Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Μεταναστευτικά ρεύματα που άλλαξαν το μεταπολεμικό πληθυσμιακό χάρτη της χώρα

Στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, η Ελλάδα γνώρισε έντονα μεταναστευτικά ρεύματα. Οι μεταναστεύσεις από τον ελλαδικό χώρο προς τις άλλες περιοχές της Βαλκανικής και τα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συρρικνώνονται στη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα και νέοι προορισμοί αναδύονται προοδευτικά (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς).

Μια "ακτινογραφία" σ' αυτές τις μετακινήσεις, κυρίως στο εσωτερικό της χώρας, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι και σήμερα, επιχειρείται μέσα από σχετική εργασία του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βύρωνα Κοτζαμάνη, με τη συμμετοχή της υποψήφιας διδάκτορος, Ζαχαρούλας Μίχου.

Οι αγροτικοί πληθυσμοί του βορείου τμήματος της Πελοποννήσου, επισημαίνει ο καθηγητής, είναι οι πρώτοι που μετακινήθηκαν μαζικά προς την αμερικανική ήπειρο με την έναρξη της σταφιδικής κρίσης, ενώ εκτιμάται ότι περίπου 370.000 άτομα (15%-20% του πληθυσμού της Ελλάδας στα τότε σύνορά της) εγκατέλειψαν τη χώρα ανάμεσα στο 1889 και το 1919.

Την ίδια περίοδο, αναδύονται και τα πρώτα ρεύματα εσωτερικής μετανάστευσης, με αποτέλεσμα την αύξηση του ειδικού βάρους του αστικού πληθυσμού (15% το 1889, 23% το 1920). Η μετανάστευση προς το εξωτερικό ατονεί την περίοδο του μεσοπολέμου, ενώ την επαύριον της Μικρασιατικής καταστροφής, 1,2 εκατομ. πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας, που θα απολέσει ταυτόχρονα 420.000 κατοίκους, με την ανταλλαγή των πληθυσμών.


Ένα σημαντικό τμήμα των εισερχομένων θα εγκατασταθεί σε αστικές περιοχές, προκαλώντας την πρώτη σημαντική αύξηση του πληθυσμού των πόλεων (αύξηση κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες ανάμεσα στο 1920 και το 1928, από 23% στο 31%).

Η ταραγμένη περίοδος, που θα ακολουθήσει τη γερμανική εισβολή (κατοχή και εμφύλιος), θα προκαλέσουν μια έντονη κινητικότητα στο εσωτερικό της χώρας. Οι συγκρούσεις και οι καταστροφές αναγκάζουν αγροτικούς και ορεινούς - ημιορεινούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Πελοποννήσου (και σε μικρότερο βαθμό της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας) να καταφύγουν στα μεγαλύτερα αστικά και ημιαστικά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ένα τμήμα τους, μετά την πρώτη αυτή αστική εμπειρία, με τη μερική ένταξή του στη μισθωτή εργασία και αποθαρρυμένο από τις καταστροφές παραμένει στα κέντρα "υποδοχής" και μετά τη λήξη του εμφυλίου, αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης.

Ένα άλλο (το μεγαλύτερο) επιστρέφει στους τόπους καταγωγής του και παραμένει εν αναμονή της δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών για την μετακίνησή του, είτε στα αστικά κέντρα του εσωτερικού, είτε στις βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Δημιουργείται έτσι ένα εν δυνάμει μεταναστευτικό απόθεμα, απόθεμα που θα τροφοδοτήσει τις επόμενες δεκαετίες τόσο την εξωτερική μετανάστευση (προς τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία αρχικά, τις βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης αργότερα) όσο και την εσωτερική μετανάστευση με προορισμό τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Η εξωτερική μετανάστευση, σύμφωνα με τους ερευνητές, συνυπάρχει την περίοδο αυτή, με την έξοδο από την ύπαιθρο και την ταχύτατη αστικοποίηση, με αποτέλεσμα στην απογραφή του 1981 το 58% του πληθυσμού της Ελλάδας να έχει πλέον συγκεντρωθεί στις αστικές περιοχές και ιδιαίτερα στα Π.Σ. Αθηνών και Θεσσαλονίκης, που τριπλασιάζουν σχεδόν τον πληθυσμό τους, ανάμεσα στο 1940 και το 1981.

Η μετανάστευση προς το εξωτερικό ατονεί, όμως, μετά το 1973 (και ακόμη περισσότερο μετά το 1980, τείνοντας να μηδενισθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες), παραχωρώντας αρχικά τη θέση της στην παλιννόστηση τμήματος των ελλήνων μεταναστών των προηγούμενων δεκαετιών, μια παλιννόστηση που θα περιοριστεί σημαντικά μετά το 1990. Ακολουθεί η μαζική εισροή αλλοδαπών από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (κυρίως δε από την Αλβανία) σε μια πρώτη φάση (1990-2005), από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της Ασίας την τελευταία πενταετία.

Η Ελλάδα μετατρέπεται έτσι- συμπεραίνεται στην εργασία- από χώρα εξαγωγής σε χώρα υποδοχής αλλοδαπών, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός των αλλοδαπών να ανέλθει, σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής, στις 770.000 (σχεδόν 7% του απογραφέντος πληθυσμού που αγγίζει τα 11 εκατ. άτομα).

Η κινητικότητα στο εσωτερικό της χώρας μας συνεχίζεται -αν και με μειωμένη ένταση- και μετά τη διακοπή της εξωτερικής μετανάστευσης, με αποτέλεσμα ο αστικός πληθυσμός να προσεγγίζει, το 2010, το 62%. Η εσωτερική αυτή κινητικότητα χαρακτηρίζεται βασικά από μετακινήσεις πληθυσμών από ορεινές - ημιορεινές περιοχές σε πεδινές και από αγροτικές σε αστικές και δευτερευόντως από μετακινήσεις από μικρότερα αστικά κέντρα σε μεγαλύτερα.

Η μαζική είσοδος των αλλοδαπών μετά το 1990 δεν φαίνεται να αίρει την πρότερη της εγκατάστασής τους ανισοκατανομή του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο και την έντονη αστικοποίησή του, ενώ, τις τελευταίες δεκαετίες, τα μεταναστευτικά αποθέματα πολλών αγροτικών περιοχών της χώρας τείνουν πλέον να εξαντληθούν.

Στην επιβράδυνση αυτή, μετά το 1980, της εξόδου από την ύπαιθρο συνέβαλε η προοδευτική βελτίωση των όρων της εργασίας και του αγροτικού εισοδήματος, μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η ενίσχυση της περιφέρειας, η ανάπτυξη του τουρισμού και η αποβιομηχάνιση μεγάλων αστικών κέντρων (αλλά και η δημογραφική γήρανση του χώρου αυτού), ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται δειλά κάποιες τάσεις για αναστροφή των μεταναστευτικών ρευμάτων από τις αστικές περιοχές προς την περιφέρεια.

Τα προαναφερθέντα ρεύματα εσωτερικής μετανάστευσης, σε συνδυασμό με την επιλεκτική εξωτερική μετανάστευση και την παλιννόστηση (στο βαθμό που μεγάλο τμήμα των Ελλήνων μεταναστών, που επέστρεψε στην Ελλάδα δεν εγκαταστάθηκε στον τόπο καταγωγής του) άλλαξαν ριζικά τον μεταπολεμικό πληθυσμιακό χάρτη της χώρας μας και συμμετείχαν ενεργά στην ταχύτατη αστικοποίηση του πληθυσμού της, το ειδικό βάρος του οποίου διπλασιάζεται σχεδόν σε μια εβδομηκονταετία (από 33% το 1940 στο 62% το 2010).

Αποστόλης Ζώης

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου