Η ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΣΑΜΗΔΕΣ
Η Βόρειος Ήπειρος
«Η έκτασις της Ελλάδος θα πρέπει να καθορισθεί πρός Βορράν
δια γραμμής αρχομένης από τας εκβολάς του πατμού Βοϊούσα (Αώος)»
Ιωάννης Καποδίστριας 30-10-1828
Από τα ιστορικά αρχεία του Ι.Β.Ε.
Με τον όρο «Βόρειος Ήπειρος» είναι γνωστή σήμερα η περιοχή, που παρά την αναμφισβήτητη ελληνικότητα της και τους μακροχρόνιους ηρωικούς αγώνες της, παραμένει έξω από τα όρια του σημερινού ελληνικού κράτους.
Η Ήπειρος που ο Αριστοτέλης την ονομάζει «Η Ελλάς η αρχαία», απο τα πανάρχαια χρόνια ήταν ιστορικά, εθνολογικά και γεωγραφικά ενιαία και αδιαίρετη. Ο διαχωρισμός της σε Βόρειο και Νότιο, είναι καθαρά τεχνικό κατασκεύασμα της ξένης διπλωματίας, που έγινε στις αρχές του αιώνα μας, με την άδικη και συμφεροντολογική παραχώρηση του Βορείου τμήματος της στο νεοσύστατο τότε Αλβανικό κράτος.
Εθνολογικά η Βόρειος Ήπειρος ορίζεται μεταξύ του Γενούσου ποταμού και της σημερινής οροθετικής γραμμής Ελλάδος - Αλβανίας. Στον χώρο αυτό και στα νοτιότερα του, στους νομούς Αργυροκάστρου και Κορυτσάς, βρίσκεται ο κύριος όγκος του αλύτρωτου Ελληνισμού, που σήμερα αριθμεί περισσότερους από 400.000 κατοίκους.
Η Βόρειος Ήπειρος, ως τμήμα της μιας ενιαίας και αδιαίρετης Ηπείρου, ιστορικά ακολουθεί στις γενικές γραμμές την ιστορική μοίρα του Ελληνισμού, που της προσδίδει την εθνική της καταγωγή, και την πολιτιστική της φυσιογνωμία. Ιδιαίτερα ο χώρος της Βορείου Ηπείρου γνώρισε κατά καιρούς και περισσότερο από 4 χρόνια, όχι μόνο ελεύθερη Ελληνική Διοίκηση, αλλά και δική της, το 1914 (Αυτόνομη Βόρειος Ήπειρος
Όσο για τη ζωή της, ακτινοβολεί πνεύμα και ομορφιά Ελληνική. Όλα εκείνα τα στοιχεία που απαρτίζουν και συγκροτούν τη ζωή και της προσδίδουν τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της, είναι Ελληνικά. Τα ήθη και τα έθιμα του λαού της, οι θρύλοι και οι παραδόσεις, τα τραγούδια και οι χοροί, η λαική τέχνη και οι ενδυμασίες, η ψυχή και το φρόνημα, είναι όλα Ελληνικά και επισφραγίζουν την Ελληνικότητα των κατοίκων της.
Ειναι δε τόσες οι ομοιότητες των κατοικων της Ηπείρου που βρίσκονται κοντα στα σύνορα και στην ενδυμασία των γυναικών με το "φακιόλι " ,αλλά και στα τραγούδια με την διφωνία που έχουν, και το κλαρίνο...................
Μεγάλο πρόβλημα προέκυψε με τους Τσάμηδες.....
Το 1940 οι Τσάμηδες, ένας αλβανόφωνος μουσουλμανικός πληθυσμός συγκεντρωμένος κυρίως στη Θεσπρωτία και ιδιαίτερα στις περιφέρειες Ηγουμενίτσας, Μαργαριτίου, Φιλιατών και Παραμυθιάς, αριθμούσε κάπου 23.000 ως 24.000 ανθρώπους. Το 1951 είχαν απομείνει μόλις 127 αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι σε ολόκληρη τη χώρα. Τα επεισόδια που συνόδευσαν την επίσκεψη του κ. Κάρολου Παπούλια στην Αλβανία επανέφεραν στην επιφάνεια την ομάδα αυτή. H σιωπή που περιέβαλλε την ιστορία τους οφείλεται στα αιματηρά γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ως πρόσφατα οι Τσάμηδες εμφανίζονταν κυρίως στην τοπική ιστορία και στη λογοτεχνία, όπου, όπως είναι γνωστό, συχνά προηγούνται της «ιστορίας των ιστορικών» στα «δύσκολα» θέματα (βλ. π.χ. το εξαιρετικό Το ασημόχορτο ανθίζει του Βασίλη Γκουρογιάννη). H πρώτη -και μοναδική ως τώρα -ολοκληρωμένη και συστηματική μελέτη του θέματος δημοσιεύθηκε μόλις το 2004. Πρόκειται για το υποδειγματικό έργο της Ελευθερίας Μαντά που βασίζεται κυρίως σε πρωτογενείς πηγές (συμπεριλαμβανομένων ιταλικών και αλβανικών τεκμηρίων) και αποτελείται από τρεις χρονολογικές ενότητες: Μεσοπόλεμος, B΄ Παγκόσμιος πόλεμος - Κατοχή και μεταψυχροπολεμική εποχή. H μεγαλύτερη και πιο ευαίσθητη ενότητα αφορά την περίοδο της Κατοχής.
H δύσκολη συμβίωση
Οι Τσάμηδες ήταν ένας παραδοσιακός αγροτικός, συμπαγής και κλειστός πληθυσμός που για συγκυριακούς λόγους εξαιρέθηκε της ανταλλαγής του 1922. H συμβίωσή τους με το χριστιανικό στοιχείο της περιοχής υπήρξε εξαρχής προβληματική: η πολιτισμική διαφοροποίηση, οι κτηματικές διαφορές και η στάση του ελληνικού κράτους απέναντί τους, και ιδιαίτερα του μεταξικού καθεστώτος, ενίσχυσαν την καχυποψία τους και επέτρεψαν τη δράση εξτρεμιστικών αλυτρωτικών στοιχείων στην Αλβανία. Πάνω εκεί βασίστηκε και η Ιταλία για να θέσει τσαμικό θέμα και να δικαιολογήσει την εισβολή του 1940. Οπως είναι φυσικό, η εξέλιξη αυτή δυναμίτισε την ήδη τεταμένη κατάσταση στην περιοχή. Ενοπλοι Τσάμηδες συνόδευσαν τον ιταλικό στρατό κατά τη σύντομη προέλασή του στο ελληνικό έδαφος τον Νοέμβριο του 1940, ο τοπικός πληθυσμός υποδέχθηκε πανηγυρικά τους εισβολείς, ενώ σημειώθηκαν οι πρώτες λεηλασίες και επιθέσεις εναντίον χριστιανικών χωριών. H υποχώρηση των Ιταλών και η επιστροφή των ελλήνων κατοίκων έθεσε σε κίνηση μια δυναμική αντεκδικήσεων που κατέληξε στην εθνοκάθαρση των Τσάμηδων το 1944.
H ιταλική, αρχικά, και η γερμανική Κατοχή συνοδεύτηκαν από βία. Οι ηγέτες των Τσάμηδων συνεργάστηκαν με τις κατοχικές αρχές και συμμετείχαν σε διώξεις, καταστροφές, και μαζικές εκτελέσεις, η πιο γνωστή από τις οποίες υπήρξε η εκτέλεση 49 επιφανών κατοίκων της Παραμυθιάς τον Σεπτέμβριο 1943. Οι αντάρτες του ΕΔΕΣ, που κυριαρχούσαν στην περιοχή, προέβησαν μετά την αποχώρηση των Γερμανών σε ένα όργιο βίας, αδιάκριτων εκτελέσεων και λεηλασιών που κορυφώθηκαν με τη μαζική εκδίωξη των Τσάμηδων στην Αλβανία, τον Σεπτέμβριο του '44.
H περίπτωση αυτή αποτελεί αναμφίβολα εθνοκάθαρση. Το ερώτημα παραμένει αν υπήρξε αποτέλεσμα προμελετημένης κεντρικής απόφασης ή αν προήρθε από πράξεις αντεκδίκησης σε τοπικό επίπεδο. H Μαντά προκρίνει τη δεύτερη εκδοχή. Προσωπικά πιστεύω ότι η απόσταση ανάμεσα στις δύο εκδοχές είναι πολύ μικρή. Παρόλο που ο ΕΔΕΣ ήταν μια αποκεντρωμένη οργάνωση όπου, αντίθετα με το EAM, η κεντρική διοίκηση δύσκολα έλεγχε τους τοπικούς οπλαρχηγούς, τίποτε δεν δείχνει ότι η ηγεσία του είχε την παραμικρή (και πραγματική) διάθεση να τους συγκρατήσει. H πολιτική συγκυρία τον Σεπτέμβριο του 1944 επέτρεπε την «τελική λύση» του τσαμικού ζητήματος και, κατά τη γνώμη μου, ο ΕΔΕΣ δεν δίστασε να αδράξει την ευκαιρία.
Αντίθετα από τον ΕΔΕΣ, το EAM τήρησε μια περίεργη στάση σε σχέση με τους Τσάμηδες. Επιχείρησε επανειλημμένα ανοίγματα που βασίζονταν στον μάλλον πλασματικό διαχωρισμό «μιας δράκας προδοτών» από την πλειοψηφία του πληθυσμού -πλασματικό στον βαθμό που ο παραδοσιακός αυτός πληθυσμός ακολουθούσε τους ηγέτες του και έδειχνε μια προτίμηση προς την κατοχική διοίκηση ακόμη και όταν δεν συμμετείχε άμεσα σε πράξεις βίας. Για αυτόν τον λόγο η τακτική του EAM δεν έγινε κατανοητή ούτε από τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό ούτε από τα ίδια του τοπικά στελέχη που ανέφεραν στις εσωτερικές τους εκθέσεις τις οποίες παραθέτει η Μαντά ότι «η παμψηφία σχεδόν των αρβανιτάδων Τσάμηδων της περιοχής είχε ταχθή ανεπιφύλαχτα με το μέρος του κατακτητή και ωργάνωνε δολοφονικές επιδρομές ενάντια στα ελληνικά χωριά». Ο ΕΛΑΣ τελικά στρατολόγησε γύρω στους 300 ως 500 Τσάμηδες που συμμετείχαν στις εμφύλιες συγκρούσεις με τον ΕΔΕΣ τον Δεκέμβριο του '44. H επικράτηση του ΕΛΑΣ συνοδεύτηκε από την επιστροφή 3.000 ως 5.000 Τσάμηδων στη Θεσπρωτία. H τελική όμως έκβαση των Δεκεμβριανών οδήγησε σε νέες διώξεις από τους οπλαρχηγούς του ΕΔΕΣ και στην τελική εκδίωξή τους.
H τελική πράξη
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου το KKE στράφηκε για μία ακόμη φορά προς τους Τσάμηδες για να λύσει το πρόβλημα έμψυχου δυναμικού που αντιμετώπιζε. Τον Μάρτιο του 1949 κατέληξε σε συμφωνία με την αλβανική κυβέρνηση για την υποχρεωτική στρατολόγηση 2.000 Τσάμηδων η οποία ναυάγησε την τελευταία στιγμή, όταν οι ίδιοι οι Τσάμηδες αντέδρασαν και ο Εμβέρ Χότζα αποφάσισε να μην τους οπλίσει ως «αντιδραστικούς». H τελική πράξη του δράματος γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50 με σειρά νομοθετικών διαταγμάτων της ελληνικής κυβέρνησης που απαλλοτρίωσε τις περιουσίες τους και τις απέδωσε σε ντόπιους και έποικους.
Ιδεολογικές ερμηνείες
Είναι προφανές ότι η σημασία της περίπτωσης αυτής ξεπερνάει τα όρια της τοπικής ιστορίας. Αποτελεί, κατ' αρχάς, καθαρή και ενδεχομένως μοναδική για την κατοχική Ελλάδα περίπτωση ολοκληρωτικής εθνοκάθαρσης. Δεύτερον, δείχνει τα όρια των ιδεολογικών ερμηνειών στην Ιστορία. Οι Τσάμηδες δεν ήταν ούτε φασίστες ούτε ναζιστές ούτε κομμουνιστές· ήταν όμως διατεθειμένοι να συνεργαστούν με όποιον τους πρόσφερε τη δυνατότητα να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους. Τρίτον, υπογραμμίζει τη διαδικασία εργαλειοποίησης του δωσιλογισμού από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις και την αναντιστοιχία ανάμεσα στον λόγο και στην πράξη τους. Για τους κομουνιστές ο δωσιλογισμός υπήρξε ιδιαίτερα ελαστική έννοια σε σχέση με συγκεκριμένες ομάδες όπως οι Τσάμηδες ή οι σλαβόφωνοι κομιτατζήδες στους οποίους παρείχε τη δυνατότητα αναβάπτισης από προδότες σε πατριώτες. Γενικεύοντας και απλοποιώντας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αν για τη Δεξιά ο δωσιλογισμός ήταν συγχωρήσιμος, αρκεί οι φορείς του να ήταν Ελληνες, για την Αριστερά το συγχωροχάρτι ίσχυε μόνο για τους μη Ελληνες.
H περίπτωση των Τσάμηδων αναδεικνύει συγχρόνως και τις αντιφάσεις της στρατευμένης ιστοριογραφίας που επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα των αντιμαχόμενων παρατάξεων της δεκαετίας του '40 -τόσο της δεξιάς όσο και της αριστερής εκδοχής της. Για τη δεξιά μεταπολεμική ιστοριογραφία η εθνοκάθαρση και η αδιάκριτη βία κατά των Τσάμηδων υπήρξε ένα απόλυτα δικαιολογημένο μέτρο απέναντι σε μια ομάδα δωσίλογων και μειοδοτών. Μόνο ο αντικομμουνισμός μπορούσε να δικαιολογήσει, και άρα να συγχωρήσει, τη συνεργασία με τους κατακτητές. Το πρόβλημα της αριστερής μεταπολιτευτικής ιστοριογραφίας είναι ακριβώς το αντίθετο: ενώ καυτηριάζει τον δωσιλογισμό ως εσχάτη προδοσία που δικαιολογούσε βία αντίστοιχη με αυτή που υπέστησαν οι Τσάμηδες, αντιμετωπίζει τις αντίστοιχες πρακτικές των μειονοτήτων με αισθήματα κατανόησης και τάσεις συγκάλυψης, δείχνοντας έτσι πόσο επιλεκτική και άρα διάτρητη είναι η ηθικολογία της.
ΠΗΓΕΣ
ΙΔΡΥΜΑ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΑΝΤΑ
http://epirus-tv-news.blogspot.com/2012/02/blog-post_9190.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου