προέκυπταν για άτομα που ανήκουν στην ΕΕΜ και που θα ζουν εκτός της δυστυχώς ισχύουσας και σήμερα για την νοοτροπία της αλβανικής γραφειοκρατίας μειονοτικής ζώνης.
Εάν γίνει η υπόθεση ότι θα εφαρμόζονταν κάποια στιγμή μια διαδικασία απογραφής σύμφωνη με τα πρότυπα που προσδιορίζουν οι διεθνείς οργανισμοί και η πρακτική και που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, αυτό που η ΕΕΜ διακυβεύει είναι το εξής απλό. Μοιάζει αυτονόητο αλλά δεν είναι.
Από μια τέτοια απογραφή δεν περιμένουμε να επιβεβαιώσουμε ότι χωριά όπως το Γιωργουτσάτες ή η Τσερκοβίτσα κατοικούνται κατά το 98% από Ελληνικής καταγωγής και γλώσσας πολίτες. Και αυτό είναι χρήσιμο στη λογική που παρακάτω θα πω. Περιμένουμε βέβαια μια έμμεση έστω ομολογία απ’ την πολιτεία ότι στη Χιμάρα ζει συμπαγή κοινότητα Ελλήνων. Περιμένουμε κάτι πολύ σημαντικότερο: ότι σε μειοψηφίες έστω ζουν ομάδες Ελλήνων ή Ελληνοβλάχων σε πολλά χωριά της παραμεθορίου, στην Κορυτσά, στην Ερσέκα, στην Πρεμετή αλλά και τη Μουζακιά. Αυτό είναι το ταμπού που πρέπει επιτέλους να καταρριφθεί.
Και εάν μια Απογραφή που η ίδια η πολιτεία θα έχει διενεργήσει φέρει αυτά τα δημογραφικά και στατιστικά στοιχεία στην επιφάνεια τότε λογικές ότι γιατί γίνεται και στα ελληνικά η Θεία Λειτουργία σε διάφορα μέρη της νοτίου Αλβανία θα αποτελεί παράλογο πράγμα καθώς δεν θα είναι παρά εφαρμογή δικαιώματος των Ελλήνων που ζουν διάσπαρτα εκεί.
Δεν θα συνεχίζουν να γεμίζουν τις τηλεοράσεις και τα άλλα ΜΜΕ με την πλαστογραφημένη ιστορία ότι στη Χιμάρα δεν έχει Έλληνες. Δεν θα μοιάζει καθόλου σχετιζόμενο με επεκτατισμούς και άλλες ξεπερασμένες ρητορικές το αίτημα ώστε σε πολλά σημεία στο Νότο θα μπορούσε η Ελληνική γλώσσα να είναι δεύτερη ξένη γλώσσα επιλογής στα δημόσια σχολεία αντί των ιταλικών π.χ.
Αλλά επίσης και η απογραφή μέσα στα χωριά που ήδη ο ελληνικός χαρακτήρας των κατοίκων τους αναγνωρίζεται έχει σημασία καθώς δηλώνοντας μητρική γλώσσα την ελληνική δεν θα μοιάζει περίεργη για τα αυτιά της αλβανικής πολιτείας η απαίτηση μας ώστε έγγραφα που διεκπεραιώνει η δημοτική και τοπική αρχή να είναι στη ή και στη μητρική μας ελληνική.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι στην περίπτωση που αποκτήσει η πολιτεία τέτοια συνοχή με τα ισχύοντα στην ΕΕ και συμπεριφορά που θα σπάσει τα στεγανά που έχουν δημιουργηθεί από καθεστώτα αντιδημοκρατικά και καταπιεστικά, τότε ούτε θα θεωρείται αδίκημα η απαίτηση της Δημοτικής αρχής της Χιμάρας να αναρτούνται δημόσιες πινακίδες στα Ελληνικά. Και επίσης ένα άλλο παράδειγμα εάν θα είχε προηγηθεί μια τέτοια Απογραφή και είχε αποτυπωθεί ότι έστω το 30% του πληθυσμού των Αγίων Σαράντα είναι Έλληνες τότε ο ΟΑΣΕ δεν θα χρηματοδοτούσε αυτό το πρότζεκτ των ονομασιών των δημοσίων δρόμων και πλατειών με μία μόνο γλώσσα και με ονόματα που έντονα προσβάλλουν του εδώ Έλληνες.
Θα μπορούσαν να καταγραφούν πολλά θετικά από την Απογραφή εάν θα γίνονταν όπως οφείλουν να την κάνουν. Και να επισημάνω και πάλι δεν το οφείλουν στην ΕΕΜ μόνο, είναι υποχρέωση πλέον προς την ΕΕ. Από την οπτική αυτή γωνία η πολιτική θέση που θα πάρει ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός ως προς την επιχειρούμενη και φημολογούμενη διαδικασία προσλαμβάνει μεγάλη σημασία και δεν είναι ζήτημα εσωτερικής κατανάλωσης μόνο.
Τι νέα έχουμε έως αυτή τη στιγμή; Με όσα επισήμως βρίσκει κανείς στην ιστοσελίδα του Αλβανικού Ινστιτούτου Στατιστικών που είναι αρμόδιο για τη διεκπεραίωση έχει συσταθεί Διυπουργική Εθνική Επιτροπή της Απογραφής. Έχουν εφαρμοστεί κάποιες υποτιθέμενες διαβουλεύσεις με δημογράφους. Έχει διενεργηθεί ο διεθνής διαγωνισμός προετοιμασίας του εντύπου υλικού πριν από καμιά εβδομάδα. Θα έπρεπε να είχαν συσταθεί και οι Επιτροπές ανά νομό της Αλβανίας.
Ημερομηνίες που έχει αποφασισθεί για τη συγκέντρωση των στοιχείων στα χωριά και τις πόλεις είναι από 3 έως 18 Απριλίου. Στη συνέχεια η επεξεργασία των στοιχείων.
Που η ΟΜΟΝΟΙΑ έχει τις ενστάσεις της; Η ΔΕΕΕΜ ΟΜΟΝΟΙΑ που όπως πιο πάνω προσπαθήσαμε να τεκμηριώσουμε έχει κάθε νόμιμο δικαίωμα και υποχρέωση να παρακολουθεί και να πιέζει για τη διαδικασία. Στην ημερίδα που το ΚΕΑΔ διοργάνωσε στα Τίρανα υπήρξε η ευκαιρία ώστε να καταγραφούν πιο ξεκάθαρα οι αξιώσεις της ΕΕΜ αλλά και άλλων μειονοτήτων επί του θέματος. Στη συνέχεια με πολλούς τρόπους ο πρόεδρος του ΚΕΑΔ προσπαθεί να γίνουν δημόσια γνωστές αυτές οι αξιώσεις και οι ενστάσεις. Η πολιτεία δείχνει να στρουθοκαμηλίζει εφόσον τόσο στις δημόσιες αυτές τοποθετήσεις αλλά και σε επιστολή του προέδρου της ΟΜΟΝΟΙΑΣ δεν έχει δώσει σημασία. Η πολιτεία αφού ενέδωσε ουσιαστικά στις πιέσεις διαφόρων εθνικιστικών κύκλων ούτως ώστε να κάνει όσο το δυνατό περίπλοκη το κομμάτι εκείνο του ερωτηματολογίου που αναφέρεται στις μειονότητες, δείχνει να θέλει απλώς να κάνει μια διαδικασία η οποία θα φέρει ένα αποτέλεσμα που θα αμφισβητείται. Μακάρι να διαψευστούμε, αλλά τα πράγματα δείχνουν να οδηγούνται μέσα από μια τεράστια αδιαφάνεια προς τα κει.
Την καμπάνια ευαισθητοποίησης για συμμετοχή ειδικά των μειονοτήτων την έχει αντικαταστήσει μια ξέφρενη προπαγάνδα προβολής των πλέον αναχρονιστικών εθνικιστικών αντιλήψεων που καλλιεργούν την ξενοφοβία και δη την ελληνοφοβία. Τη διαφανή διαβούλευση με γνήσιους εκπροσώπους της ΕΕΜ προσπαθούν να την υποκαταστήσουν με διαβουλεύσεις με κυβερνητικά όργανα όπως η Επιτροπή Μειονοτήτων ή την ύπαρξη στην Διυπουργική Επιτροπή Απογραφής υπουργού ελληνικής καταγωγής. Το λήμμα όπως προαναφέρθηκε είναι περιέργως διατυπωμένο. Η συγκρότηση των επιτροπών που θα εργαστούν στο τερέν για τη συλλογή των στοιχείων μάλλον θα προσπαθούν να αποκλείουν την συχνή διατύπωση Έλληνας. Όταν λέμε τούτο μην έχει υπόψη τους κανείς τα χωριά και τις επαρχίες που ζουν σε μεγάλες πλειοψηφίες ή σημαντικούς αριθμούς οι Έλληνες. Πρέπει λαμβάνοντας υπόψη την μέχρι σήμερα εμπειρία μας το επίπεδο δημοκρατίας της χώρας, ο νους μας να πάει στα μέρη όπου ζουν λίγοι και μεμονωμένοι Έλληνες. Γι’ αυτούς τι εγγυήσεις θα υπάρξουν; Βέβαια υπάρχουν τρόποι να ξεπεραστούν: θα έπρεπε το κράτος να διαβουλευτεί με την ΟΜΟΝΟΙΑ. Να την καλέσει να είναι συμμέτοχος στην προσπάθεια αναβάθμισης του ενδιαφέροντος των πολιτών για συμμετοχή. Θα πρέπει δεσμευτικά να συμπεριλάβει τοπικούς και δη ελληνικής καταγωγής πολίτες στις επιτροπές. Θα πρέπει να καταρτίσει ερωτηματολόγιο και στην Ελληνική γλώσσα. Θα πρέπει να αφήσει αντίτυπο στον οικογενειάρχη. Και άλλα. Θα πρέπει βέβαια να υπάρξει τέτοια διαφάνεια ούτως ώστε οι εκπρόσωποι της ΕΕΜ να αισθάνονται ασφαλείς κατά τη φάση επεξεργασίας των στοιχείων.
Όλα τούτα λείπουν εντελώς ή σε μεγάλο βαθμό απ’ την προγραμματισμένη διαδικασία. Ακούγεται ότι θα αναβληθεί λόγω άλλων προτεραιοτήτων στην πολιτική σκηνή της Αλβανίας. Αυτό δίνει ένα διάστημα να αναθεωρήσει η Αλβανική κυβέρνηση τις θέσεις και τη στάση της. Εν πάση περιπτώσει η ΟΜΟΝΟΙΑ θα πρέπει να μελετήσει όλους τους τρόπους, να βρει τις δυνάμεις και την νομική φόρμουλα να εφαρμόσει για δικός της λογαριασμό μια απογραφή. Θα της είναι χρήσιμο έστω και για να διασταυρώσει τα στοιχεία που θα κυκλοφορήσει το ΙΝΣΤΑΤ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου