Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

H Πρώτη Απογραφή του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου μετά την Κατάρρευση του Κομμουνιστικού Καθεστώτος



(Υπό Καναβάκη Εμμανουήλ Αντιστρατήγου ε α και μέλους του Δ Σ του ΣΕΕΘΑ)



Η Βόρειος Ήπειρος είναι τμήμα της νότιας Αλβανίας στην οποία ακόμη και σήμερο κυριαρχεί ο Ελληνικός πληθυσμός. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, ότι η Β. Ήπειρος από το 2.000 π.χ. κατοικείται από Έλληνες (Ηπειρωτικά φύλα) με επικρατέστερους τους Θεσπρωτούς, τους Χάονες και τους Μολοσσούς. Ο πληθυσμός της Β. Ηπείρου ανέκαθεν αποτελούσε ομοιογενή πληθυσμιακή οντότητα με κοινή καταγωγή, γλώσσα και θρησκεία. Επιπλέον διατήρησε δια μέσου των αιώνων και κυρίως κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, την εθνική του ταυτότητα, ενώ ανέπτυξε αξιόλογη οικονομική, πνευματική και πολιτισμική δραστηριότητα. Tο Αργυρόκαστρο, η Κορυτσά, η Χειμάρα κλπ. υπήρξαν αξιόλογα οικονομικά και πνευματικά κέντρα του Ελληνισμού της Ηπείρου. Η χρήση του όρου Β. Ήπειρος αποφεύγεται από την Αλβανία, διότι θεωρείται ότι εμπεριέχει εδαφικές βλέψεις της Ελλάδας.

(Υπό Καναβάκη Εμμανουήλ Αντιστρατήγου ε α και μέλους του Δ Σ του ΣΕΕΘΑ)



Η Βόρειος Ήπειρος είναι τμήμα της νότιας Αλβανίας στην οποία ακόμη και σήμερο κυριαρχεί ο Ελληνικός πληθυσμός. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, ότι η Β. Ήπειρος από το 2.000 π.χ. κατοικείται από Έλληνες (Ηπειρωτικά φύλα) με επικρατέστερους τους Θεσπρωτούς, τους Χάονες και τους Μολοσσούς. Ο πληθυσμός της Β. Ηπείρου ανέκαθεν αποτελούσε ομοιογενή πληθυσμιακή οντότητα με κοινή καταγωγή, γλώσσα και θρησκεία. Επιπλέον διατήρησε δια μέσου των αιώνων και κυρίως κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, την εθνική του ταυτότητα, ενώ ανέπτυξε αξιόλογη οικονομική, πνευματική και πολιτισμική δραστηριότητα. Tο Αργυρόκαστρο, η Κορυτσά, η Χειμάρα κλπ. υπήρξαν αξιόλογα οικονομικά και πνευματικά κέντρα του Ελληνισμού της Ηπείρου. Η χρήση του όρου Β. Ήπειρος αποφεύγεται από την Αλβανία, διότι θεωρείται ότι εμπεριέχει εδαφικές βλέψεις της Ελλάδας.

Μετά το Βαλκανικό Πόλεμο, κατόπιν αποφάσεως των Μεγάλων Δυνάμεων, η Β. Ήπειρος χαρακτηρίσθηκε αυτόνομο κράτος και επιδικάσθηκε με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17/12/1913) στο νεοσύστατο Αλβανικό κράτος, προκειμένου αυτό να καταστεί βιώσιμο. Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί, ότι ο πληθυσμός της Β. Ήπείρου αρνήθηκε την προσάρτιση του στην Αλβανία και στις 28 Φεβρουαρίου 1914 επαναστάτησε και συγκρότησε προσωρινή κυβέρνηση με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο και πρόεδρο τον Γεώργιο Χριστάκη-Ζωγράφο. Στις 17/5/1914 υπεγράφη το πρωτόκολλο της Κέρκυρας από την Αλβανική κυβέρνηση με επικεφαλής τον πρίγκιπα Βηντ και τον πρόεδρο της κυβερνήσεως της “Αυτόνομης Δημοκρατίας της Β. Ηπείρου” Γεωργίο Ζωγράφο, με το οποίο τερματίσθηκαν οι εχθροπραξίες μεταξύ της Αλβανικής Χωροφυλακής και των ανταρτών-Βορειοηπειρωτών (Ιερών Λόχων). Παράλληλα αναγνωρίσθηκε η αυτονομία της Β. Ηπείρου και μια σειρά δικαιωμάτων για τον τοπικό πληθυσμό.

Σύμφωνα με στοιχεία, που κατατέθηκαν στη διάσκεψη των Παρισίων (1919) η Ελληνική μειονότητα της Β. Ηπείρου αριθμούσε 120.000 κατοίκους, ενώ η τελευταία απογραφή το 1988 επί κομμουνιστικού καθεστώτος αναφέρει, ότι υπήρχαν 58.785 κάτοικοι. Η “Ελληνική μειονοτική ζώνη”, όπως χαρακτηρίσθηκε η περιοχή, όπου κατοικούσαν Έλλληνες, συρρικνώθηκε για ευνόητους λόγους και περιορίσθηκε σε 99 χωριά, αποκλείοντας σημαντικό τμήμα της μειονότητας εκτός της ζώνης, όπως Χειμάρα, Κορυτσά, Αυλώνα κλπ. Πηγές της Ελληνικής μειονότητας υποστηρίζουν, ότι κατοικούν στην Αλβανία 500.000 Έλληνες, ποσοστό ίσο με το 12% του πληθυσμού της χώρας, ενώ σε εθνολογική μελέτη του 1994 υπολογίσθηκε ο αριθμός των Ελλήνων της Β. Ηπείρου σε 40.000 και στην υπόλοιπη Αλβανία 20.000.

Κατά την περίοδο διακυβερνήσεως της Αλβανίας από το κομμουνιστικό καθεστώς (Εμβέρ Χότζα, Ραμίζ Αλία), την Ελληνική εθνικότητα είχαν μόνο οι ομογενείς μας, που κατοικούσαν στη συρρικνωμένη “Ελληνική Μειονοτική Ζώνη”. Αντίθετα οι υπόλοιποι που κατοικούσαν στις πόλεις Χειμάρα, Κορυτσά, Αυλώνα κλπ, καθώς και στην υπόλοιπη Αλβανία, δια νόμου να επιβλήθηκε να καταγραφούν στα μητρώα ως Αλβανοί.

Η πρώτη απογραφή του πληθυσμού της Αλβανίας μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος (1991), άρχισε στις 3 Οκτωβρίου 2011 και θα ολοκληρωθεί στις 21 Οκτωβρίου 2011, με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Παρά το γεγονός, ότι η Αλβανία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και διεκδικεί την ένταξη της στην ενωμένη Ευρώπη, η απογραφή πραγματοποιείται μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας και απαράδεκτων μεθοδεύσεων για τις μειονότητες, με αντικειμενικό σκοπό να εμφανισθεί ο πληθυσμός τους, όσο το δυνατό μικρότερος από τον πραγματικό.

Η παρούσα απογραφή παρέχει μια άριστη ευκαιρία στο Αλβανικό κράτος να συμπληρώσει το σχέδιο αποκλεισμού και συρρικνώσεως της Ελληνικής μειονότητας. Αυτό αποκαλύπτεται από τις έκτακτες νομοθετικές ρυθμίσεις, καθώς και από τις πρωτοφανείς μεθοδεύσεις, στρεβλώσεις και παρεμβάσεις, στην απογραφική διαδικασία.

Στα πλαίσια της πολιτικής αυτής η Αλβανική κυβέρνηση τον περασμένο Ιούλιο ψήφησε στη βουλή νόμο με τον οποίο, όχι μόνο νομιμοποιεί τις αυθαίρετες ρυθμίσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος σχετικά με την εθνικότητα της Ελληνικής μειονότητας, αλλά επιπλέον απαγορεύει και ποινικοποιεί τον αυτοπροσδιορισμό των μειονοτήτων. Αυτό σημαίνει, ότι όποιος Έλληνας επί κομμουνιστικού καθεστώτος είχε απογραφεί ή καταγραφεί ως Αλβανός, παραμένει Αλβανός και δεν έχει δικαίωμα να δηλώσει στην διεξαγόμενη απογραφή την Ελληνική εθνικότητα. Παράλληλα καθορίζεται, ότι όποιος παραβιάσει τον νόμο, τιμωρείται με πρόστιμο 1.000 δολλαρίων και σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής φυλακίζεται.

Επίσης στο ερωτηματολόγιο της απογραφής η ερώτηση για την εθνικότητα διατυπώνεται ως εξής: “Σε ποια εθνικο-πολιτιστική ομάδα ανήκετε;”. Αντίθετα στο δελτίο απογραφής στην Αγγλική γλώσσα το ίδιο ερώτημα διατυπώνεται: “ Σε ποιά εθνική ομάδα ανήκετε”.Ο λόγος της διαφοροποίησης είναι προφανής και αποσκοπεί στην παραπλάνηση της διεθνούς κοινής γνώμης και των διεθνών οργανισμών-παρατηρητών.

Επιπλέον ο επικεφαλής-αρχηγός της Αλβανικής οικογένειας με βάση την ισχύουσα νομοθεσία έχει τη δυνατότητα να απογράψει τα μέλη της οικογενείας του, αλλά δεν έχει το δικαίωμα να δηλώσει την εθνικότητα τους. Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στον αποκλεισμό κυρίως των ομογενών, που εργάζονται στην Ελλάδα, προκειμένου να μη προσμετρηθούν στον συνολικό αριθμό της Ελληνικής μειονότητας.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι με τις μεθοδεύσεις αυτές η Αλβανική κυβέρνηση παραβιάζει βάναυσα στοιχειώδη δικαιώματα των μειονοτήτων και αναιρεί τις δεσμεύσεις , που έχει αναλάβει πρωτίστως έναντι της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η οποία όπως προαναφέρθηκε χρηματοδοτεί την απογραφή. Κατά συνέπεια εύλογες είναι οι επιφυλάξεις και αμφιβολίες, που διατυπώνονται από διεθνείς οργανώσεις και παρατηρητές, εάν και κατά πόσο θα είναι αδιάβλητη η διεξαγωγή και αξιόπιστα τα αποτελέσματα της απογραφής. Ο πρόεδρος του κόμματος της Ελληνικής μειονότητας Ευάγγελος Ντουλές εδήλωσε “Μετά από είκοσι χρόνια περιμέναμε η Αλβανική κυβέρνηση να κάνει, ότι αρμόζει σε ένα σοβαρό κράτος δικαίου, με σεβασμό στο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού”.

Οι παρεμβάσεις στη διεξαγωγή της απογραφής, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, αποσκοπούν στην αλλοίωση των δημογραφικών στοιχείων της περιοχής και εντάσσονται στο γενικότερο σχέδιο αφελληνισμού της Β. Ηπείρου κατά το Τουρκικό πρότυπο, παρά το γεγονός ότι η Ελληνική μειονότητα κατοχυρώνεται με διεθνείς συμφωνίες από συστάσεως του Αλβανικού κράτους. Επιπροσθέτως οι Αλβανικές κυβερνήσεις επιστρατεύουν τις τελευταίες δεκαετίες ακραίους εθνικιστικούς κύκλους των Τσάμηδων, οι οποίοι ως γνωστόν κατοικούν στη νότιο Αλβανία, για επιταχύνουν την περαιτέρω συρρίκνωση και εκπατρισμό της Ελληνικής μειονότητας, με κίνητρο και απώτερο στόχο την οικειοποίηση των Ελληνικών περιουσιών. Χαρακτηριστική αλλά και προκλητική είναι η δήλωση του προέδρου της εθνικιστικής συμμαχίας “Κόκκινο - Μαύρο” και προέδρου του Ανωτάτου Συμβουλίου Δικαιοσύνης Κρέσνικ Σπαχίου, ότι η διαδικασία απογραφής όπως διεξάγεται, παραβιάζει τα δικαιώματα των Τσάμηδων.

Ήδη από τις πρώτες ημέρες της απογραφής σημειώθηκαν έντονες αντιδράσεις και καταγγελίες από την Ελλληνική μειονότητα καθώς και προβλήματα στην απογραφική διαδικασία. Απoγραφέας αναγκάσθηκε να παραιτηθεί, διότι αρνήθηκε να απογράψει ως Έλλληνες κατοίκους του χωριού Shengjergj της Κορυτσάς. Επίσης ο απογραφέας του χωριού Πόγιανης Κορυτσάς αναγκάσθηκε να παραιτηθεί έπειτα από τις έντονες αντιδράσεις των κατοίκων. Αιτία αποτέλεσε η άρνηση του να απογράψει ως Έλληνες τους κατοίκους του συγκεκριμένου χωριού. Τέλος είναι ανεξήγητο μέχρι τώρα το γεγονός, ότι ογδόντα (80) μουσουλμανικές οικογένειες του χωριού Shengjergj ζήτησαν να απογραφούν ως Έλληνες.

Η εφημερίδα Gazeta Shqip δημοσιεύει δήλωση του Sami Mecollari, ανωτάτου κρατικού υπαλλήλου υπευθύνου της απογραφής, ότι η καταγραφή της εθνικότητας και της θρησκείας δεν αναγνωρίζονται ως επίσημη απογραφή και ως εκ τούτου δεν έχει καμία αξία. Με αυτά δεδομένα εύλογο είναι το ερώτημα σε κάθε καλόπιστο παρατηρητή, ποιά είναι σκοπιμότητα και η αξιοπιστία της απογραφής, όταν ακολουθούνται μεθοδεύσεις, που παραπέμπουν σε πρακτικές ολοκληρωτικών καθεστώτων της περιόδου του ψυχρού πολέμου.

Η έλλειψη διαφάνειας και εγγυήσεων στην απογραφική διαδικασία έχει προβληματίσει έντονα την Ελληνική μειονότητα. Η εθνική οργάνωση της Ελληνικής μειονότητας “Ομόνοια” αποφάσισε τα μέλη της να απέχουν από την απογραφή και με ανακοίνωση της, κατήγγειλε τις μεθοδεύσεις της Αλβανικής κυβερνήσεως, ενώ παράλληλα επεσήμανε, ότι η απογραφή “δεν έχει στόχο τον προσδιορισμό των πραγματικών μελών των μειονοτήτων, αλλά την τεχνητή στατιστική συρρίκνωσης τους”. Επιπλέον η “Ομόνοια” άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να αναλάβει πρωτοβουλία για διεξαγωγή δικής της απογραφής την άνοιξη του 2012. Τέλος την ίδια τακτική ακολούθησαν και οι άλλες μειονοτικές ομάδες της Αλβανίας, Βλάχοι, Μαυροβούνιοι και Σλαβομακεδόνες.

Αξιόπιστες πηγές αναφέρουν, ότι τα μέτρα αποκλεισμού και συρρίκνωσης των μειονοτήτων και κυρίως της Ελληνικής, τα οποία εφαρμόζει η κυβέρνηση Μπερίσα δεν αποτελούν κομματική, αλλά εθνική πολιτική. Ο εκδημοκρατισμός του πολιτικού συστήματος της Αλβανίας έχει να διανύσει ακόμη μεγάλη απόσταση, διότι είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος ο κρατικός μηχανισμός και το πολιτικό σύστημα ακολουθούν απαράδεκτες και αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις και πρακτικές.

Η εξωτερική πολιτική των Τιράνων τις τελευταίες δεκαετίες, σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές εμφανίζεται με το μανδύα ενός ακραίου εθνικισμού, ο οποίος υποδαυλίζεται και ενθαρρύνεται από την νεο-οθωμανική πολιτική της Τουρκίας. Η ανάπτυξη των διμερών σχέσεων, όπως είναι γνωστό, έχει εξασφαλίσει στην Τουρκία προνομιακή θέση στους τομείς της πολιτικής, της οικονομίας και των Ενόπλων Δυνάμεων της Αλβανίας. Χωρίς υπερβολή η χώρα έχει καταστεί προτεκτοράτο της Τουρκίας και το όραμα για την αναβίωση του οθωμανικού Τουρκο-Αλβανισμού είναι μια αδιάψευτη πραγματικότητα.

Η Τουρκο-Αλβανική συμμαχία διαμορφώθηκε και εξελίσσεται σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιούνται σημαντικές γεωπολιτικές ανακατάξεις στην ΝΑ Ευρώπη κυρίως, λόγω της διελεύσεως των αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Επίσης ο θαλάσσιος άξονας της Αδριατικής, ο οποίος χρησιμοποιείται και από την Ελλάδα σε σημαντικό βαθμό για την επικοινωνία με την κεντρική και βόρεια Ευρώπη, μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, έχει αναβαθμίσει σημαντικά τη στρατηγική αξία των στενών του Οτράντο. Η Αλβανία κατέχουσα την ανατολική ακτή των στενών οραματίζεται να εμφανισθεί ως η γέφυρα της Βαλκανικής με την Ιταλία και κατ΄ επέκταση την Ευρώπη.

Τα μέτρα καταπιέσεως της Ελληνικής μειονότητας, καθώς και η δημιουργία του ζητήματος της Τσαμουριάς από Αλβανικής πλευράς, αποτελούν μοχλούς πιέσεως και απειλές για τον Ελληνισμό και την εθνική μας ακεραιότητα. Επίσης η εγκατάσταση Αλβανών στην ευαίσθητη περιοχή της Ηπείρου δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ανώδυνη και προσωρινή, διότι δεν αποκλείεται να εξελιχθεί σε οργανωμένο εποικισμό με ολέθριες συνέπειες για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Το ερώτημα που προκύπτει είναι μήπως εξυφαίνεται μια επικίνδυνη απειλή στα βόρεια σύνορα μας.

Επίσης η εγκληματική δραστηριότητα των Αλβανών στη χώρα μας, όπως είναι γνωστό, έχει λάβει επικίνδυνες διαστάσεις και σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, δίδει την εντύπωση, ότι είναι κατευθυνόμενη και πραγματοποιείται με οργανωμένα δίκτυα. Η συμμετοχή των Αλβανών σε παράνομα δίκτυα, που δρουν στη χώρα μας είναι μεγάλη και ασφαλώς προβληματίζει τις αρχές ασφαλείας. Οι συνέπειες είναι σοβαρές όχι μόνο για την εθνική μας ασφάλεια, αλλά επιπλέον για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την επιβίωση της κοινωνίας μας.

Είναι σκόπιμο να αναφερθεί, προκειμένου να δοθεί μια ολοκληρωμένη άποψη, ότι ο Αλβανικός εθνικισμός και το όραμα της μεγάλης Αλβανίας συναντούν σοβαρά εμπόδια τόσο στο Κοσσυφοπέδιο, όσο και στα Σκόπια. Οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου παρά τη φυλετική συγγένεια, θεωρούν κατώτερους τους ομογενείς των Τιράνων, γεγονός που δημιουργεί ψυχρότητα και αναστολές στη διμερείς τους σχέσεις. Επίσης οι εμφανιζόμενες αδελφικές σχέσεις Αλβανίας-Σκοπίων δυναμιτίζονται από την αντιπαλότητα της Αλβανικής μειονότητας και της “Σλαβο-Μακεδονικής” πλειοψηφίας, η οποία αντιτίθεται στην πλαστογράφιση της ιστορίας της χώρας. Η πρόσφατη ακύρωση της προγραμματισμένης επίσκεψεως του Αλβανού πρωθυπουργού Μπερίσα στα Σκόπια, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.

Ο Αλβανικός εθνικισμός στρέφεται άμεσα εναντίον της Ελλάδας, λόγω της υφιστάμενης αντιπαλότητας και καχυποψίας μεταξύ της Ελληνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου και του Αλβανικού κράτους, αλλά και της μακρόχρονης έχθρας που πηγάζει από το εγγύς και απώτερο ιστορικό παρελθόν των δύο λαών. Η καταπίεση της Ελληνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου και οι εμφανιζόμενες εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας και κυρίως σε περιοχές της Ηπείρου (Τσαμουριά), αποτελούν σαφή δείγματα σκληρού εθνικισμού. Δυστυχώς η παρουσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ιδιαίτερα του μετριοπαθούς Έλληνα αρχιεπισκόπου Αναστασίου στην Αλβανία, η παροχή σοβαρής οικονομικής βοήθειας από την Ελλάδα, η μετανάστευση χιλιάδων Αλβανών στη χώρα μας και η υποστήριξη της Ευρωπαϊκής προοοπτικής της Αλβανίας, απέτυχαν να αναχαιτίσουν ή να εκτονώσουν τον Αλβανικό εθνικισμό.

Οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας τις τελευταίες δεκαετίες, αν και επιδιώκεται να διατηρούνται σε καλό επίπεδο, δοκιμάζονται κατά περιόδους από παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ελληνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου, όπως συμβαίνει κατά την παρούσα περίοδο με την απογραφή. Η Ελληνική μειονότητα, όπως προαναφέρθηκε, διατήρησε με αιματηρούς αγώνες και θυσίες δια μέσου των αιώνων, αλώβητη την εθνική και θρησκευτική της ταυτότητα. Η στυγνή κομμουνιστική δικτατορία και ο ισοπεδωτικός αθεϊσμός του καθεστώτος των Εμβέρ Χότζα και Ραμίζ Αλία δεν κατόρθωσαν να εξουθενώσουν την αγέρωχη Ελληνική ψυχή των Βορειο-Ηπειρωτών.

Κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί, ότι στο σύγχρονο αγώνα των Βορειο-Ηπειρωτών έδωσε το παρόν η Ελληνική Εκκλησία, με εξέχουσα μορφή τον αείμνηστο μητροπολίτη Κονίτσης Σεβαστιανό. Ο θαραλλέος και ακάματος ιεράρχης αγωνίσθηκε σθεναρά υπέρ των δικαίων και των δικαιωμάτων του Βορειο-Ηπειρωτικού Ελληνισμού. Με τον αγώνα του ζωογονούσε επί δεκαετίες τη δοκιμαζόμενη ελπίδα των Βορειο-Ηπειρωτών, σε ιδιαίτερα δύσκολους καιρούς. “Η ασυμβίβαστη φωνή του φλογερού ιεράρχη προσπαθούσε να ταράξει τα λιμνάζονται νερά, μιας προκλητικής νωθρότητας και να σπάσει το φράγμα της ένοχης σιωπής των υπευθύνων ταγών”. Η δράση του δεν είχε σύνορα και περιορισμούς. Η εκστρατεία του επεκτάθηκε και στο εξωτερικό και είχε ως σκοπό την αφύπνιση των διεθνών οργανισμών και του απόδημου Ελληνισμού, για το δράμα των Βορειο-Ηπειρωτών. Με αυτόν τον τρόπο αναδείχθηκε και πάλιν η Εκκλησία στύλος και εδραίωμα του έθνους μας.

Η Ελληνική πολιτική τοποθετεί τις παραβιάσεις-παρεμβάσεις, που σημειώνονται στην απογραφή όχι σε διμερές, αλλά σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου αναμένεται να εκδηλώσει σχετικές πρωτοβουλίες. Είναι όμως αναγκαίο να επισημανθεί, ότι δεν πρέπει να επιτρέψομε στην Αλβανική πλευρά να σχηματίσει την εντύπωση, ότι αδιαφορούμε ή απεμπολούμε το εθνικό μας καθήκον να στηρίξομε την Ελληνική μειονότητα της Β. Ηπείρου. Τους αγώνες για τη διατήρηση του Ελληνισμού της πολύπαθης Β. Ηπείρου, δεν δικαιούμεθα εμείς οι νεότεροι να τους αγνοήσομε ή να τους θυσιάσομε στο βωμό πρόσκαιρων σκοπιμοτήτων και ξένων συμφερόντων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου