Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011
ΚΟΥΚΟΙ ΝΑ ΜΗΝ ΛΑΛΙΣΕΤΕ (ΤΗΣ ΧΕΙΜΑΡΡΑΣ)
Κούκοι, να μη λαλήσετε, πουλιά να βουβαθείτε,
κι εσείς καημένη Αρβανιτιά στα μαύρα να ντυθείτε.
Το κάστρο επροσκύνησε κι αυτή η Χουμελίτσα.
Χειμάρρα δεν προσκύνησε και δεν θα προσκυνήσει,
γιατί έχει γενναίους προεστούς, που δεν γνωρίζουν φόβο.
Αλή πασάς το άκουσε, πολύ του κακοφάνη.
Πιάνει και γράφει μπουγιουρντί με το δεξί του χέρι
σ’ ένα Γιουσούφη Κεχαγιά, σ’ ένα Γουσούφ αράπη.
- Καθώς θα δεις το γράμμα μου, θα δεις το μπουγιουρντί μου,
θέλω το Σπύρο ζωντανό το Γιάννη σκοτωμένο.
- Μετά χαράς, αφέντη μου, εγώ θα σου τους φέρω.
Πολλή μαυρίλα έρχεται , πεζούρα και καβάλα.
Δεν είναι μια, δεν είναι δυο, δεν είναι τρεις και πέντε,
είναι χιλιάδες δεκαοχτώ, χιλιάδες δεκαεννέα.
Να πιάσουν έρχονται κι αυτοί τους προεστούς Χειμάρρας.
Ας έρθουν οι παλιότουρκοι τίποτα δεν μας κάνουν,
ας έρθουν πόλεμο να ιδούν, παλικαριών ντουφέκι,
να ιδούν του Λάμπρου το σπαθί, του Σπύρου το ντουφέκι
που έχουν το Γιάννη αρχηγό, το Γιώργο καβαλάρη,
το Ζάχο τον τρομπονιστή με την περίσσια χάρη.
Των γυναικών τα άρματα, της ξακουσμένης Φώτως,
που ‘χει το Νίκο δίπλα της, το πρώτο παλικάρι,
που τους ευλόγησε ο Θεός, στην Πόλη κι ο Δεσπότης,
σαν γύρισε από τη Βλαχιά, να πάει στο χωριό της.
Σαν άρχισε ο πόλεμος κι αστράψαν τα ντουφέκια,
όλοι μαζί εσπάσανε τις θήκες των σπαθιών τους,
κι εμπρός τους Τούρκους βάλανε σαν πρόβατα, κριάρια.
Βελή πασάς τους φώναξε, να μην γυρνούν τις πλάτες,
κι εκείνοι αποκρίθηκαν με φλόγα εις τα μάτια:
-Δεν είν’ εδώ το Τσάμουρο, δεν είναι το Βιθίνι.
Είν’ η Χειμάρρα η ξακουστή, στον κόσμο παινεμένη.
Είναι του Λάμπρο το σπαθί το Τουρκοματωμένο.
Είναι του Γιώργου η λεβεντιά, του Πήλιου η κουμπούρα,
που κάνουν την Αρβανιτιά στα μαύρα να ‘ν’ ντυμένη,
και κλαίν’ οι μάνες τα παιδιά, τους άντρες οι γυναίκες.
Τρεις μέρες κάνουν πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς να κλείσουν μάτι,
χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν.
Τα παλικάρια φώναξε στις τέσσερις ο Σπύρος.
- Ακούστε, Χειμαρριώτες μου λίγοι αντρειωμένοι:
Σίδερο βάλτε στην καρδιά και χάλκωμα στα στήθη,
ο πόλεμος ετράβηξε με τα σκυλιά τους Τούρκους,
κι αν το βροντήξουμε γερά, θα πάρουμε το Κάστρο.
Το δρόμο πήραν συναχτά κι έφτασαν στο γιοφύρι.
Ο Λάμπρος με το δαμασκί σπαθί την άλυσο του κόφτει.
Φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά, το Κάστρο πίσω αφήνουν.
http://ximara.blogspot.com/2011/01/blog-post_04.html
Ετικέτες
Χειμάρρα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου