Ομιλία του Λ. Παππά σε εκδήλωση της «Ομόνοιας» και του Συλλόγου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων, το 2005 στους Αγίους Σαράντα
Η πλατεία του Αλύκου. Το 1998
ονομάστηκε Πλατεία Κύπρου
|
« … κε να χτυπάνε πένθιμα κάθε χωριού καμπάνα,
κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί τους και όλη γη...
ποτέ δε θα πεθάνουνε όσοι πεθάναν σήμερα
και τι σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα…»
Κυπριακό Τραγούδι
Αγαπητοί κύριοι!
Δεν ξέρω γιατί ο Ζαφειράτης επέμενε να κάνω εγώ αυτή την εισήγηση, γιατί ούτε κλίση έχω στο να φιλολογώ, άλλα ούτε και η επιστημονική μου κατάρτιση με βοηθάει καθώς, προέρχομαι από θετικές επιστήμες. Δέχτηκα τελικά να παρουσιάσω το θέμα, γιατί τις συγκλονιστικές στιγμές του 1990 τις έζησα στιγμή - στιγμή αλλά και γιατί ο Αηδώνης, ο νεότερος από τα τέσσερα παιδιά που άφησαν την τελευταία πνοή τους στα έλληνο-αλβανικά σύνορα στο Τσιφλίκι, ήταν συμμαθητής μου.
Αποφάσισα λοιπόν στο να σταθώ κυρίως στην περιγραφή των γεγονότων, γιατί μόνο έτσι δικαιολογούμε να ομιλώ σε ένα ακροατήριο όπου ψήθηκε μέσα στην δικτατορία, ενώ εγώ μόλις που πρόλαβα να τι δω.
Αλύκο 11 Δεκεμβρίου 1990. Ήταν το διάλλειμα της δεύτερης ώρας του σχολείου όταν μάθαμε ότι 4 παιδιά από το Αλύκου τα σκότωσαν στα σύνορα. Πριν να χτυπήσει το κουδούνι για την τρίτη ώρα όλοι οι μαθητές βρεθήκαμε στην πλατεία του χωριού. Όσο περνούσε η ώρα μαζεύονταν πολύς κόσμος και από τα γύρο χωριά. Πιο απερίγραπτο, πιο σαστισμένο πλήθος, ούτε είδα ούτε πιστεύω ότι θα δω στη ζωή μου. Δεν θυμάμαι καθόλου τις κουβέντες, τις κραυγές και τις κατάρες που ακούγονταν. Θυμάμαι όμως πολύ καλά τις εκφράσεις των ανθρώπων αυτών και τις βλέπω ακόμα μπροστά μου.
Κατά το μεσημέρι χωρίς να γίνει κάποια συνεννόηση η να παρθεί κάποια απόφαση, οι τραγικοί γονείς μαζί με μια ομάδα ανθρώπων ξεκίνησαν με τα πόδια προς την κατεύθυνση των συνόρων, στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλοι. Το Τσιφλίκι απέχει από το χωρίο περίπου δέκα ώρες με τα πόδια.
Στο δημόσιο δρόμο κάτω από το Μαραφέντι, στήσαμε μπλόκο. Σταματούσαμε κάθε αυτοκίνητο που περνούσε και το καταλαμβάναμε. Όσοι οδηγοί δεν δέχονταν να έρθουν μαζί μας, το αυτοκίνητο το οδηγούσαν δικά μας παιδιά, αφού πρώτα γεμίζαμε την καρότσα με πέτρες για τι συμπλοκή που θα ακολουθούσε.
Η συνοριοφύλακες φοβούμενη την ανεξέλεγκτη κατάσταση, με ένα μαινόμενο πλήθος να φτάνει σ’αυτούς, αποφάσισαν αντί να μας περιμένουν στα σύνορα, να φέρουν τα άψυχα παιδιά στα ενδότερα. Μετά τη Λιβαδειά κοντά στο Μπουγάζι, αντικρίσαμε το αυτοκίνητο που έφερε στην καρότσα τα τέσσερα πτώματα τυλιγμένα σε στρατιωτικές κουβέρτες. Ο οδηγός τους φοβούμενος το λιντσάρισμα, παράτησε το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου και έτρεξε στην αντίθετη κατεύθυνση. Ίσως αυτές να ήταν και οι οδηγίες που είχε. Τις σκηνές που ακολούθησαν μπορείτε να τις φανταστείτε.
Υπήρχε ένα δίλημμα, αν θα έπρεπε να συνεχίσουμε την πορεία προς τα σύνορα, η να συμπαρασταθούμε στους γονείς που ήθελαν να επιστρέψουν στα σπίτια, για να τιμήσουν τα νεκρά τους παιδιά . Τελικά αποφασίσαμε να κάνουμε το δεύτερο. Αν η πορεία προς τα σύνορα ήταν τρελή και δύσκολη, η επιστροφή ήταν βουβή και οδυνηρή. Αισθανόμασταν ότι κάτι αφήσαμε στη μέση. Φάνηκε πολύ αυτό όταν φτάσαμε στο Μαραφέντι, όπου οι πιο πολλοί δεν ήθελαν να πάρουν την στροφή για το Αλύκο αλλά να συνεχίσουν την πορεία προς τους Αγίους Σαράντα, καταστρέφοντας στο δρόμο καθετί που συμβόλιζε την κομουνιστική δικτατορία. Τελικά μετά και την επιμονή των γονιών επιστρέψαμε στο χωρίο.
Την άλλη μέρα στις 12 του Δεκέμβρη του 90 συνέβη κάτι το πρωτοφανές. Περίπου 2.000 άνθρωποι από το Αλύκο και τα γύρο χωριά βρέθηκαν στην πλατεία του Αλύκου, κρατώντας στους ώμους τον Θύμιο, το Θανάση και τον Αηδόνη. Δεν γράφτηκε κάποιο τραγούδι για αυτή τη μέρα ταιριάζει όμως απόλυτα ένα κυπριακό τραγούδι που λέει μεταξύ άλλων « … κε να χτυπάνε πένθιμα κάθε χωριού καμπάνα, κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί τους και όλη γη…». Τραγικές φιγούρες εκείνη τη μέρα δεν ήταν μόνο οι φυσικές μανάδες των τεσσάρων παιδιών, αλλά πολλές μανάδες του Βούρκου, των Ριζών, της Δρόπολης, της Χειμάρρας και άλλων περιοχών, Κουβαλούσαμε λοιπόν στα τρία φέρετρα όχι μόνο τα τρία παιδιά από το Αλύκο αλλά όλα τα αδικοσκοτωμενα παιδιά αυτής της βάρβαρης δικτατορίας, το Βαγγέλη Μήτρο από τη Γέρμα , Το Γραβάνη από το Βαγκαλιάτι, τον Παπουτσή από τη Μάλτσανη, το Μπόρο από το Τσαούση το Σκευης από Μεσοπόταμο κ.α.
Στα 45 χρόνια της δικτατορίας υπήρχαν πολλοί αντιφρονούντες, μίλησε άλλωστε για αυτό ο κ. Τσάκας. Ήταν όμως η πρώτη μαζική αντίδραση κατά του καθεστώτος σε όλη την Αλβανία. Είχαν προηγηθεί βέβαια οι καταλείψεις των ξένων πρεσβειών στα Τίρανα και η εξέγερση των φοιτητών. Δεν ήταν όμως το ίδιο. Όχι ως προς την ποσότητα και την έκταση, αλλά προς το περιεχόμενο. Η πρώτοι πήγαν με τη σκέψη να απομακρυνθούν από τη χώρα και όπου φύγει – φύγει. Οι δεύτεροι αναγνωρίζοντας την κυβέρνηση, είχαν 5-6 συγκεκριμένα αιτήματα. Όπως ελεύθερα πανεπιστήμια, να αλλάξει το όνομα του Πανεπιστημίου, να συναντηθούν με τον Αλία κλπ. Εμείς δεν ζητούσαμε κάτι από τους δολοφόνους, ο τελικός μας προορισμός ήταν να κάψουμε τα κεντρικά γραφεία του κόμματους στους Αγίους Σαράντα, και να ευαισθητοποιήσουμε την κοινή γνώμη για την πτώση της δικτατορίας.
Η πορεία από το Αλύκο προς τους Αγ. Σαράντα ήταν συγκλονιστική. Σε κάθε χωριό που περνούσαμε εκτός των άλλων συνθημάτων που ακούγονταν, τους καλούσαμε να ενωθούν μαζί μας με το σύνθημα π.χ. «Μετόχι, Μετόχι, ενώσου με το Αλύκο». Σε κάθε χωριό οι ίδιες σκηνές. Γυναίκες, άνδρες και νέοι άνθρωποι εντάσσονταν στην πορεία μας. Κάποιοι γονείς όμως πιο συγκρατημένοι ή διστακτικοί ούρλιαζαν προσπαθώντας να συγκρατήσουν τα παιδιά τους, θεωρώντας ότι τα χάνουν. Ίσως να ακούγονται υπερβολικά όλα αυτά. Μερικές φορές σκέπτομαι ότι θα τα λέω στα παιδιά μου και δεν θα με πιστεύουν. Επιτρέψτε όμως με δύο λόγια να εξηγήσω σε αυτούς που δεν έζησαν αυτή τη δικτατορία, ότι ήμασταν άνθρωποι που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε ένα σύστημα χωρίς να έχουμε καθόλου παραστάσεις του υπόλοιπου ελεύθερου κόσμου. Σε ένα σύστημα που προσπάθησε να αντικαταστήσει το θεό με το κόμμα, το «δόξα το θεό» με το να «ζήσει το κόμμα», τις θρησκευτικές εορτές με τις επετείους του κόμματους και του Ενβερ Χότζα. Θυμάμαι τους καθηγητές από τους Αγίους Σαράντα που δίδασκαν στη μεσαία σχολή του Αλύκου, όταν άκουγαν το σύνθημα «Αλία είσαι δολοφόνος» βούλωναν τα αυτιά τους για να μην ακούν.
Το καθεστώς ίσως δεν ήταν και στα πάνω του, μετά τις διαδοχικές πτώσεις των υπολοίπων καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ, αλλά στην Αλβανία κρατούσε καλά ακόμα. Οι εντολές τους ήταν απόλυτες, σε καμία περίπτωση η διαδηλωτές να μην μπουν στην πόλη. Το στενό της Γκιάστας ήταν το ιδανικότερο σημείο να μας σταματήσουν. Το μπλόκο αποτελούνταν από στρατό, αστυνομία και πολίτες - ζηλωτές του καθεστώτος. Ως έσχατη λύση είχαν τοποθετήσει τανκ πιο πίσω, μπροστά στον ηλεκτρικό υποσταθμό. 500 μέτρα πριν από το μπλόκο ο τότε βουλευτής του συστήματος ελληνικής καταγωγής, Κώστας Καλόγερος μας καλούσε με ντουντούκα - στα ελληνικά παρακαλώ - να επιστρέψουμε πίσω για να μην χυθεί αίμα αδερφικό. Όχι μόνο δεν σταματήσαμε, αλλά μια ομάδα έτρεξε να τον συλλάβουν.
Η εμπροσθοφυλακή τους ήταν στρατιώτες με κοντάρια ξύλινα. Όταν φτάσαμε κοντά τους, τα έχασαν με τη θέα των ακάλυπτων φέρετρων μας,. Ενώ οι αξιωματικοί τους ούρλιαζαν με ντουντούκες να μας επιτεθούν, κανένας δεν δίσταζε να σηκώσει χέρι. Οι αστυνομικοί βλέποντας ότι τους βάλαμε μπροστά άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα. Ακολούθησε μια μάχη με πετροπόλεμο γύρο στα 40 λεπτά. Όταν είδαν ότι κερδίζαμε έδαφος, άρχισαν να πυροβολούν πάνω μας με πραγματικά πυρά. Τότε τραυματίστηκε σοβαρά ο Δημήτρης Μάνος. Ακολούθησε ένας πανικός, υποχωρήσαμε,… όχι με την αίσθηση του ηττημένου, αλλά του νικητή. Το ξέραμε ότι δεν θα ρίχναμε το καθεστώς εκείνη την ημέρα, αλλά ήταν μια καλή αρχή.
Η 12 Δεκεμβρίου γράφτηκε στην ιστορία, ήταν μια σημαντική μέρα όχι μόνο για τον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό, αλλά για όλη την Αλβανία.
Από τότε που οι ισχυροί της γης αποφάσισαν αυτό το κομμάτι το ελληνισμού να ενταχθεί στην Αλβανική επικράτεια, όχι μόνο δεν αποτέλεσε πρόβλημα για το Αλβανικό κράτος, αλλά είμαστε το πιο νομοταγή και δημιουργικό κομμάτι του. Την ανάλογη αντιμετώπιση ζητάμε σήμερα από το αλβανικό κράτος. Το κράτος αυτό δεν ανήκει στο Αλβανικό έθνος, αλλά σε όλους τους πολίτες του. Χθες Παγκόσμια ημέρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπό την αιγίδα του ΚΕΑΔ πραγματοποιήθηκε συνάντηση στα Τίρανα όλων των μειονοτήτων. Όλες οι μειονότητες στην Αλβανία, Έλληνες, Βλάχοι, Σέρβοι, Μαυροβούνιου, Σκοπιανή, Τσιγγάνοι και άλλοι, είναι πάνω από 1 εκατομμύριο δηλαδή το 1/4 του πληθυσμού της χώρας. Πολλοί Αλβανοί ενοχλούνται ή τρομάζουν στο άκουσμα αυτού του αριθμό. Ενοχλούμε πολύ ως πολίτης όταν βλέπω πολλούς δικούς μας ανθρώπους σε δημόσιες υπηρεσίες που αποφεύγουν ή φοβούνται να μιλήσουν ελληνικά. Με ενοχλεί που υπάρχει αυτός ο φόβος, ενοχλούμε περισσότερο όμως και από τους δικούς μας ανθρώπους που δεν τολμούν. Όχι όλοι βέβαια, χαίρομε πολύ όταν μιλάω στον υπουργό μας τον κ. Μπάρκα, όπου και να βρίσκεται, πάντα μου μιλάει ελληνικά.
Χθες ο κ. Ντούλες στον επίλογο της ομιλίας του, είπε κάτι πολύ ωραίο, « ας τολμήσουμε για περισσότερο δημοκρατία, ας τολμήσουμε για περισσότερο ελευθερία».
Πράγματι το είπε και ο Ανδρέας Κάλβος
«Η ελευθερία, θέλει αρετή και τόλμη».!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου