Οδηγία και για τη συλλογή δειγμάτων από αλεπούδες στην Ήπειρο
Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 25 χρόνια από την εμφάνιση του τελευταίου κρούσματος λύσσας στην Ελλάδα, για να κινητοποιηθούν ξανά οι αρμόδιες αρχές που σήμαναν συναγερμό τις τελευταίες ημέρες μετά τον εντοπισμό περιστατικού λύσσας σε αλεπούδες σε απόσταση 300 μέτρων από τη βόρεια συνοριακή γραμμή της χώρας με τα γειτονικά Σκόπια.
Στις αρχές του μήνα επιβεβαιώθηκε και εργαστηριακά η παρουσία λύσσας σε αλεπούδες που εξετάστηκαν και οι οποίες βρέθηκαν στην εν λόγω περιοχή. Η επιβεβαίωση αυτή σήμανε συναγερμό στις αρμόδιες αρχές και τις υπηρεσίες Κτηνιατρικής και Δημόσιας Υγείας της χώρας και προς τούτο πραγματοποιήθηκε έκτακτη σύσκεψη στη Θεσσαλονίκη όπου αποφασίστηκε η συλλογή 500 δειγμάτων από αλεπούδες από τις περιοχές της Μακεδονίας, της Δυτ. Μακεδονίας και της Ηπείρου και κυρίως από τις Περιφερειακές Ενότητες Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας που συνορεύουν με τη γειτονική Αλβανία.
Το έγγραφο της αρμόδιας διεύθυνσης του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης έφτασε στις 19 Δεκεμβρίου στις Διευθύνσεις Κτηνιατρικής των επίμαχων περιοχών και σε αυτό επισημαίνεται αφενός η αναγκαιότητα της συλλογής των δειγμάτων αυτών προκειμένου να γίνουν προληπτικοί έλεγχοι για τυχόν εντοπισμό τέτοιων κρουσμάτων στην Ελλάδα και αφετέρου γίνεται μία λεπτομερής αναφορά στα συμπτώματα της λύσσας σε άγρια ζώα, αλλά και σε οικόσιτα.
Παράλληλα, σχετικό έγγραφο έχει αποστείλει και ο γραμματέας Δημόσιας Υγείας Αντώνης Δημόπουλος που επισημαίνει, ότι η Ελλάδα έχει χαρακτηριστεί από το 1987 ως ελεύθερη λύσσας (Rabies free country). Λόγω όμως γειτνίασης με χώρες όπου η λύσσα υπάρχει με κύριους φορείς τα άγρια ζώα ή το σκύλο, επισημαίνεται η πρόσφατη επιβεβαίωση του σχετικού κρούσματος και ως εκ τούτου συνιστάται
ο εμβολιασμός των σκύλων, με απόλυτη προτεραιότητα τον εμβολιασμό των ποιμενικών σκύλων, κατά μήκος των συνόρων και σε βάθος 30 χιλιομέτρων με νεκρό εμβόλιο, προκειμένου να αποτραπεί η επανείσοδος του νοσήματος στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής ενδείξεις, η λύσσα δεν έχει εντοπιστεί σε άγρια ζώα της ελληνικής υπαίθρου, ωστόσο η ανησυχία είναι εύγλωττη, καθώς η Ελλάδα γειτνιάζει με χώρες όπου το πρόβλημα είναι υπαρκτό, όπως τα Σκόπια και η Αλβανία.
Η συλλογή των δειγμάτων
Θέμα ωστόσο φαίνεται να προκύπτει αναφορικά με τη συλλογή των δειγμάτων από 500 αλεπούδες, αφού τέτοια δυνατότητα δεν έχουν οι διευθύνσεις Κτηνιατρικής. Έτσι, αναμένεται να ζητηθεί από τις κατά τόπους Δασικές υπηρεσίες, τα Δασαρχεία δηλαδή, να κάνουν τη συλλογή των δειγμάτων, αξιοποιώντας τις γνώσεις τους για τους βιοτόπους των αλεπούδων και χρησιμοποιώντας κυνηγετικές μεθόδους για να συλλέξουν τον απαιτούμενο αριθμό δειγμάτων. Μέχρι στιγμής πάντως, δεν έχει ζητηθεί επισήμως από τα Δασαρχεία να προχωρήσουν στη διαδικασία της συλλογής δειγμάτων.
Το αντιλυσσικό εμβόλιο
Ο εμβολιασμός με νεκρό εμβόλιο δεν έχει απαγορευτεί στη χώρα μας, όμως έχει ατονήσει χαρακτηριστικά και όπως μας ανέφερε κτηνίατρος των Ιωαννίνων, είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρεθεί κάποιος που θα ζητήσει να κάνει το αντιλυσσικό εμβόλιο στα ζώα που έχει στην ιδιοκτησία του. Από την άλλη πάντως υπάρχει και ένα τεράστιο οικονομικό σκέλος πίσω από την υπόθεση, αφού ο αντιλυσσικός εμβολιασμός θεωρείται ιδιαίτερα κοστοβόρος. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι στον προϋπολογισμό της Δημοκρατίας των Σκοπίων η δαπάνη για την αντιμετώπιση της λύσσας, όχι μόνο με εμβολιασμούς αλλά και με δολώματα εμποτισμένα με αντιλυσσικό στέλεχος είναι κατά τι μεγαλύτερος από την προβλεπόμενη δαπάνη για τα δημόσια νοσοκομεία!
Πώς μεταδίδεται
Η λύσσα μεταδίδεται με την είσοδο του ιού στον ανθρώπινο οργανισμό μέσω ανοιχτών τραυμάτων, πληγών ή μέσω επαφής με τους βλεννογόνους, προκαλώντας συνδυασμό νευρολογικών συμπτωμάτων.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει περισσότερους από 30.000 θανάτους ετησίως από λύσσα. Όμως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών (πάνω από το 90%) εκδηλώνονται στην Ινδία.
Η λύσσα είναι ένα ιογενές λοιμώδες νόσημα. Οφείλεται σε ιό που ανήκει στην οικογένεια των Rabdoviridae και στο γένος Lyssavirrus με ένα μόνο είδος. Εντούτοις, παρατηρούνται ποικιλίες του ιού με σημαντικές αντιγονικές διαφορές μεταξύ του κλασικού στελέχους της λύσσας του σκύλου και στελεχών που απομονώθηκαν από διάφορα είδη άγριων ζώων, φυσικές αποθήκες του ιού στη φύση και από διάφορες γεωγραφικές περιοχές.
Γενικότερα στον κόσμο, στο βόρειο ημισφαίριο, αποθήκες του ιού της λύσσας είναι τα άγρια ζώα με προεξάρχουσα στην Ευρώπη την αλεπού και στη Β. Αμερική το ρακούν και την αλεπού. Αντίθετα, στο νότιο ημισφαίριο ως αποθήκη, αλλά και για τη μετάδοση της λύσσας, ενοχοποιείται κυρίως ο σκύλος. Θα πρέπει να τονιστεί ότι από τον ιό της λύσσας μπορεί να μολυνθούν όλα τα θερμόαιμα ζώα και, φυσικά, ο άνθρωπος.
Κύριος τρόπος μετάδοσης του ιού είναι αυτός που γίνεται με δάγκωμα από ένα ζώο που φέρει τον ιό της λύσσας στο σίελό του. Μεταξύ των πολύ ευαίσθητων στον ιό της λύσσας άγριων ζώων, η μετάδοση μπορεί να γίνει και με μολυσμένα από τον ιό σταγονίδια (αναπνευστική οδός), με κατανάλωση μολυσμένων ιστών και σπανιότερα με επαφή του ιού με τους βλεννογόνους (π.χ. επιπεφυκώς οφθαλμού).
Ο ιός είναι ευαίσθητος σε μια σειρά αντισηπτικών και είναι πολύ ευαίσθητος στην υπεριώδη ακτινοβολία (ήλιος). Σε πτώματα ζώων διατηρείται λιγότερο από 24 ώρες στους 20οC, ενώ διατηρείται για πολλές μέρες όταν οι ιστοί διατηρούνται σε ψύξη ή σε κατάξυψη.
Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ από την Ελευθερία
http://epirusonline.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=12785%3A2011-12-30-23-52-04&catid=36%3Atop-news
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου