Η βροχή συνεχίστηκε μέχρι τις 7 η ώρα το πρωί. Ξημέρωσε μία θολή συννεφιασμένη ημέρα αλλά επιτέλους η βροχή είχε κοπάσει.
Τότε ακούσαμε βόμβο αεροπλάνων. Ήτο ένα ανιχνευτικό Ελληνικό. Μετά παρέλευσιν δευτερολέπτων άρχισε μπαράζ βαρέως πυροβολικού και δικού μας εχθρικού: προοίμιον επιθέσεως.
Κατά τις 7:45 π.μ. ο λοχαγός διέταξε να βγάλουμε ανιχνευτάς προς αναγνώρισιν εδάφους...
...Τότε προχωρήσαμε ο Νικολάου και εγώ με κάθε επιφύλαξη και προσοχή, δεδομένου ότι στα εκατό μέτρα βασίλευε πανδαιμόνιο από τις οβίδες. Χαλούσε ο κόσμος! Ήτο αδύνατον να προχωρήσουμε από τα διασταυρούμενα πυρά!
Ήτο η ώρα οκτώ παρά ένα λεπτό. Ο λοχαγός μας με το επιτελείο του ήτο πίσω μας, επάνω σε μία μεγάλη πέτρα. Καθώς ήτο ψηλός και λεβέντης εφάνταζε ωσάν Ολύμπιος Ζευς!
5 Δεκεμβρίου 1940, ώρα 8 το πρωί! Αριστερά μας, ψηλά στο ύψωμα ήτο το 12ο Σύνταγμα Πατρών και δεξιά μας προς Κακαβιά το 39ο Σύνταγμα Μεσολογγίου.
Οκτώ η ώρα ακριβώς ακούστηκε η βροντερή φωνή του λοχαγού: «Εφ’ όπλου λόγχη!» και ταυτοχρόνως είχε δοθεί η ίδια εντολή σε όλη τη γραμμή από κορυφής έως Κακαβιάς από το στρατηγείο.
Την ίδια στιγμή οι σαλπιγγταί έδιναν με τις σάλπιγγες το σύνθημα «προχωρείτε – προχωρείτε»!!! Ανατρίχιασα! Ανάμικτα συναισθήματα κυριαρχούσαν μέσα μου. Ενθουσιασμός, συγκίνηση κι αυτό το δυνατό συναίσθημα ότι υπερασπιζόμουν αυτήν την στιγμή ότι ιερότερο είχα: την τιμή και το δίκαιο της πατρίδας μου! Όλα αυτά με γέμισαν έναν αυθορμητισμό, που πιστεύω ότι όλοι μας έτσι σκεπτόμαστε: να ριχτούμε στη μάχη και να νικήσουμε με κάθε τρόπο τον εχθρό!
Οι αλαλαγμοί μας έφθαναν στον ουρανό. Κι έτσι μ’ αυτό το σύνθημα ξεκινήσαμε αλαλάζοντες συνθήματα ενθουσιώδη όπως: «Αέρα – αέρα! Στην θάλασσα τους Ιταλούς! Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω η Βόρειος Ήπειρος!» και προχωρούσαμε προς κατάληψη του χωριού.
Όταν φθάσαμε στα πρώτα σπίτια του χωριού Βουλιαράτες, απευθύνεται σε μένα αγριεμένος ο ανθυπολοχαγός Καρβέλης και μου λέει:
«Προχώρα στο κέντρο του χωριού και εγώ πάω δεξιά να πιάσω τα μεταγωγικά με κανόνια ορειβατικού πυροβολικού που είχαν κυκλώσει οι δικοί μας».
Ήτο η τελευταία στιγμή που είδα τον Καρβέλη. Χάθηκε τρέχοντας από τα μάτια μου, καθώς προχωρούσα προσεκτικά προς το κέντρο του χωριού εκτελώντας τη διαταγή του. Οι άνδρες είχαν μοιραστεί. Κάποιοι τον ακολούθησαν, άλλοι προχωρούσαμε μαζί ακροβολισμένοι, κοντά στα σπίτια, στον δρόμο του χωριού, προς τα εκεί που πιστεύαμε ότι θα βρούμε την πλατεία. Νοιώθαμε πίσω από τα παραθυρόφυλλα μάτια να μας παρακολουθούν... Ελπίζαμε ότι θα ήταν φιλικά... και τότε άρχιζαν να τερετίζουν τα μυδραλιοβόλα.
Όλμοι έπεφταν από παντού, εμείς προσπαθούσαμε να καλυφθούμε χωρίς να διαλυθούμε, να οχυρωθούμε κάπου και να απαντήσουμε στα πυρά. Με κοφτές διαταγές ένας λοχίας μας οδήγησε προς το ύψωμα Άγιος Αθανάσιος από τη μια πλαγιά του χωριού. Πυροβολούσαμε προς το σημείο που φαίνονταν τα εχθρικά πυρά. Κάποιοι από τους δικούς μας που είχαν προηγηθεί και βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του χωριού χωρίς να τους έχουν πάρει είδηση οι Ιταλοί, έκαναν αιφνιδιαστική έφοδο.
Το τι έγινε δεν περιγράφεται! Μπροστά στα μάτια μας καθώς ξεχυθήκαμε και εμείς με «Αέρα, Αέρα!», ξετυλίχθηκαν στιγμές ηρωισμού. Η μάχη προχωρούσε, εμείς προωθούμεθα για να ενωθούμε με τους υπολοίπους. Ένας δικός μας, τόσο μπαρουτοκαπνισμένος, ώστε δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του, είχε πιάσει κάποιους Ιταλούς αιχμαλώτους. Υπό την απειλή του όπλου του, οδηγούσε τρεις – τέσσερις φρατέλλους προς ένα δίπατο σπίτι. Ήσαν αξιοθρήνητοι. Με τα χέρια ψηλά έκλαιγαν και κάτι έλεγαν σιγανά. Σαν παρακάλια μου φάνηκαν. Όλα αυτά τα είδα και τα αντελήφθην με την άκρη των ματιών μου σε κλάσματα δευτερολέπτων. Συνέχισα να τρέχω μαζί με τους άλλους κρατώντας το όπλο μου στο χέρι στο ύψος του ποδιού μου.
Εκείνη τη στιγμή έκρηξη, λάμψη, πόνος, όλα μαζί και μετά σκοτάδι...
Όταν συνήλθα, ο πόνος μου τρύπαγε το μυαλό. Ήμουν μόνος, δεν ήξερα τι είχε γίνει στη μάχη και το πόδι μου αιμορραγούσε και πονούσε αβάσταχτα. Είχα παγώσει και με δυσκολία προσπάθησα να τραβήξω από το γυλιό μου κάτι από το κουτί πρώτων βοηθειών για να δέσω το πόδι μου. Βλέποντας το αίμα να τρέχει ένοιωσα στο στόμα μου μία λιγούρα, στα μάτια μου μία θολούρα, μία ζάλη... Μόνος εκεί, μέσα στη λάσπη στην παγωνιά, έκλαψα καθώς θυμώμουν τα λόγια του πατέρα μου για τις κακουχίες... Τότε άκουσα λίγο πιο πέρα βογγητά. Και συνειδοτοποίησα ότι η μάχη είχε σταματήσει, δεν ακούγονταν ούτε πυροβολισμοί, ούτε όλμοι, ούτε τίποτα. Αγωνία με κυρίευσε για την έκβαση της. Κοίταξα γύρω μου για το όπλο μου. Ήτο πιο πέρα διαλυμμένο. Ο όλμος το είχε διαλύσει πριν με κτυπήσει...
-Συνάδελφε, με ακούς; Άκουσα λίγο πιο κάτω μία φωνή. Τα χείλη μου ήταν ξερά, προσπάθησα να μιλήσω, μα η φωνή μου δεν έβγαινε.
-Ζεις ρε; Ξαναφώναξε πάλι.
-Ζω! Απάντησα με κόπο. Προσπάθησα να κουνηθώ λίγο αλλά ο πόνος μου έκοψε την ανάσα.
Άκουγα τον άλλον να έρχεται σκυφτά προς το μέρος μου βογγώντας σιγανά.
-Που κτύπησες εσύ; Τον ρώτησα χαμηλόφωνα.
- Στο χέρι. Εσύ;
- Στο πόδι!
Είχε πια πλησιάσει.
-Συνάδελφε! Αφού δεν μας φάγανε οι παλιομακαρονάδες, πάλι καλά!
Τον ρώτησα για τη μάχη. Δεν ήξερε κι αυτός σίγουρα.
-Μάλλον νικήσαμε, μου απάντησε, αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό.
Το χέρι του κρεμόταν και μία άσχημη πληγή φαινόταν μέσα από το σκισμένο και καμμένο του μανίκι. Τον βοήθησα να το δέσει, ώστε να σταματήσουμε την αιμορραγία. Τον έλεγαν Κώστα κι ήταν από ένα χωριό της Κορίνθου. Τότε, αφού δέσαμε το χέρι του όσο καλύτερα μπορούσαμε, σχίσαμε με την ξιφολόγχη του τη σκελέα μου. Το πόδι αιμορραγούσε συνεχώς. Έπρεπε να το δέσουμε. Από το γυλιό τραβήξαμε μία φανέλλα. Την κόψαμε στα δύο και δέσαμε το πόδι επάνω και κάτω από το γόνατο σφιχτά. Προσπάθησα να τεντώσω λίγο το πόδι μου κρατώντας το με το χέρι μου, μήπως έτσι αντιληφθώ το μέγεθος της... ζημιάς. Τότε ένοιωσα έναν πόνο οξύ, διαπεραστικό και ταυτοχρόνως, κάτι να πέφτει στη χούφτα μου...
Ήτο το βλήμα που με είχε κτυπήσει! Από μία παραξενιά της τύχης κρατούσα στο χέρι μου το γύρισμα της ζωής μου! Το έβαλα μ’ ένα μικρό, ίσως μοιρολατρικό χαμόγελο στον γυλιό μου... Ήθελα να το φυλάξω αυτό το βλήμα, που είχε απ’ ότι φαίνεται εξοστρακιστεί στο όπλο μου – το οποίον και διέλυσε – πριν με κτυπήσει, ως ενθύμιον αυτής της μάχης, ως παράσημο της δικής μου συνεισφοράς αίματος για την αγαπημένη μου πατρίδα και την ελευθερία της, για τα ιερά μου ιδανικά!
Το έφερα μαζί μου σαν γύρισα ζωντανός αργότερα και το έχω για να θυμάμαι τα γεγονότα αυτά, να το δείχνω στα παιδιά μου και τα εγγόνια μου και να τους διηγούμαι αυτή την ιστορία, όπως έφερε ο μακαρίτης ο πατέρας μου τα παράσημα του από τις νίκες που του θύμιζαν τις ηρωικές και συνάμα τραγικές στιγμές εκείνων των μαχών το 1912, 1913 έως και το 1917... Όστροβον, Σόροβιτς, Κορυτσά! Κιλκίς – Λαχανά, Κρέσνα – Τσουμαγιά! Δάκρυα κυλούσαν στα μάτια μου, συναισθανόμενος την συνέχεια, την αλυσίδα, την διάρκεια των υπέρ της Πίστεως και της Πατρίδος Αγώνων των Ελλήνων!
Ήτο η σειρά της δικής μου της γενιάς!!!
Τότε από το ύψωμα ακούσαμε ελληνικές φωνές και είδαμε δικούς μας στρατιώτες να προχωρούν παρατεταγμένοι προς το χωριό. Φωνάξαμε να μας βοηθήσουν, μα οι φωνές μας από την αιμορραγία, τον πόνο είχαν εξασθενήσει... Αλλά και από την φασαρία που έκαναν οι ίδιοι δεν ήτο δυνατόν να μας ακούσουν.
Τους βλέπαμε να απομακρύνονται και απογοητευθήκαμε!
-Μήπως σε κρατάνε τα πόδια σου να πας εσύ να τους φθάσεις; Ρώτησα τον συνάδελφο. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
- Δεν σ’αφήνω μόνο σου, μου είπε. Με συγκίνησε η αυταπάρνηση και η ευγένεια της ψυχής του! Δεν κοίταξε τον εαυτό του όπως ίσως θα έκαναν οι περισσότεροι... Έμεινε πίσω για μένα!
Ειλικρινώς, τα πιο ζεστά και βαθειά ανθρώπινα αισθήματα ευγνωμοσύνης κατέκλυσαν την ψυχήν μου! Τότε ο συνάδελφος Κώστας, έσκυψε και δείχνοντας μου την πλάτη του μου είπε:
-Ανέβα Μίμη στην πλάτη μου και κρατήσου καλά. Αν μείνουμε εδώ να περιμένουμε, θα παγώσουμε από το κρύο. Ας προσπαθήσουμε μόνοι μας να πάμε σε κάποιο σπίτι και μετά βλέπουμε...
Είχε δίκαιο. Με κόπο και πόνο και μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες κατόρθωσα να ανέβω στην πλάτη του. Το χέρι του πονούσε, το πόδι μου το ίδιο και είχαμε αρχίσει να μουδιάζουμε από το κρύο, αλλά τα καταφέραμε...
Η βροχή είχε ξαναρχίσει... Τα γκρίζα σύννεφα και η ομίχλη μας τριγύριζαν σαν σάβανο. Σαν μεθυσμένοι κατηφορήσαμε προς το χωριό... Το θέαμα για κάποιον τρίτο θα ήτο κωμικοτραγικό. Οι πόνοι μας γίνονταν αβάσταχτοι. Ο Κώστας είχε λαχανιάσει. Η αιμορραγία στο χέρι του, το βάρος μου και το κρύο τον είχαν εξουθενώσει... Το καταλάβαινα και η ευγνωμοσύνη μου για την πράξη του πλημμύριζε την ψυχή μου. Θα μπορούσε να με είχε αφήσει εκεί που με βρήκε... Ή να φύγει μόνος του και να προσπαθήσει να ειδοποιήσει για μένα... Ή... Πολλά τα «ή»... Όμως όχι!
Βρισκόμαστε κι οι δυο, ο ένας επάνω στον άλλον σ’ ένα λασπωμένο χωματόδρομο, ενός Βορειοηπειρωτικού χωριού, τραυματισμένοι, εξαντλημένοι, ανήμποροι πλέον μα όμως αλληλέγγυοι και Δόξα τω Θεώ, ζωντανοί! Η Μεγαλόχαρη μας είχε σκεπάσει και μας είχε σώσει.
Μπροστά μας υψωνόταν ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι με πολλά παράθυρα από την πλευρά του δρόμου και μία τεράστια ξύλινη αυλόπορτα. Κτυπήσαμε δυνατά και κροταλίσαμε το σιδερένιο ζεμπερέκι. Σε λίγο ακούστηκαν βήματα στην εσωτερική αυλή και σύρτες να τραβιούνται. Η πόρτα μισάνοιξε, ένα κεφάλι πρόβαλε λίγο διστακτικά πίσω από το πορτόφυλλο και αμέσως, ω του θαύματος, η πόρτα άνοιξε!
Μία ψηλή, γεροδεμένη αρχοντογυναίκα στεκόταν στην είσοδο. Μας κοίταξε καλά και σταδιακά πέρασαν από το πρόσωπο της διάφορες εκφράσεις. Συγκινημένη γονάτισε επάνω στις λασπωμένες πέτρες της αυλής κι έσκυψε το αρχοντικό της μαντηλοφορεμένο κεφάλι και φίλησε τα πόδια μας.
- Μα τι κάνετε εκεί; Ρωτήσαμε με όση φωνή μας είχε απομείνει μ’ ένα στόμα κι οι δυο.
- Είχα ορκιστεί να φιλήσω τα πόδια των ελευθερωτών μας! Τα πόδια των πρώτων Ελλήνων στρατιωτών που θα έφθαναν στο χωριό μας, στο σπιτικό μας ελευθερωτές!
Τα μάτια μας έσταζαν δάκρυα. Τέτοια υποδοχή δεν τη φανταζόμαστε. Δάκρυα κυλούσαν κι από τα δικά της μάτια... Σηκώθηκε, άνοιξε διάπλατα την πόρτα της κι άπλωσε τα χέρια της σε μια κίνηση, σε μια αγκαλιά να περάσουμε.
- Περάστε παλληκάρια μας! Περάστε αδέρφια μας! Περάστε ελευθερωτές μας!
Τότε κατάλαβε το πόσο τραυματισμένοι είμαστε. Έβαλε μια φωνή και μας βοήθησε να φθάσουμε στη σκάλα. Εκεί έγειρε ο Κώστας και με ακούμπησε όσο πιο σιγά μπορούσε στα σκαλοπάτια. Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και σωριάστηκε πλάι μου ξέπνοος από την τόση υπεράνθρωπη προσπάθεια που είχε καταβάλει!
Για πότε γέμισε η σκάλα, η αυλή φωνές και πρόσωπα δεν καταλάβαμε. Σαν να σήμανε συναγερμός! Μας ελευθέρωσαν από τους γυλιούς, τις μουσκεμένες χλαίνες, τα κράνη και τα αμπέχωνα...
Σε λίγο ο ψυχογυιός της αρχόντισσας έκοβε μ’ ένα ψαλίδι το παντελόνι μου. Η εικόνα που παρουσίαζε το πόδι μου με άφησε άφωνο. Ήτο καταμέλανο κι αιμορραγούσε σε πολλά σημεία. Αλλά το κυρίως τραύμα ήτο στο γόνατο. Το κοίταζα κι έκανα το σταυρό μου... «Παναγία μου! Άγιε μου Γεράσιμε κι Άγιε μου Βλάση!» ψιθύρισα. Θα ξαναπερπατήσω; Θα μείνω κουτσός ή μήπως και μου κόψουν το ποδι; Οι σκέψεις θόλωσαν το μυαλό μου. Ανησύχησα πολύ για το πόδι μου. Μα οι περιποιήσεις και η αγάπη με την οποία μας περιέβαλαν αυτοί οι άνθρωποι μας έκαναν τόση εντύπωση.
Σε λίγο μας έπλυναν με ζεστό νερό, μας έδωσαν καθαρά ρούχα να φορέσουμε και μας έβαλαν σε κρεβάτια να αναπαυθούμε και να κοιμηθούμε. Τα λευκά σσεντόνια έτριζαν από καθαριότητα, κολλαρισμένα και μοσχοβολούσαν λεβάντα. Μας σκέπασαν με υφαντές κουβέρτες. Το πόδι μου το είχαν τυλίξει με επιδέσμους και ένα αφέψημα που μου είχαν δώσει είχε λιγοστέψει τους πόνους μου.
Ο Νικολιός ο παραγυιός είχε πάει στην πλατεία να ειδοποιήσει τον στρατό για μας. Το τι γινόταν στην πλατεία, μας είπε όταν γύρισε, χαλασμός! Γλέντι τρικούβερτο! Οι χωριανοί πανηγύριζαν την ελευθερία τους! Μα και στο σπίτι του νοικοκύρη Γιάννη Ζιόγκα που ήτο στην Αμερική και είμαστε φιλοξενούμενοι του καθώς μας είπαν, έγινε μεγάλο γλέντι! Αργότερα μας έφεραν να φάμε. Ω Θεέ μου μεγαλεία! Από μία μεγάλη πορσελάνινη σουπιέρα μας σέρβιραν αχνιστή κοτόσουπα με τραχανά, αυγοκομμένη! Με λεμόνι και πιπεράκι! Τρώγοντας κάναμε κι εμείς γλέντι! Νηστικοί, πεινασμένοι, κακοπαθημένοι, μας φάνηκε ότι δεν είχαμε ξαναφάει πιο νόστιμη σούπα! Αλολούθησε ο μεζές... πανδεσία! Ούτε στα πλουσιότερα ανάκτορα, ούτε τα πολυτελέστερα εδέσματα δεν θα μας έκαναν τόση ευχαρίστηση κι εντύπωση!
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη φιλοξενία τους, την αγάπη τους, την προσφορα τους, τον Ελληνισμό τους! Ας είναι καλά όσοι απ’ αυτούς τους ανθρώπους ζούνε, κι ο Κύριος ας αναπαύει τις ψυχές των κεκοιμημένων... που μας άνοιξαν το σπίτι τους και την καρδιά τους.
Η οικοδέσποινα έδωσε το πρόσταγμα να μας αφήσουν να κοιμηθούμε. Πριν φύγει μας έδωσε πάλι το αφέψημα και πράγματι κοιμηθήκαμε βαριά σαν μολύβι! Ήτο η κούραση, ήτο η αϋπνία τόσων ημερών, το αίμα που είχα χάσει, ο πόνος που με κατέβαλε, η συγκίνηση; Δεν ξέρω... Κοιμήθηκα σαν μωρό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου