Μέσα από τα δημοτικά τραγούδια ο λαός της Βορείου Ηπείρου αναπαριστάνει πιστά τις χαρές και τις λύπες του, τους πόθους και τις αγωνίες του, τη φιλοπατρία του, τα φαρμάκια της ξενιτιάς, την ευγνωμοσύνη του σε γενναία παλικάρια που τον δόξασαν με την παλικαριά τους, την αγάπη τους για τη φύση και τη ζωή στο ύπαιθρο, την αγάπη για τη δουλειά και τη προσήλωση σε αγαπητά και ποθητά πρόσωπα. Διακρίνονται για τα γνήσια ανόθευτα συναισθήματα που εκφράζουν καθώς και για τον έντονο και ζωηρό εθνικό, ελληνικό παλμό τους. Τα χαρακτηρίζει μια λεπτή ποιητική διάθεση κι ένα ήθος γνήσιο και μεγαλοπρεπές. Ο στίχος και ο ρυθμός τούτων των τραγουδιών είναι στα περισσότερα δεκαπεντασύλλαβος, που από πολλούς θεωρείται σαν ο μακρινός απόγονος του Ομηρικού στίχου.
Η βόρειος Ήπειρος πολιτισμικά αποτελεί με την υπόλοιπη Ήπειρο ενότητα, γιατί από εθνολογική άποψη είναι κομμάτι του ελληνισμού. Αυτή την ενότητα κράτησαν οι βορειοηπειρώτες και δεν σεβάστηκαν οι εκάστοτε εξουσίες. Η γλώσσα και η συνείδηση είναι απόδειξη αυτού. Η μουσική παράδοση είναι δεμένη και ταυτόσημη με την Ηπειρωτική παράδοση. Η ιστορική πορεία της Βορείου Ηπείρου ως το 1931 δεν μπορεί να ξεχωριστεί από την ιστορία της υπόλοιπης Ηπείρου, που στο σύνολό της αποτελεί υφάδι με τοπικούς χρωματισμούς στη στημόνι της ελληνικής ιστορίας.
Το τραγούδι και ο χορός σφιχτόδεναν τους ανθρώπους ψυχικά και αδελφικά. Παλιότερα το τραγούδι γινόταν με το στόμα και ο χορός τραγουδιστός. Οι ζυγιές ή κομπανίες ή τα βιολιά ή τα λαλούμενα, όπως λεγόντουσαν, πρωτοπαρουσιάστηκαν τον 18ο αιώνα.
Στο χορό κρατιόνταν κυκλικά χέρι με χέρι ή με τα μαντίλια τους. Οι άντρες πήγαιναν μπροστά, αραδιασμένοι κατά ηλικία και ακολουθούσαν οι γυναίκες.
Οι χοροί στα χωριά της βορείου Ηπείρου συνήθως είναι “Στα Δύο”, “Στα Τρία”, “Πωγωνίσιος” και “Συρτός”. Άλλα τραγούδια είναι τα “καθιστά της τάβλας” γιατί τραγουδιούνται όντας οι τραγουδιστέ καθισμένοι γύρω από το τραπέζι κι άλλα είναι “χορευτικά” γιατί τραγουδιούνται στο χορό.
Το τραγούδι που τραγουδούσαν οι βορειοηπειρώτες ήταν μια σύνθεση από πολλές φωνές ή αργότερα από πολλά μουσικά όργανα. Έτσι, η συνήχηση αυτή δημιούργησε μια πολυφωνία, γιαυτό και τα βορειοηπειρώτικα τραγούδια λέγονται “πολυφωνικά”. Για να αχήσει βροντερά και δυνατά το τραγούδι η παρέα των τραγουδιστών αποτελούταν από 4 μέχρι 10 τραγουδιστές. Ο πρώτος (κορυφαίος) του τραγουδιού τραγουδάει την καθ´ αυτού μελωδία, δηλαδή αρχινάει, “παίρει” το τραγούδι, γι’ αυτό και έχει το όνομα του “πάρτη” ή του “συκωτή”. Σ’ αυτόν απαντά ο δεύτερος που “γυρίζει” ή “τσακίζει” το τραγούδι, ήτοι που κάνει τη μελωδική επανάληψη του τραγουδιού και λέγεται “γυριστής” ή “τσακιστής”. Ο τσακιστής με μια ιδιόμορφη φωνή κλώθει γύρω από τη μελωδία διάφορα μελίσματα. Τη τονική της μελωδίας, δηλαδή το βαθμό του ύψους ή της έντασης του ήχου και ιδίως της φωνής, την κανονίζουν οι υπόλοιπη, οι “ισοκράτες”, που από κοινού κρατούν τον “ίσο” και γεμίζουν το τραγούδι για να πηγαίνει στρωτό “ένα το τραγούδι”, όπως λένε οι βορειοηπειρώτες, δηλαδή ομαλό και κανονικό. Το τραγούδι ο γυριστής και ο κλωστής το κόβουν απότομα στην υποτονική της μελωδίας, δημιουργώντας έτσι μαζί με τους υπόλοιπους τραγουδιστές μια δυνατή διφωνία, χαρακτηριστικό τούτο της πολυφωνικής μορφής δίνοντας έτσι στο τραγούδι ένα ξεχωριστό άκουσμα.
Στο χορό κρατιόνταν κυκλικά χέρι με χέρι ή με τα μαντίλια τους. Οι άντρες πήγαιναν μπροστά, αραδιασμένοι κατά ηλικία και ακολουθούσαν οι γυναίκες.
Οι χοροί στα χωριά της βορείου Ηπείρου συνήθως είναι “Στα Δύο”, “Στα Τρία”, “Πωγωνίσιος” και “Συρτός”. Άλλα τραγούδια είναι τα “καθιστά της τάβλας” γιατί τραγουδιούνται όντας οι τραγουδιστέ καθισμένοι γύρω από το τραπέζι κι άλλα είναι “χορευτικά” γιατί τραγουδιούνται στο χορό.
Το τραγούδι που τραγουδούσαν οι βορειοηπειρώτες ήταν μια σύνθεση από πολλές φωνές ή αργότερα από πολλά μουσικά όργανα. Έτσι, η συνήχηση αυτή δημιούργησε μια πολυφωνία, γιαυτό και τα βορειοηπειρώτικα τραγούδια λέγονται “πολυφωνικά”. Για να αχήσει βροντερά και δυνατά το τραγούδι η παρέα των τραγουδιστών αποτελούταν από 4 μέχρι 10 τραγουδιστές. Ο πρώτος (κορυφαίος) του τραγουδιού τραγουδάει την καθ´ αυτού μελωδία, δηλαδή αρχινάει, “παίρει” το τραγούδι, γι’ αυτό και έχει το όνομα του “πάρτη” ή του “συκωτή”. Σ’ αυτόν απαντά ο δεύτερος που “γυρίζει” ή “τσακίζει” το τραγούδι, ήτοι που κάνει τη μελωδική επανάληψη του τραγουδιού και λέγεται “γυριστής” ή “τσακιστής”. Ο τσακιστής με μια ιδιόμορφη φωνή κλώθει γύρω από τη μελωδία διάφορα μελίσματα. Τη τονική της μελωδίας, δηλαδή το βαθμό του ύψους ή της έντασης του ήχου και ιδίως της φωνής, την κανονίζουν οι υπόλοιπη, οι “ισοκράτες”, που από κοινού κρατούν τον “ίσο” και γεμίζουν το τραγούδι για να πηγαίνει στρωτό “ένα το τραγούδι”, όπως λένε οι βορειοηπειρώτες, δηλαδή ομαλό και κανονικό. Το τραγούδι ο γυριστής και ο κλωστής το κόβουν απότομα στην υποτονική της μελωδίας, δημιουργώντας έτσι μαζί με τους υπόλοιπους τραγουδιστές μια δυνατή διφωνία, χαρακτηριστικό τούτο της πολυφωνικής μορφής δίνοντας έτσι στο τραγούδι ένα ξεχωριστό άκουσμα.
Το ποιητικό περιεχόμενο των τραγουδιών είναι αναπόσπαστα δεμένο με το φυσικό, τον ιστορικό και τον κοινωνικό χώρο της Βορείου Ηπείρου. Το ιδιόμορφο ύφος των τραγουδιών, που όμοιο, δε συναντάται αλλού, προέκυψε από τη πολυφωνική μελωδία, που πλέχτηκε με τη λυγερή και εύθυμη, μελωδική επανάληψη.
Αυτά είναι τα τραγούδια μας ,η παράδοσή μας πρέπει να τα μεταδώσουμε στα παιδιά μας στην νεολαία του τόπου μας για να μην ξεχαστεί.
ΑπάντησηΔιαγραφή