Του Ευθυμίου Κώστα
Μάλλον λάθος είναι οι εντυπώσεις που έχουν δημιουργηθεί σε ορισμένους κύκλους που αφορά στην επικείμενη για την Αλβανία διαδικασία Γενικής Απογραφής Πληθυσμού και Κατοικιών. Παρακολουθώντας στο διαδίκτυο σε ιστοσελίδες ενδιαφερομένων για τα εις την Βόρεια Ήπειρο τεκταινόμενα αλλά και έντυπα από αρθρογράφους που με ενδιαφέρον επίσης καταπιάνονται με το ζήτημα των δικαιωμάτων της ΕΕΜ, διαπιστώνεται εύκολα ότι είναι ύπουλη η παγίδα που έχει στηθεί με τα περί της απογραφής. Ούτε λίγο ούτε πολύ φαίνεται ότι κάποιοι από λάθος γνώση της υπόθεσης (θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσει κανείς ότι εξυπηρετούν σκοπιμότητες της προπαγανδιστικής μηχανής της αλβανικής κυβέρνησης) έχουν εναποθέσει στην απογραφή πληθυσμού προσδοκίες σε απαράδεκτο βαθμό
αισιοδοξίας.
Μέσα σε μια κατάσταση η οποία εν πολλοίς χαρακτηρίζεται από πλήρη αδιαφάνεια, κάποιοι έχουν ήδη παγιδευτεί και προχωρούν σε προτάσεις όχι για την προπαρασκευή της διαδικασίας αλλά για το πώς θα συμμετάσχουμε και ακόμη πιο πέρα για το πώς θα διαχειριστούμε τα στοιχεία τα οποία θα προκύψουν.
Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου σε τέτοια ώριμη στιγμή. Εκεί που πρέπει να σταθούμε είναι η καλή αποτύπωση της κατάστασης και με βάση αυτή να αναμένουμε τις προτάσεις και αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας δηλαδή της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και της Ενώσης για Ανθρώπινα Δικαιώματα. Από πλευράς του ΚΕΑΔ, υπό την ευθύνη του Προέδρου του κ. Βαγγέλη Ντούλε, ήδη έγινε ένα σημαντικό βήμα. Στην ετήσια ημερίδα που έχει μετατρέψει σε θεσμό πλέον ο κ. Ντούλες, δηλαδή σε συνάντηση που διοργανώνει ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με εκπροσώπους όλων των κοινωνικών ομάδων στην Αλβανία με καθεστώς μειονότητας, φέτος θέμα ήταν ακριβώς «Οι Μειονότητες και η Απογραφή».
Συμπέρασμα αυτής της συνάντησης και όχι μόνο αυτής, είναι ότι τα πράγματα όχι μόνο θετικά δεν είναι αλλά εντελώς απαισιόδοξα και σχεδόν εξίσου αρνητικά με την κατάσταση που είχε προηγηθεί της διαδικασίας που είχε γίνει το 2001 και έχει απορριφθεί όχι απλώς απ’ τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό ως τον άμεσο ενδιαφερόμενο, αλλά και από την ΕΕ και συνολικά τον διεθνή παράγοντα. Τα συμπτώματα είναι: η πλήρης αδιαφάνεια, απόκρυψη απ’ τους άμεσα ενδιαφερομένους, ειδικά τα μέλη των μειονοτήτων, του σχήματος και του περιεχομένου του ερωτηματολογίου, ακαταστασία στην προπαρασκευαστική διαδικασία και ιδιαίτερα παντελή έλλειψη μέτρων ευαισθητοποίησης για συμμετοχή.
Τούτα μαρτυρούν ότι κάποιες ελπίδες που αρχικά δημιουργήθηκαν θα πρέπει να έχουν εξανεμισθεί ήδη καθώς η κυβέρνηση υπέκυψε για μια ακόμη φορά στις εκβιαστικές κραυγές των εθνικιστών που ανακάλυψαν άλλη μια φορά ότι «εχθρικές του αλβανικού έθνους δυνάμεις» θέλουν δια της απογραφής να αλλοιώσουν τη σύνθεση του. Η πολιτεία και σε τούτη την περίπτωση στρουθοκαμηλίζει ανατολίκα, καθώς απ’ τη μια η ΕΕ στην οποία θέλει να ενταχθεί η χώρα ζητάει στατιστικά στοιχεία απόλυτα εξακριβωμένα και αληθινά και απ’ την άλλη οι εκπρόσωποι της ΕΕΜ και άλλων μειονοτήτων θέλουν την αποτύπωση της αριθμητικής τους και της γεωγραφίας τους.
Ακόμη και στην περίπτωση που υπήρχε πρόθεση από την αρμόδια αρχή, δηλαδή το Ινστιτούτο Στατιστικών της Αλβανίας και την αρμόδια Διυπουργική Επιτροπή Απογραφής ώστε να καταγραφούν οι μειονότητες σε όλα τους τα στοιχεία: γεωγραφία, αριθμός, κοινότητες, πλούτος, μητρική γλώσσα, θρήσκευμα κ.α. πάλι η δικαίωση θα ήταν μισή. Εκείνο που έχει γίνει στραβά για τον Ελληνισμό στη Βόρειο Ήπειρο και αφορά στην σχεδόν βίαιη διαγραφή της εθνικότητας απ’ τα ληξιαρχικά βιβλία δεν διορθώνεται με την απογραφή.
Βέβαια δεν βρισκόμαστε καθόλου σ’ αυτή τη θέση και φάση. Η διαδικασία για άλλη μια φορά φαίνεται ότι θα αντιγράψει την πεπατημένη. Αντί να δαπανάται χρήμα και χρόνος της προπαρασκευαστικής περιόδου στην ευαισθητοποίηση και την μεγιστοποίηση κατά συνέπεια της συμμετοχής, απεναντίας τα κανάλια γεμίζουν από εκπομπές που αποσκοπούν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης κατά του ερωτηματολογίου που θα στοχεύει την αποτύπωση της εθνικής και θρησκευτικής διαστρωμάτωσης της αλβανικής κοινωνίας.
Δεν είναι εύκολο να αντιστραφεί η κατάσταση και ούτε να κερδηθεί ο χρόνος. Εάν πρόθεση της κυβερνητικής αρμόδιας διυπουργικής είναι να διενεργήσει την απογραφή τον Απρίλιο τότε τα πράγματα είναι εντελώς στον αέρα. Ακόμη δεν έχει γίνει καμιά προσπάθεια επαφής με τους άμεσα ενδιαφερομένους, δηλαδή τους εκπροσώπους των μειονοτήτων, παρόλο που από πλευράς τους και δημόσια έχει εκφραστεί η ετοιμότητα συνεργασίας. Οι κυβερνητικές υπηρεσίες προβοκάρουν κατά καιρούς τηρώντας τα προσχήματα, (και) με «διαρροή» και διοχέτευση του σχήματος του ερωτηματολογίου το οποίο όμως σε όλες του τις εναλλακτικές προτάσεις δεν εκπληρώνει τους πραγματικούς όρους για μια αντικειμενική αποτύπωση της πραγματικότητας σε στατιστικούς όρους. Επίσης τόσο μικρό διάστημα που απομένει και μην έχοντας γίνει καμιά προσπάθεια για την ανακοίνωση των ατόμων που θα ασχοληθούν με τη συλλογή των δεδομένων, αφήνει πολλά ερωτηματικά για το εάν και σε πιο βαθμό θα συμμετέχουν σ’ αυτές άτομα που να ανήκουν στις μειονότητες και μάλιστα καλά καταρτισμένη και που να εμπνέουν την εμπιστοσύνη των κατοίκων για τη δήλωση στοιχείων ευαίσθητων όπως η θρησκευτική, γλωσσική και εθνική ιδιαιτερότητα.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων δεν είναι δυνατό να βρεθεί συνήγορος για τη διαδικασία αυτή απογραφής μέσα στους κόλπους των άμεσα ενδιαφερομένων, δηλαδή τους Βορειοηπειρώτες. Ίσα – ίσα θα πρέπει δυστυχώς για άλλη μια φορά η πολιτική του ηγεσία να καταγγείλει την όλη προσπάθεια εμπαιγμού όχι μόνο της ΕΕΜ, που θέλει αυτή την δημογραφική αποτύπωση εδώ και 20 χρόνια, αλλά του ίδιου του διεθνούς παράγοντα. Δυστυχώς ο κρατικός μηχανισμός στην Αλβανία όπως αποδεικνύεται και στην περίπτωση της απογραφής αντί να επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό του όπως απαιτούν οι διαδικασίες ένταξης στην ΕΕ προτιμάει να παραμείνει θεματοφύλακας ψευδών στατιστικών και μεθόδων καταπίεσης των διαφορετικών εθνικών ομάδων με βάση της παρακαταθήκη του Ζώγκου και Χότζα.
Πηγή : Deropoli
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου