Ραμίζ Αλία και Ενβέρ Χότζα σε μια κοινή βόλτα
Πέθανε τις προάλλες ο Ραμίζ Αλία, ο διάδοχος του Ενβέρ Χότζα και τελευταίος ηγέτης της κομμουνιστικής Αλβανίας. Πλήρης ημερών, 85 ετών, είχε έναν εύκολο θάνατο, διαφορετικά από τον προκάτοχό του, τον Ενβέρ Χότζα που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του πάλεψε κυριολεκτικά με τον θάνατο. Και όσο πιο πολύ ένιωθε να τον πλησιάζει ο θάνατος τόσο πιο πολύ έσπερνε τον θάνατο γύρω του. Να πίστευε, μάλλον, ασυνείδητα, ότι ο θάνατος των άλλων θα καθυστερούσε τον δικό του θάνατο; Ο Ραμίζ Αλία ήταν από τους λίγους ανθρώπους της «αυλής» που επέζησε της παράνοιας του τυράννου. Χάρη στην πανουργία του και την συμμαχία με την γυναίκα του Ενβέρ Χότζα, την Νετζμίε Χότζα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζώντας στην αιμοβόρα «αυλή» του τυράννου και ο ίδιος είχε τα χέρια του βουτηγμένα στο αίμα. Αλλιώς δεν θα τον επέλεγε ο τύραννος και η γυναίκα του ως διάδοχο. Πρώτη φορά συνάντησα από κοντά τον Ραμίζ Αλία το 1999. Στην Αθήνα. Είχε έρθει στο Πάντειο για να παραστεί στην υποστήριξη της διδακτορικής διατριβής μιας γνωστής μου και γνωστής του από την Αλβανία. Δεν ήξερα ότι θα βρισκόταν εκεί. Όταν τον είδα ένιωσα έκπληξη και δυσφορία μαζί. Μετά την πετυχημένη υποστήριξη ήμουν αναγκασμένος να ακολουθήσω την γνωστή μου και τους γονείς της στην καφετέρια δίπλα για το καθιερωμένο κέρασμα. Ο Ραμίζ Αλία φαίνεται πως κατάλαβε την δυσφορία μου και αφού μου συστήθηκε, μετά από λίγο, προσπάθησε να μου πιάσει κουβέντα και να κάνει χιούμορ, πράγμα που αύξανε ακόμα πιο πολύ την αμηχανία μου. Κάποια στιγμή, ενώ πίναμε καφέ, μου λέει ξαφνικά: «έχω την εντύπωση Γκαζμέντ ότι δεν χαρήκατε που με είδατε». Τα άλλα μέλη της παρέας πάγωσαν. Για να μην γίνω δυσάρεστος στην παρέα αποπειράθηκα στην αρχή να δώσω μια σύντομη, ουδέτερη, απάντηση. Αντί αυτού όμως, ανεξέλεγκτα σχεδόν, βγήκε από μέσα μου ολόκληρο κατεβατό. «Η αλήθεια είναι» απάντησα «ότι σας είχα δει για πρώτη φορά από κοντά τον χειμώνα του 1989, όταν είχατε έρθει να μας επισκεφτείτε στο Πανεπιστήμιο, στην πόλη της Σκόδρα. Ήμουν φοιτητής στο Τμήμα Βιοχημείας τότε γιατί έτσι αποφάσισε το Κόμμα σας, αν και εγώ δεν ήθελα να σπουδάσω βιοχημεία. Τότε εσείς μιλήσατε για τους εσωτερικούς εχθρούς του έθνους, το ένδοξο έργο του Ενβέρ Χότζα, τους ιμπεριαλιστές που θέλουν να φάνε την Αλβανία. Η αίθουσα ήταν γεμάτη από χαφιέδες που έγραφαν τα ονόματα όσων έλεγαν «αιρετικές απόψεις» και έτσι δεν κατάφερα να σας πω αυτό που σκεφτόμουν». Ο Ραμίζ Αλία άρχισε να χάνει σταδιακά το χαμόγελό του. «Και τι σκεφτόσουν;» ρώτησε. «Για να είμαι ειλικρινής σκεφτόμουν ότι εσείς και η κλίκα σας καταστρέψατε έναν ολόκληρο λαό. Ότι είστε εγκληματίες και έχετε τα χέρια σας βουτηγμένα στο αίμα». Είχα αρχίσει να φοβάμαι και ο ίδιος από την φόρα που είχα πάρει. Ο Ραμίζ Αλία είχε χάσει οριστικά το χαμόγελό του. Εγώ είχα χάσει οριστικά την ηρεμία μου. Οι γνωστοί μου είχαν χάσει οριστικά κάθε καλή σκέψη για μένα. Τους είχα καταστρέψει την γιορτή. «Τότε, τι περιμένετε, σκοτώστε μας!» είπε ο Ραμίζ Αλία, με μια ηρωική χειρονομία. «Μα εμείς δεν είμαστε σαν και σας» του απάντησα και ένιωσα τα χέρια μου να τρέμουν και να ιδρώνω συνάμα. Ίσως γιατί πραγματοποιούσα, σε εντελώς παράδοξες συνθήκες και ετεροχρονισμένα, ένα νεανικό μου απωθημένο: την εξέγερση ενάντια στην τυραννία που στοίχειωνε ακόμα και τα όνειρά μας. Σε λίγα λεπτά διαλυθήκαμε. Η γνωστή μου και οι γονείς της ήταν εξωφρενών μαζί μου και εννοείται ότι από εκείνη την ημέρα δεν έχουμε ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα. Ο Ραμίζ Αλία είχε πάρει ξανά το αυταρχικό και άκαμπτο του ύφος. Δεν χαμογελούσε, δεν έκανε χιούμορ. Είπαμε ένα γεμάτο αμηχανία “shëndet” («για» στα αλβανικά) και φύγαμε.
Πέρσι, στα πλαίσια μιας ιστορικής έρευνας που κάνω για την ζωή (και τους αμέτρητους φόνους) στην «αυλή» του Ενβέρ Χότζα, αναγκάστηκα να αναζητήσω ξανά τον Ραμίζ Αλία. Αυτή την φορά είχα ανάγκη να μου μιλήσει. Ήμουν αμήχανος και σχεδόν σίγουρος ότι θα μου κλείσει την πόρτα. Τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Ήταν κάπως ψυχρός και απόμακρος αλλά προσποιήθηκε ότι δεν με θυμόταν. Το μόνο που μου είπε ήταν ότι είχε διαβάσει κάποια άρθρα μου στον αλβανικό τύπο τα οποία του άρεσαν πολύ! Συναντηθήκαμε αυτή την φορά στο σπίτι του, λίγα μέτρα από την πρώην βίλλα του, ένα ψηλοτάβανο τριάρι στο κέντρο των Τιράνων, όπου ζούσε μόνος του. Ήταν φοβερά προσεχτικός σε όλες τις απαντήσεις του. Στο τέλος της συνέντευξης, προθυμοποιήθηκε να μου δείξει την ιδιαίτερη αγάπη του: την βιβλιοθήκη του. «Ξέρετε» μου λέει «πολλά βιβλία μου τα έκλεψαν τότε». Το «τότε» σήμαινε «τότε που έχασα την εξουσία». Άρχισε να μου αραδιάσει τα βιβλία που του είχαν κλέψει και διαπίστωσα ότι αυτά τα βιβλία τον καιρό που εκείνος κυβερνούσε ήταν απαγορευμένα στην Αλβανία. «Συγνώμη αλλά ξέρετε ότι «τότε» εάν έπιαναν κάποιον με ένα από αυτά τα βιβλία μπορεί να τον έβαζαν μέσα;». Έκανε σαν να μην άκουσε και συνέχισε να μου μιλά για βιβλία και εκδόσεις. Αυτό δυνάμωσε το πείσμα μου. «Αλήθεια γιατί ήταν απαγορευμένα αυτά τα βιβλία τότε;» επέμενα. Χαμογέλασε, με εκείνο το χαρακτηριστικό κυνικό του χαμόγελο. «Γιατί τα μυαλά των ανθρώπων δεν ήταν έτοιμα για αυτά τα βιβλία. Είναι σαν τον πατέρα που προστατεύει το παιδί του να μην πάθει κακό» απάντησε. Μετά από είκοσι χρόνια πτώσης του καθεστώτος υπερασπιζόταν ακόμα τις μεθόδους του. Χαιρετηθήκαμε και ενώ κατέβαινα τις σκάλες του σοβιετικού τύπου πολυκατοικίας του σκέφτηκα ότι όσα χρόνια και αν περνούν οι τύραννοι δεν μετανιώνουν ποτέ. Αν έπαιρναν ξανά την εξουσία θα έκαναν ακριβώς τα ίδια...
http://gazikapllani.blogspot.com/2011/10/o.html
Πέθανε τις προάλλες ο Ραμίζ Αλία, ο διάδοχος του Ενβέρ Χότζα και τελευταίος ηγέτης της κομμουνιστικής Αλβανίας. Πλήρης ημερών, 85 ετών, είχε έναν εύκολο θάνατο, διαφορετικά από τον προκάτοχό του, τον Ενβέρ Χότζα που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του πάλεψε κυριολεκτικά με τον θάνατο. Και όσο πιο πολύ ένιωθε να τον πλησιάζει ο θάνατος τόσο πιο πολύ έσπερνε τον θάνατο γύρω του. Να πίστευε, μάλλον, ασυνείδητα, ότι ο θάνατος των άλλων θα καθυστερούσε τον δικό του θάνατο; Ο Ραμίζ Αλία ήταν από τους λίγους ανθρώπους της «αυλής» που επέζησε της παράνοιας του τυράννου. Χάρη στην πανουργία του και την συμμαχία με την γυναίκα του Ενβέρ Χότζα, την Νετζμίε Χότζα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζώντας στην αιμοβόρα «αυλή» του τυράννου και ο ίδιος είχε τα χέρια του βουτηγμένα στο αίμα. Αλλιώς δεν θα τον επέλεγε ο τύραννος και η γυναίκα του ως διάδοχο. Πρώτη φορά συνάντησα από κοντά τον Ραμίζ Αλία το 1999. Στην Αθήνα. Είχε έρθει στο Πάντειο για να παραστεί στην υποστήριξη της διδακτορικής διατριβής μιας γνωστής μου και γνωστής του από την Αλβανία. Δεν ήξερα ότι θα βρισκόταν εκεί. Όταν τον είδα ένιωσα έκπληξη και δυσφορία μαζί. Μετά την πετυχημένη υποστήριξη ήμουν αναγκασμένος να ακολουθήσω την γνωστή μου και τους γονείς της στην καφετέρια δίπλα για το καθιερωμένο κέρασμα. Ο Ραμίζ Αλία φαίνεται πως κατάλαβε την δυσφορία μου και αφού μου συστήθηκε, μετά από λίγο, προσπάθησε να μου πιάσει κουβέντα και να κάνει χιούμορ, πράγμα που αύξανε ακόμα πιο πολύ την αμηχανία μου. Κάποια στιγμή, ενώ πίναμε καφέ, μου λέει ξαφνικά: «έχω την εντύπωση Γκαζμέντ ότι δεν χαρήκατε που με είδατε». Τα άλλα μέλη της παρέας πάγωσαν. Για να μην γίνω δυσάρεστος στην παρέα αποπειράθηκα στην αρχή να δώσω μια σύντομη, ουδέτερη, απάντηση. Αντί αυτού όμως, ανεξέλεγκτα σχεδόν, βγήκε από μέσα μου ολόκληρο κατεβατό. «Η αλήθεια είναι» απάντησα «ότι σας είχα δει για πρώτη φορά από κοντά τον χειμώνα του 1989, όταν είχατε έρθει να μας επισκεφτείτε στο Πανεπιστήμιο, στην πόλη της Σκόδρα. Ήμουν φοιτητής στο Τμήμα Βιοχημείας τότε γιατί έτσι αποφάσισε το Κόμμα σας, αν και εγώ δεν ήθελα να σπουδάσω βιοχημεία. Τότε εσείς μιλήσατε για τους εσωτερικούς εχθρούς του έθνους, το ένδοξο έργο του Ενβέρ Χότζα, τους ιμπεριαλιστές που θέλουν να φάνε την Αλβανία. Η αίθουσα ήταν γεμάτη από χαφιέδες που έγραφαν τα ονόματα όσων έλεγαν «αιρετικές απόψεις» και έτσι δεν κατάφερα να σας πω αυτό που σκεφτόμουν». Ο Ραμίζ Αλία άρχισε να χάνει σταδιακά το χαμόγελό του. «Και τι σκεφτόσουν;» ρώτησε. «Για να είμαι ειλικρινής σκεφτόμουν ότι εσείς και η κλίκα σας καταστρέψατε έναν ολόκληρο λαό. Ότι είστε εγκληματίες και έχετε τα χέρια σας βουτηγμένα στο αίμα». Είχα αρχίσει να φοβάμαι και ο ίδιος από την φόρα που είχα πάρει. Ο Ραμίζ Αλία είχε χάσει οριστικά το χαμόγελό του. Εγώ είχα χάσει οριστικά την ηρεμία μου. Οι γνωστοί μου είχαν χάσει οριστικά κάθε καλή σκέψη για μένα. Τους είχα καταστρέψει την γιορτή. «Τότε, τι περιμένετε, σκοτώστε μας!» είπε ο Ραμίζ Αλία, με μια ηρωική χειρονομία. «Μα εμείς δεν είμαστε σαν και σας» του απάντησα και ένιωσα τα χέρια μου να τρέμουν και να ιδρώνω συνάμα. Ίσως γιατί πραγματοποιούσα, σε εντελώς παράδοξες συνθήκες και ετεροχρονισμένα, ένα νεανικό μου απωθημένο: την εξέγερση ενάντια στην τυραννία που στοίχειωνε ακόμα και τα όνειρά μας. Σε λίγα λεπτά διαλυθήκαμε. Η γνωστή μου και οι γονείς της ήταν εξωφρενών μαζί μου και εννοείται ότι από εκείνη την ημέρα δεν έχουμε ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα. Ο Ραμίζ Αλία είχε πάρει ξανά το αυταρχικό και άκαμπτο του ύφος. Δεν χαμογελούσε, δεν έκανε χιούμορ. Είπαμε ένα γεμάτο αμηχανία “shëndet” («για» στα αλβανικά) και φύγαμε.
Πέρσι, στα πλαίσια μιας ιστορικής έρευνας που κάνω για την ζωή (και τους αμέτρητους φόνους) στην «αυλή» του Ενβέρ Χότζα, αναγκάστηκα να αναζητήσω ξανά τον Ραμίζ Αλία. Αυτή την φορά είχα ανάγκη να μου μιλήσει. Ήμουν αμήχανος και σχεδόν σίγουρος ότι θα μου κλείσει την πόρτα. Τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Ήταν κάπως ψυχρός και απόμακρος αλλά προσποιήθηκε ότι δεν με θυμόταν. Το μόνο που μου είπε ήταν ότι είχε διαβάσει κάποια άρθρα μου στον αλβανικό τύπο τα οποία του άρεσαν πολύ! Συναντηθήκαμε αυτή την φορά στο σπίτι του, λίγα μέτρα από την πρώην βίλλα του, ένα ψηλοτάβανο τριάρι στο κέντρο των Τιράνων, όπου ζούσε μόνος του. Ήταν φοβερά προσεχτικός σε όλες τις απαντήσεις του. Στο τέλος της συνέντευξης, προθυμοποιήθηκε να μου δείξει την ιδιαίτερη αγάπη του: την βιβλιοθήκη του. «Ξέρετε» μου λέει «πολλά βιβλία μου τα έκλεψαν τότε». Το «τότε» σήμαινε «τότε που έχασα την εξουσία». Άρχισε να μου αραδιάσει τα βιβλία που του είχαν κλέψει και διαπίστωσα ότι αυτά τα βιβλία τον καιρό που εκείνος κυβερνούσε ήταν απαγορευμένα στην Αλβανία. «Συγνώμη αλλά ξέρετε ότι «τότε» εάν έπιαναν κάποιον με ένα από αυτά τα βιβλία μπορεί να τον έβαζαν μέσα;». Έκανε σαν να μην άκουσε και συνέχισε να μου μιλά για βιβλία και εκδόσεις. Αυτό δυνάμωσε το πείσμα μου. «Αλήθεια γιατί ήταν απαγορευμένα αυτά τα βιβλία τότε;» επέμενα. Χαμογέλασε, με εκείνο το χαρακτηριστικό κυνικό του χαμόγελο. «Γιατί τα μυαλά των ανθρώπων δεν ήταν έτοιμα για αυτά τα βιβλία. Είναι σαν τον πατέρα που προστατεύει το παιδί του να μην πάθει κακό» απάντησε. Μετά από είκοσι χρόνια πτώσης του καθεστώτος υπερασπιζόταν ακόμα τις μεθόδους του. Χαιρετηθήκαμε και ενώ κατέβαινα τις σκάλες του σοβιετικού τύπου πολυκατοικίας του σκέφτηκα ότι όσα χρόνια και αν περνούν οι τύραννοι δεν μετανιώνουν ποτέ. Αν έπαιρναν ξανά την εξουσία θα έκαναν ακριβώς τα ίδια...
http://gazikapllani.blogspot.com/2011/10/o.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου