του Θοδωρή Ασβεστόπουλου
Στις 21 Φεβρουαρίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωνε τα Ιωάννινα μπαίνοντας θριαμβευτής στην πρωτεύουσα της Ηπείρου κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Ήδη από τις 5 Νοεμβρίου 1912 είχε απελευθερωθεί η Χιμάρα και από τις 7 Δεκεμβρίου 1912 η Κορυτσά, ενώ θα ακολουθούσε η απελευθέρωση του Αργυροκάστρου στις 3 Μαρτίου 1913 και την επομένη των Αγίων Σαράντα.
Η Ήπειρος μετά από πέντε αιώνες σκλαβιάς έβλεπε και πάλι το φως της λευτεριάς. Όμως οι ισχυροί του πλανήτη είχαν άλλα σχέδια.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίζουν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας να αποδώσουν το βόρειο τμήμα της Ηπείρου στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Αν η Ελλάς δεν συμμορφωνόταν δεν θα τις επιδικάζονταν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Έτσι από τα μέσα Φεβρουαρίου ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να αρχίσει την αποχώρηση του από τις περιοχές Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα, Τεπελενίου, Χιμάρας και Κορυτσάς που είχε απελευθερώσει λίγους μήνες πριν.
Στο τέλος Δεκεμβρίου 1913 ανακλήθηκε στην Αθήνα ο Διοικητής του Ε΄ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής (Σουλιώτης στην καταγωγή), τον οποίο αντικατέστησε ο Υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας. Η απομάκρυνση του Δαγκλή από τα Ιωάννινα συσχετίσθηκε με το θέμα της Βορείου Ηπείρου που μόλις είχε δημιουργηθεί και αποδόθηκε σε αξιώσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Επειδή στις εφημερίδες της 22ης Νοεμβρίου 1913 δημοσιεύθηκε η είδηση παραιτήσεως του Στρατηγού Δαγκλή από τις τάξεις του Στρατού, για να αναλάβει τη διεύθυνση της άμυνας της Ηπείρου, η κυβέρνηση ζήτησε να γίνει επώνυμη διάψευση από τον Στρατηγό στην οποία θα αναγραφόταν: «ο βαθμός μου και η εθνική εν Ιωαννίνοις θέσις μου μοί επιβάλλουσι, οιαδήποτε κι αν ώσι τα αισθήματα μου, υπακούω πάντοτε μόνας τας διαταγάς του Βασιλέως μου και της Κυβερνήσεως του».
Την ίδια εποχή πληθώρα από τηλεγραφήματα, επιστολές διαμαρτυρίας, εισηγήσεις και προτάσεις απ’ όλες τις επαρχίες της Ηπείρου και τα άλλα διαμερίσματα της χώρας άρχισαν να καταφθάνουν στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου και την Κυβέρνηση, για το τι έπρεπε να γίνει προκειμένου να σωθεί το βόρειο τμήμα της Ηπείρου.
Οι αντικρουόμενες πληροφορίες, οι διαδόσεις και τα δημοσιεύματα του τύπου έτρεφαν για αρκετό διάστημα την ανησυχία και προκαλούσαν αναστάτωση στους κατοίκους της περιοχής, παράλληλα όμως γιγάντωναν και το φρόνημα τους για αντίσταση.
Ήδη μετά την απελευθέρωση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912 -1913) και το σχηματισμό της «Γενικής Διοίκησης των εν Ηπείρω υπό του Ελληνικού Στρατού Κατεχομένων Εδαφών», με έδρα τα Ιωάννινα και επικεφαλής τον Γεώργιο Χρ. Ζωγράφο, αποφασίστηκε αμυντική προπαρασκευή και σε κάθε διοικητική περιφέρεια της Ηπείρου συγκροτήθηκε από μία Επιτροπή Εθνικής Άμυνας, αποτελούμενη από 30-40 μέλη, από τους πιο εξέχοντες κατοίκους της περιοχής.
Στις 7 Ιανουαρίου 1914 ο Άγγλος Συνταγματάρχης Murray σε διάλεξη του στο Λονδίνο έλεγε ότι «και να είχε ηττηθεί η Ελλάς, δεν θα επιβάλλονταν σκληρότεροι όροι για την Ήπειρο».
Μέσα σε λίγο χρόνο οι διαδόσεις για επέκταση του αλβανικού κράτους προς τα νότια είχαν πάρει τη μορφή ασφαλών πληροφοριών και στον πληθυσμών των βορείων επαρχιών της Ηπείρου. Δεν γνώριζαν μόνο που ακριβώς θα έφταναν τα σύνορα και ποια στάση θα τηρούσε η Ελληνική Κυβέρνηση.
Όσο μεγάλωνε όμως η ανησυχία των Χριστιανών, μεταβάλλονταν αντίθετα και οι διαθέσεις σημαντικής μερίδας των Μουσουλμάνων κατοίκων. Ορισμένα μάλιστα άτομα, που βαρύνονταν για την εγκληματική τους δράση στο παρελθόν και δυσαρεστημένοι τοπάρχες που δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα παλιά τους προνομία, άρχισαν να κινούνται ύποπτα στην περιοχή. Η ανεκτικότητα των ελληνικών αρχών άφηνε άλλωστε ανοικτά δρομολόγια για την είσοδο ξένων πρακτόρων και εύκολους τρόπους κυκλοφορίας ιταλικών και αυστριακών νομισμάτων στην περιοχή.
Με βάση τα παραπάνω η διοίκηση του Ε΄ Σώματος Στρατού, εκτιμούσε ότι σε περίπτωση εισβολής αλβανικών δυνάμεων θα συμμετείχαν ασφαλώς και ένοπλες ομάδες ντόπιων Μουσουλμάνων. Και πράγματι δεν διαψεύσθηκε.
Στις 12 Ιανουαρίου 1914, ισχυρή ομάδα ατάκτων υπό το Σαλί Μπούτκα κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιοχή Βυθκούκι (νοτιοδυτικά της Κορυτσάς) και να συλλάβει δύο στρατιώτες αιχμαλώτους, ενώ άλλες συμμορίες με επικεφαλής τον Κιασίμ Μπέη, πρώην λοχαγό του τουρκικού στρατού, κατέλαβαν τα χωριά Μαλίντι, Μουζένσκα και Σέβρανη στην περιοχή βόρεια της Πρεμετής. Μέχρι τις 18 Ιανουαρίου διεξάγονταν μάχες, όταν ο Ελληνικός Στρατός έτρεψε τους Τουρκαλβανούς σε φυγή από την περιοχή. Όμως οι προκλήσεις από την πλευρά των Αλβανών σε συνεργασία με τους Ολλανδούς αξιωματικούς της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου συνεχίζονταν με διάφορα διπλωματικά επεισόδια.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας του Αργυροκάστρου με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, αποφάσισε τη σύγκλιση Πανηπειρωτικού Συνεδρίου.
Στις 23 Ιανουαρίου κοινοποίησε την απόφαση της με εγκύκλιο προς όλες τις Επιτροπές Εθνικής Άμυνας της Ηπείρου και τις κάλεσε να στείλουν τριμελή αντιπροσωπεία στο Αργυρόκαστρο, όπου στις 30 Ιανουαρίου 1914 θα άρχιζε τις εργασίες του το Συνέδριο για την εξέταση της καταστάσεως και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίζουν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας να αποδώσουν το βόρειο τμήμα της Ηπείρου στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Αν η Ελλάς δεν συμμορφωνόταν δεν θα τις επιδικάζονταν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Έτσι από τα μέσα Φεβρουαρίου ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να αρχίσει την αποχώρηση του από τις περιοχές Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα, Τεπελενίου, Χιμάρας και Κορυτσάς που είχε απελευθερώσει λίγους μήνες πριν.
Στο τέλος Δεκεμβρίου 1913 ανακλήθηκε στην Αθήνα ο Διοικητής του Ε΄ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής (Σουλιώτης στην καταγωγή), τον οποίο αντικατέστησε ο Υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας. Η απομάκρυνση του Δαγκλή από τα Ιωάννινα συσχετίσθηκε με το θέμα της Βορείου Ηπείρου που μόλις είχε δημιουργηθεί και αποδόθηκε σε αξιώσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Επειδή στις εφημερίδες της 22ης Νοεμβρίου 1913 δημοσιεύθηκε η είδηση παραιτήσεως του Στρατηγού Δαγκλή από τις τάξεις του Στρατού, για να αναλάβει τη διεύθυνση της άμυνας της Ηπείρου, η κυβέρνηση ζήτησε να γίνει επώνυμη διάψευση από τον Στρατηγό στην οποία θα αναγραφόταν: «ο βαθμός μου και η εθνική εν Ιωαννίνοις θέσις μου μοί επιβάλλουσι, οιαδήποτε κι αν ώσι τα αισθήματα μου, υπακούω πάντοτε μόνας τας διαταγάς του Βασιλέως μου και της Κυβερνήσεως του».
Την ίδια εποχή πληθώρα από τηλεγραφήματα, επιστολές διαμαρτυρίας, εισηγήσεις και προτάσεις απ’ όλες τις επαρχίες της Ηπείρου και τα άλλα διαμερίσματα της χώρας άρχισαν να καταφθάνουν στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου και την Κυβέρνηση, για το τι έπρεπε να γίνει προκειμένου να σωθεί το βόρειο τμήμα της Ηπείρου.
Οι αντικρουόμενες πληροφορίες, οι διαδόσεις και τα δημοσιεύματα του τύπου έτρεφαν για αρκετό διάστημα την ανησυχία και προκαλούσαν αναστάτωση στους κατοίκους της περιοχής, παράλληλα όμως γιγάντωναν και το φρόνημα τους για αντίσταση.
Ήδη μετά την απελευθέρωση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912 -1913) και το σχηματισμό της «Γενικής Διοίκησης των εν Ηπείρω υπό του Ελληνικού Στρατού Κατεχομένων Εδαφών», με έδρα τα Ιωάννινα και επικεφαλής τον Γεώργιο Χρ. Ζωγράφο, αποφασίστηκε αμυντική προπαρασκευή και σε κάθε διοικητική περιφέρεια της Ηπείρου συγκροτήθηκε από μία Επιτροπή Εθνικής Άμυνας, αποτελούμενη από 30-40 μέλη, από τους πιο εξέχοντες κατοίκους της περιοχής.
Στις 7 Ιανουαρίου 1914 ο Άγγλος Συνταγματάρχης Murray σε διάλεξη του στο Λονδίνο έλεγε ότι «και να είχε ηττηθεί η Ελλάς, δεν θα επιβάλλονταν σκληρότεροι όροι για την Ήπειρο».
Μέσα σε λίγο χρόνο οι διαδόσεις για επέκταση του αλβανικού κράτους προς τα νότια είχαν πάρει τη μορφή ασφαλών πληροφοριών και στον πληθυσμών των βορείων επαρχιών της Ηπείρου. Δεν γνώριζαν μόνο που ακριβώς θα έφταναν τα σύνορα και ποια στάση θα τηρούσε η Ελληνική Κυβέρνηση.
Όσο μεγάλωνε όμως η ανησυχία των Χριστιανών, μεταβάλλονταν αντίθετα και οι διαθέσεις σημαντικής μερίδας των Μουσουλμάνων κατοίκων. Ορισμένα μάλιστα άτομα, που βαρύνονταν για την εγκληματική τους δράση στο παρελθόν και δυσαρεστημένοι τοπάρχες που δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα παλιά τους προνομία, άρχισαν να κινούνται ύποπτα στην περιοχή. Η ανεκτικότητα των ελληνικών αρχών άφηνε άλλωστε ανοικτά δρομολόγια για την είσοδο ξένων πρακτόρων και εύκολους τρόπους κυκλοφορίας ιταλικών και αυστριακών νομισμάτων στην περιοχή.
Με βάση τα παραπάνω η διοίκηση του Ε΄ Σώματος Στρατού, εκτιμούσε ότι σε περίπτωση εισβολής αλβανικών δυνάμεων θα συμμετείχαν ασφαλώς και ένοπλες ομάδες ντόπιων Μουσουλμάνων. Και πράγματι δεν διαψεύσθηκε.
Στις 12 Ιανουαρίου 1914, ισχυρή ομάδα ατάκτων υπό το Σαλί Μπούτκα κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιοχή Βυθκούκι (νοτιοδυτικά της Κορυτσάς) και να συλλάβει δύο στρατιώτες αιχμαλώτους, ενώ άλλες συμμορίες με επικεφαλής τον Κιασίμ Μπέη, πρώην λοχαγό του τουρκικού στρατού, κατέλαβαν τα χωριά Μαλίντι, Μουζένσκα και Σέβρανη στην περιοχή βόρεια της Πρεμετής. Μέχρι τις 18 Ιανουαρίου διεξάγονταν μάχες, όταν ο Ελληνικός Στρατός έτρεψε τους Τουρκαλβανούς σε φυγή από την περιοχή. Όμως οι προκλήσεις από την πλευρά των Αλβανών σε συνεργασία με τους Ολλανδούς αξιωματικούς της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου συνεχίζονταν με διάφορα διπλωματικά επεισόδια.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας του Αργυροκάστρου με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, αποφάσισε τη σύγκλιση Πανηπειρωτικού Συνεδρίου.
Στις 23 Ιανουαρίου κοινοποίησε την απόφαση της με εγκύκλιο προς όλες τις Επιτροπές Εθνικής Άμυνας της Ηπείρου και τις κάλεσε να στείλουν τριμελή αντιπροσωπεία στο Αργυρόκαστρο, όπου στις 30 Ιανουαρίου 1914 θα άρχιζε τις εργασίες του το Συνέδριο για την εξέταση της καταστάσεως και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου.
Έκκληση του Σπύρου Σπυρομήλιου για τη Χιμάρα και την Ήπειρο προς το Πανελλήνιον (14 Ιανουαρίου 1914):
«Η Ελληνική φυλή από κτίσεως κόσμου υφίσταται τας επιδρομάς και τας επιθέσεις των εθνών καίτοι εις την ανθρωπότητα έδωκε, την όψιν της εικόνος του Θεού, την συμβολίζουσαν το ευγενές, το αγαθόν, το καλόν, το ανθρώπινον και αφήρεσε την όψιν και την έννοια του θηρίου.
Η Φυλή μας, φυλή μη έχουσα συγγένειαν μετά των άλλων επί της γης, έζησε, ζη και θα ζήση εφ’ όσον ζη ο πλανήτης, διότι τούτον υπεσήμανε ο Θεός, ο δανεισθείς την γλώσσαν αυτής, και του Θεού μόνον η εντολή θα εκτελεσθή. Διότι είναι φυλή εκπολιτίσεως, φυλή διδαχής, φυλή ημερότατος, φυλή ηθικοποιήσεως. Διότι δεν είναι φυλή αρπαγής, φυλή δόλου, δεν είναι φυλή ληστρική, δεν είναι φυλή άπληστος. Κατά περιόδους, εις την συνέχειαν των αιώνων έφθασεν εις τον κολοφώνα της ισχύος, και κατά περιόδους κατέπεσεν. Αλλά, και εις την μίαν και εις την άλλην περίπτωσιν δεν έκαμε κατάχρησιν της δυνάμεως αυτής, επί βλάβη της ανθρωπότητος, ουδέ ανέκτησε την δύναμιν της με τη συνδρομή άλλων φυλών.
Ιδού η παλιγγενεσία του 1821. Μόνοι εκ της τέφρας ανδρωθέντες οι πατέρες μας, εδημιούργησαν τον πυρήνα του μέχρι της χθες. Ιδού οι του 1912 και του 1913 απόγονοι αυτών, θαυματουργήσαντες απηλευθέρωσαν μέγα πλήθος αλυτρώτων. Αλλ’ ιδού και πάλιν οι εχθροί αναφαίνονται, ουχί πλέον υπό τον τύπον της προστασίας και της κηδεμονίας, αλλ’ αυθαιρέτως εν τη ισχύι αυτών και ζητούσιν όλοι συνασπισμένοι καθ’ ημών να αποκόψωσι και υποδουλώσωσι ότι το αίμα 60 χιλιάδων ηρώων ηλευθέρωσε, ότι μέγας Βασιλεύς, πολέμαρχος Βασιλεύς δια της ρομφαίας αυτού κατέλαβεν, όχι ξένον, αλλ’ ιδικόν του, κληρονομία των πατέρων του, αδελφούς και τέκνα αυτού στένοντα υπό ζυγόν βαρβάρων.
Αλλ’ ο αυτός κανών διέπει την Ευρώπην! Όλα τα βαλκανικά κράτη εκαρπώθησαν τους τόπους τους οποίους το θηρίον είχεν εις τους όνυχάς του επί πέντε αιώνας. Πολλά τούτων έλαβον και τόπους μη ανήκοντας εις αυτά. Η Βουλγαρία έλαβε την Θράκην. Η Σερβία πόλεις Μακεδονικάς μη ανηκούσας αυτή, αλλά και πόλεις Αλβανικάς καθαρώς. Την Γιάκοβαν, την Πρισρένην, την Πρίστιναν, την Δίβραν. Η Ελλάς μόνον δεν πρέπει να λάβη τας Ελληνικάς νήσους και την Ελληνικήν Ήπειρον. Διατί; Διότι πρέπει η Τουρκία να εξασφαλίση την Ασίαν και η Αλβανία να δυνηθή να ζήση. Έλληνες ημείς από αιώνων, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, πολιτισμένοι, ελευθερωθέντες από το θηρίον μας εκχωρούσιν εις άλλο θηρίον, την ουράν του μεγάλου, ούτινος η κεφαλή έμεινεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Μας ετυράννει Τούρκος, να μας εξαφανίση άλλος Τούρκος αγριώτερος του πρώτου!
Απλούς Έλλην, εκ των σφαζομένων καγώ Ηπειρωτών επικαλούμενος το όνομα του Θεού και του Βασιλέως ημών Κωνσταντίνου και επ’ αυτών στηριζόμενος, ζητώ τους Έλληνας πολεμιστάς, όσοι την πίστιν και την πατρίδαν υπηρέτησαν εις διαφόρους περιστάσεις, τους Μακεδονομάχους συντρόφους μου, τους γενναίους Κρήτας, τους αετούς της Ρούμελης και τους λεβέντες του Μωρηά. Ζητώ την συνδρομήν του Πανελληνίου δια 200 χιλιάδας Ελλήνων τους οποίους ασπλάχνως θυσιάζει η διπλωματία. Ζητώ βοήθεια όχι δι’ ημάς και τα σαρκία μας, αλλά δια το Έθνος, το οποίον μόνο με Ακροκεραύνεια, με Τεπελένι, με Κορυτσάν είναι ασφαλές, είναι ισχυρόν, είναι μέγα.
Έλληνες!
Αι κυβερνήσεις ρυθμίζουσι τα του Κράτους κατά την κρίσιν και αντίληψιν αυτών. Αι κυβερνήσεις δεν κυβερνώσι την Εθνικήν ψυχήν, διότι η εθνική ψυχή βλέπει και δρα καλλίτερον αυτών, διότι είναι ανωτέρα και σοφωτέρα αυτών. Αι Κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται. Μόνον η πίστις, η εθνική ψυχή και ο Βασιλεύς μένει.
Έλληνες! Εμπρός δια την Πίστιν, δια την μητέρα Πατρίδα. Εμπρός δια τον Βασιλέαν και την Μεγάλην Ελλάδα.
Χειμάρρα, 14 Ιανουαρίου 1914.
Δια την Χειμάρραν και την Ήπειρον, ΣΠ. ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ»
«Η Ελληνική φυλή από κτίσεως κόσμου υφίσταται τας επιδρομάς και τας επιθέσεις των εθνών καίτοι εις την ανθρωπότητα έδωκε, την όψιν της εικόνος του Θεού, την συμβολίζουσαν το ευγενές, το αγαθόν, το καλόν, το ανθρώπινον και αφήρεσε την όψιν και την έννοια του θηρίου.
Η Φυλή μας, φυλή μη έχουσα συγγένειαν μετά των άλλων επί της γης, έζησε, ζη και θα ζήση εφ’ όσον ζη ο πλανήτης, διότι τούτον υπεσήμανε ο Θεός, ο δανεισθείς την γλώσσαν αυτής, και του Θεού μόνον η εντολή θα εκτελεσθή. Διότι είναι φυλή εκπολιτίσεως, φυλή διδαχής, φυλή ημερότατος, φυλή ηθικοποιήσεως. Διότι δεν είναι φυλή αρπαγής, φυλή δόλου, δεν είναι φυλή ληστρική, δεν είναι φυλή άπληστος. Κατά περιόδους, εις την συνέχειαν των αιώνων έφθασεν εις τον κολοφώνα της ισχύος, και κατά περιόδους κατέπεσεν. Αλλά, και εις την μίαν και εις την άλλην περίπτωσιν δεν έκαμε κατάχρησιν της δυνάμεως αυτής, επί βλάβη της ανθρωπότητος, ουδέ ανέκτησε την δύναμιν της με τη συνδρομή άλλων φυλών.
Ιδού η παλιγγενεσία του 1821. Μόνοι εκ της τέφρας ανδρωθέντες οι πατέρες μας, εδημιούργησαν τον πυρήνα του μέχρι της χθες. Ιδού οι του 1912 και του 1913 απόγονοι αυτών, θαυματουργήσαντες απηλευθέρωσαν μέγα πλήθος αλυτρώτων. Αλλ’ ιδού και πάλιν οι εχθροί αναφαίνονται, ουχί πλέον υπό τον τύπον της προστασίας και της κηδεμονίας, αλλ’ αυθαιρέτως εν τη ισχύι αυτών και ζητούσιν όλοι συνασπισμένοι καθ’ ημών να αποκόψωσι και υποδουλώσωσι ότι το αίμα 60 χιλιάδων ηρώων ηλευθέρωσε, ότι μέγας Βασιλεύς, πολέμαρχος Βασιλεύς δια της ρομφαίας αυτού κατέλαβεν, όχι ξένον, αλλ’ ιδικόν του, κληρονομία των πατέρων του, αδελφούς και τέκνα αυτού στένοντα υπό ζυγόν βαρβάρων.
Αλλ’ ο αυτός κανών διέπει την Ευρώπην! Όλα τα βαλκανικά κράτη εκαρπώθησαν τους τόπους τους οποίους το θηρίον είχεν εις τους όνυχάς του επί πέντε αιώνας. Πολλά τούτων έλαβον και τόπους μη ανήκοντας εις αυτά. Η Βουλγαρία έλαβε την Θράκην. Η Σερβία πόλεις Μακεδονικάς μη ανηκούσας αυτή, αλλά και πόλεις Αλβανικάς καθαρώς. Την Γιάκοβαν, την Πρισρένην, την Πρίστιναν, την Δίβραν. Η Ελλάς μόνον δεν πρέπει να λάβη τας Ελληνικάς νήσους και την Ελληνικήν Ήπειρον. Διατί; Διότι πρέπει η Τουρκία να εξασφαλίση την Ασίαν και η Αλβανία να δυνηθή να ζήση. Έλληνες ημείς από αιώνων, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, πολιτισμένοι, ελευθερωθέντες από το θηρίον μας εκχωρούσιν εις άλλο θηρίον, την ουράν του μεγάλου, ούτινος η κεφαλή έμεινεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Μας ετυράννει Τούρκος, να μας εξαφανίση άλλος Τούρκος αγριώτερος του πρώτου!
Απλούς Έλλην, εκ των σφαζομένων καγώ Ηπειρωτών επικαλούμενος το όνομα του Θεού και του Βασιλέως ημών Κωνσταντίνου και επ’ αυτών στηριζόμενος, ζητώ τους Έλληνας πολεμιστάς, όσοι την πίστιν και την πατρίδαν υπηρέτησαν εις διαφόρους περιστάσεις, τους Μακεδονομάχους συντρόφους μου, τους γενναίους Κρήτας, τους αετούς της Ρούμελης και τους λεβέντες του Μωρηά. Ζητώ την συνδρομήν του Πανελληνίου δια 200 χιλιάδας Ελλήνων τους οποίους ασπλάχνως θυσιάζει η διπλωματία. Ζητώ βοήθεια όχι δι’ ημάς και τα σαρκία μας, αλλά δια το Έθνος, το οποίον μόνο με Ακροκεραύνεια, με Τεπελένι, με Κορυτσάν είναι ασφαλές, είναι ισχυρόν, είναι μέγα.
Έλληνες!
Αι κυβερνήσεις ρυθμίζουσι τα του Κράτους κατά την κρίσιν και αντίληψιν αυτών. Αι κυβερνήσεις δεν κυβερνώσι την Εθνικήν ψυχήν, διότι η εθνική ψυχή βλέπει και δρα καλλίτερον αυτών, διότι είναι ανωτέρα και σοφωτέρα αυτών. Αι Κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται. Μόνον η πίστις, η εθνική ψυχή και ο Βασιλεύς μένει.
Έλληνες! Εμπρός δια την Πίστιν, δια την μητέρα Πατρίδα. Εμπρός δια τον Βασιλέαν και την Μεγάλην Ελλάδα.
Χειμάρρα, 14 Ιανουαρίου 1914.
Δια την Χειμάρραν και την Ήπειρον, ΣΠ. ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ»
Οι πρώτες αντιδράσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης
Η Ελληνική Κυβέρνηση εξαναγκαζόμενη από τις περιστάσεις και τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, κοινοποίησε με εγκύκλιο της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου προς τους Διοικητικούς Επιτρόπους Περιφέρειας, τις ακόλουθες οδηγίες της για την ομαλή εκκένωση της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό:
- Να επιδιωχθεί, εφόσον είναι δυνατόν, η συνδιαλλαγή των δύο στοιχείων (ελληνικού και αλβανικού).
- Να σταματήσει ο αφοπλισμός των Αλβανών και να επιστραφούν όσα είδη είχαν αφαιρεθεί.
- Να απαγορευθεί η κυκλοφορία ατάκτων και όσοι υπάρχουν να αφοπλιστούν. Να καταδιωχθεί οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια κατά των Αλβανών.
- Να απαγορευθεί η είσοδος ανταρτών ή εθελοντικών σωμάτων στην Ήπειρο.
Επιπλέον στην ίδια εγκύκλιο τονιζόταν και πάλι ότι έπρεπε να αναπτυχθεί πνεύμα συνεργασίας και αγαθών σχέσεων μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων. Στα πλαίσια μάλιστα της προσπάθειας ομαλής εκκενώσεως της περιοχής δόθηκε εντολή στο Νομάρχη Κέρκυρας Βαρατάση να πάει στον Αυλώνα, όπου βρισκόταν η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου για τη ρύθμιση ορισμένων σχετικών θεμάτων.
Πολλά από τα μέτρα αυτά της Κυβερνήσεως έγιναν γνωστά στους κατοίκους με αποτέλεσμα να επακολουθήσουν έντονες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις στις πόλεις της Ηπείρου και στην Αθήνα. Χαρακτηριστικό δείγμα του τόνου των διαμαρτυριών και της οξύτητας της καταστάσεως που δημιουργήθηκε είναι και το παρακάτω τηλεγράφημα διαμαρτυρίας του Σ. Σπυρομήλιου πολιτικού και στρατιωτικού διοικητή Χιμάρας, με ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 1914, προς τον αναπληρωτή διοικητή του Ε΄ Σώματος Στρατού:
«Προ 15 μηνών, με διαταγή της Κυβερνήσεως επανεστάτησα την επαρχίαν και μέχριν σήμερον έμεινεν υπό τα όπλα πολεμούσα εις το πλευρόν του Στρατού. Ακόμη και χθες μετ’ αυτού εβάδισε κατά Μπολένας προς εκδίκησιν των φονευθέντων εν ενέδρα στρατιωτών.
Αν Ευρώπη δεν εγκρίνη ενωθώμεν μετά μητρός πατρίδος και αυτή δεν δύναται να μας προστατεύση, τουλάχιστον ας μας αφήση όπλα μας, αμυνθώμεν μόνοι. Ενδεχομένη διαταγή Κυβερνήσεως προς αφοπλισμόν ατιμάζει φυλήν. Στρατός δε, παραδίδων αόπλους συστρατιώτας και αδελφούς εις εχθρούς σφαγείς, γίνεται δήμιος και παρουσιάζει πρωτοφανές εις την ιστορίαν παράδειγμα.
Εν ονόματι Θεού και Ελληνισμού, εγκαταλείψατε μας, αλλά μη μας αφαιρείτε μέσα αμύνης. Φονεύσατε μας αλλά μη δεχθήτε να γίνετε συνεργοί δημίων.
Ο Ελληνικός Στρατός, ο δοξασθείς εις δύο πολέμους, ας μη παρουσιάσει ηθικόν ίσον και κατώτερον με αλβανικάς ορδάς. Ενθυμηθείτε το Έθνος. Ενθυμηθείτε τον Βασιλέα.
Σπυρομήλιος.»
Μετά από αυτό το Ε΄ Σώμα Στρατού διέταξε στις 9 Φεβρουαρίου την αντικατάσταση και σύλληψη του Ταγματάρχη Σπυρομήλιου και προχώρησε στη λήψη μέτρων για τη ματαίωση του Πανηπειρωτικού Συνεδρίου. Στις 11 Φεβρουαρίου όμως ο Αναπληρωτής Γενικός Διοικητής Ηπείρου Άγγελος Φορέστης ειδοποίησε τον Υποστράτηγο Παπούλα ότι η διαταγή του Ε΄ Σώματος Στρατού για τη σύλληψη του Σπυρομήλιου είχε ακυρωθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση.
Πηγές:
- «Ο Βορειοηπειρωτικός Αγώνας 1914» Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
- «Χειμάρρα, το άπαρτο κάστρο του Ελληνισμού» Κώστα Χατζηαντωνίου, εκδόσεις «Πελασγός»
- «Ο Βορειοηπειρωτικός Αγών (1914)» Κωνσταντίνου Σκενδέρη, εκδόσεις «Πελασγός»
- «Ο Αυτονομιακός Αγώνας Β. Ηπείρου 1914 από τη σκοπιά των Αγωνιστών», Απόστολου Παπαθεοδώρου, εκδόσεις «Τήνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου