Του Θωμά Στεργιόπουλου
Κάθε που κατεβαίνω στην Αθήνα, δε γίνεται, θα περάσω απ’ την πλατεία Κάνιγγος. Λίγα μέτρα πιο πέρα είναι ένα δρομάκι κι ένα γραφείο, τόσο στενό που δύσκολα χωράνε τρεις-τέσσερις άνθρωποι. Εκεί μέσα δυο παιδιά του τόπου μας.
Ο Παναγιώτης Λέζος από τη Λεσινίτσα κι ο Κώστας Ζαφειράτης από το Λαζάτι, δασκαλοχώρια και τα δύο. Οι δυο τους, χρόνια τώρα, προσπαθούν να φτιάξουν μια βιβλιοθήκη για τον τόπο τους.
Τη βιβλιοθήκη της πατριδογνωσίας για τους Βορειοηπειρώτες. Για μάς που μεγαλώσαμε χωρίς ελληνικά βιβλία και χωρίς τις παλαιότερες βιβλιογραφικές πηγές για τον τόπο μας, αλλά και για τα παιδιά μας που ξεκόπηκαν απλό τις ρίζες των γονιών τους και από την ιστορία του τόπου μας.
Χωρίς καμιά βοήθεια και με κίνητρο την αγάπη για τον τόπο μας, χρόνια τώρα, αναδιφούν σε βιβλιοθήκες, σε αρχεία, σε αποθήκες, σε πατάρια, σε παλιά μπαούλα και σκοροφαγωμένα σεντούκια.
Ψάχνουν δυσεύρετα περιοδικά και σπάνια βιβλία. Από την Αλβανία στην Ελλάδα, από την Κωνσταντινούπολη στην Αλεξάνδρεια και από τη Βενετία στο Ιάσιο άπλωσαν ένα δίχτυ αναζήτησης παλιών και δυσεύρετων βιβλίων που αναφέρονται στον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό, στον Ελληνισμό που εκτείνεται ευρύτερα στην αλβανική επικράτεια και όχι μόνο.
Διότι τα βιβλία παλαιοτέρα δεν γνώριζαν σύνορα κι εθνικισμούς, όπως γνωρίσαμε εμείς τα τελευταία 50 χρόνια.
Είναι όλα τους βιβλία που σχετίζονται με την ενιαία Ήπειρο κι ακόμα πιο πέρα, πιο βαθιά: Στις οάσεις και τις νησίδες πολιτισμού που ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία δημιούργησαν κατά τους τελευταίους αιώνες στην Αλβανία. Και η συγκομιδή πλούσια.
Πάνω από διακόσιους τίτλους. Διατριβές, μονογραφίες, ιστορικές μελέτες, συναξάρια, οδοιπορικά, δρομοδείκτες, περιηγήσεις, βίους αγίων και μαρτύρων της Ρωμιοσύνης και του χριστιανισμού. Βιβλία που το ιστορικό τους βάθος περνάει τον δέκατο όγδοο αιώνα.
Βιβλία παλαιά, από εποχές που τα Βαλκάνια δεν είχαν σύνορα κι οι άνθρωποι, τα καραβάνια, οι πραμάτειες και οι πολιτισμοί κινούνταν ανεμπόδιστα, διασταυρώνονταν κι αλληλεπιδρούσαν. Δημιουργούσαν αυτό που αποκαλούμε κοινό βαλκανικό πολιτισμό.
Εποχές που ένας μοναχός από τη Δρόπολη, ο Κοσμάς ο Θεσπρωτός, έπαιρνε το δισάκι του και οδοιπορούσε στο Τεπελένι, στη Μουζεκιά, στο Μπεράτι, τη Μοσχόπολη, την Κορυτσά κι έφτανε ως τη Σκόδρα, αφήνοντας πίσω του ένα καταπληκτικό οδοιπορικό του 18ου αιώνα από την Αλβανία, ή βιβλία Βορειοηπειρωτών όπως ο Αθανάσιος Οικονομίδης από την Πολύτσιανη, ο Κώστας Δέδες από τις Δρυμάδες, ή ο Βασίλειος Μπαράς από τη Λεσινίτσα.
Οι πρώτοι τριάντα τίτλοι είναι έτοιμοι και σύντομα θα κυκλοφορήσουν. Και για να μην φανεί ότι θρυλούμε, δίνουμε στο αναγνώστη κάποιους από τους τίτλους βιβλίων της σειράς «Πατριδογνωσία»: «Ηπειρωτικά» του Αθανασίου Σταγειρίτου, καθηγητής της Ελληνικής γλώσσας στη Βιέννη, έτος εκδόσεως 1819, «Μοσχόπολίς- η Αθήνα της Τουρκοκρατίας» του σπουδαίου ιστορικού Φάνη Μιχαλόπουλου, 1941, «Λεξικό των Αγίων Πάντων», το κύκνειο άσμα του Δροβιανίτη Β. Ζώτου-Μολοσσού που εκδόθηκε το 1904 και οκτώ χρόνια πριν από το θάνατό του, «Δρομολόγια της Ελληνικής Χερσονήσου», 1882 επίσης του Β. Ζώτου –Μολοσσού, «Θεωρητική και πρακτική εκκλησιαστική μουσική» γραμμένο επίσης από το συμπατριώτη μας Μαργαρίτη Παπαχρήστο-Δροβιανίτη, 1851, «Μελέτη περί της θέσεως του Ιονίου Πελάγους» του Αντωνίου Μηλιαράκη, 1888, «Ηπειρωτικά» του Αθανασίου Πετρίδη, σπουδαίου φιλόλογου από τη Δρόβιανη, με πολλές αναφορές στην ιστορία των Αλβανών, «Μελέτη περί της αρχαίας χαρτογραφίας και ιστορίας της Ηπείρου» του ιατρού Αλέξανδρου Πάλλη, 1858 και αρκετά άλλα όπως, ο δεύτερος τόμος με τα κατάλοιπα του δάσκαλου Βασιλείου Μπαρά, καθώς και τα άπαντα του Νικολάου Μυστακίδη από τη Δρόβιανη.
Πρέπει να πούμε πως τα βιβλία αυτά δεν είναι όλα σπουδαία. Η καθαρεύουσα, το μπέρδεμα της ιστορίας με τους θρύλους, οι ιστορικές ανακρίβειες, οι πληθυσμιακές αλλαγές μετά τη χάραξη των συνόρων, καθώς και η νεότερη ιστορία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού περιορίζουν αρκετά από τα βιβλία αυτά και πολλές σελίδες τους μοιάζουν αναχρονικές, ξεπερασμένες. Είναι επί το πλείστον βιβλία γραμμένα στην αυγή της Ηπειρώτικης Αναγέννησης, όταν η Ήπειρος έβγαινε από το μεσαιωνικό σκοτάδι και την Τουρκοκρατία. Για ένα, όμως, είμαστε βέβαιοι: Είναι χρήσιμα για κάθε συμπατριώτη μας, αλλά και κάθε συμπολίτη μας Αλβανό, που θέλει να γνωρίσει την ιστορία της Ηπείρου, το παρελθόν του τόπου μας. Υπάρχουν στις σελίδες τους πληροφορίες, γεγονότα, αναφορές, χρονολογίες, μαρτυρίες που προσφέρονται στον ιστορικό, το συγγραφέα, το λαογράφο, τον αρχαιολόγο.
Φυσικά ο εντοπισμός και η καταγραφή τόσων βιβλίων στο χώρο της Ηπείρου μας ξαφνιάζει ευχάριστα και δείχνει ότι ακόμα και μέσα στα σκοτάδια της σκλαβιάς και στην υποδούλωση, η Ρωμιοσύνη είχε δρομοδείκτες και φωτισμένα μυαλά.
Το ιδανικό θα ήταν να εκδίδονταν τα βιβλία αυτά μεταγλωττισμένα και σχολιασμένα από αρμόδιους ιστορικούς, γλωσσολόγους, λαογράφους, θεολόγους κ.α. Ποιος όμως μπορεί να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο έργο; Δεν έχουμε, όμως, κανείς μας το δικαίωμα, να απαιτήσουμε από δύο ανθρώπους βιοπαλαιστές να κάνουν τέτοια ανοίγματα. Ούτε και να τους αφήσουμε μόνους στο τεράστιο αυτό έργο. Η προσπάθειά τους, σκοπό έχει να περισώσει βιβλία δυσεύρετα για τον τόπο μας και να τα κάνει προσιτά στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Να σώσει από τον αφανισμό και την αδιαφορία παλιά κιτρινισμένα χειρόγραφα, με αναφορές στον τόπο μας. Να συμμαζέψει τα σκορπισμένα και διάσπαρτα γραπτά των Βορειοηπειρωτών λογίων, από δυσεύρετες εφημερίδες, παλαιά ηπειροτολόγια και έντυπα απρόσιτα. Κάνουν με δική τους πρωτοβουλία, αυτό που για 50 χρόνια δεν μπορούσε να γίνονταν στον τόπο μας.
Αυτό που δεν έπραξαν ή δεν θέλησαν να πράξουν οι συμπατριώτες μας Βορειοηπειρώτες που βρίσκονταν στην Ελλάδα από δεκάδες χρόνια πριν, με τους δεκάδες συλλόγους και τα Βορειοηπειρωτικά σωματεία που καταναλώθηκαν σε μια στείρα ρητορική για το Βορειοηπειρωτικό, ξεχνώντας το κυριότερο, τον πολιτισμό.
Έτσι που σήμερα κάποιοι «ονειροπαρμένοι» από εμάς, με εμμονές στον πατριωτισμό, την ιστορία και την πολιτιστική μας κληρονομιά, να προσπαθούμε απεγνωσμένα να συμμαζέψουμε το έργο του Νικολάου Μυστακίδη από τη Δρόβιανη, που κανένας σύλλογος ή φορέας στην Ελλάδα, δεν καταδέχτηκε να χρηματοδοτήσει την έκδοσή του και να διαπιστώνουμε με πόνο ψυχής ότι, πολλές από τις εφημερίδες και τα έντυπα με τα γραπτά του έχουν εξαφανιστεί, ενώ τα χειρόγραφά του να έχουν χαθεί οριστικά.
Τέλος, όμως, ας σταματήσουμε εδώ την πικρία μας και ας ξαναγυρίσουμε στην οδό Πατούσα, στον Παναγιώτη και τον Κώστα. Θα μπορούσε την επανέκδοση αυτών των βιβλίων και χειρογράφων, να την αναλάβει κάποιος Ελλαδίτης εκδότης, ένας πολιτιστικός φορέας, κάποιο ίδρυμα απ’ αυτά που στο όνομα του Ελληνισμού ξοδεύουν εκατομμύρια για να αποδείξουν ότι οι Κάλας στο μακρινό Αφγανιστάν είναι απόγονοι του Μεγαλέξανδρου!
Για την κατακαημένη Εθνική Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία ποιος να ενδιαφερθεί; Ανοίξτε εφημερίδες και όσες τηλεοράσεις θέλετε. Σιωπή και αμνησία. Είναι κάτι που βιώνουμε όλοι μας, όσοι προσπαθούμε να σώσουμε απ’ τον πολιτιστικό αφανισμό τον τόπο μας.
Φυσικά, αυτό το γνωρίζουν καλύτερα απ’ όλους μας ο Παναγιώτης και ο Κώστας. Γι’ αυτό έφτιαξαν με έδρα τους Αγίους Σαράντα και το μικρό εκδοτικό οίκο και τον ονόμασαν Ελίκρανον, έναν διακριτικό τίτλο χαρακτηριστικό για τον τόπο μας και την πανάρχαια ελληνική ιστορία του. Γι’ αυτό ανοίξανε και στην Αθήνα παράρτημα των εκδόσεων αυτών και ταυτόχρονα βιβλιοπωλείο. Μα που είναι θα πει κανείς; Εκεί, λοιπόν, στο στενό εκείνο γραφείο τους θα τα βρείτε όλα. Εκείνοι είναι οι διεκπεραιωτές (δακτυλογράφοι, διορθωτές, τυπογράφοι και βιβλιοδέτες), όλης αυτής της πολύπλοκης διαδικασίας για να παραχθεί ένα βιβλίο, που για τον τόπο μας είναι ένα αληθινό μαργαριτάρι. Μικρό, πολύ μικρό το τιράζ των βιβλίων που κυκλοφορούν και σχεδιάζουν να κυκλοφορήσουν. Όχι λόγω τσιγκουνιάς. Είναι διότι εμείς οι Βορειοηπειρώτες στην Ελλάδα δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε το δικό μας αναγνωστικό κοινό. Ούτε, ακόμα και από αυτούς τους κατ’ επίφαση «πατριώτες», που προσποιούνται πως ενδιαφέρονται για τον τόπο μας.
Τι κι αν είχαμε εκατοντάδες δασκάλους και φοιτητές. Δεν έχουμε ακόμα έναν κύκλο ανθρώπων που να αναζητεί, να διαβάζει και να κρίνει όχι μόνο τα ιστορικά βιβλία, αλλά πρωτίστως τα λογοτεχνικά, τα βιβλία των Βορειοηπειρωτών ποιητών και πεζογράφων που ούτε λίγα είναι και ούτε υπολείπονται της ελληνικής λογοτεχνίας. Είναι κι αυτό μια πικρία των δημιουργών μας, μια δεύτερη απογοήτευση κι αυτή για τον Παναγιώτη και τον Κώστα. Ελπίζουν, όμως, πως τα βιβλία της σειράς πατριδογνωσίας, που ετοιμάζουν, καθώς και τα λογοτεχνικά μας βιβλία, θα φτάσουν κάποτε στον προορισμό τους. Στα παιδιά μας! Και δεν απογοητεύονται, δεν το βάζουν κάτω.
Ψάχνουν, ενδιαφέρονται και κάθε μέρα το αρχείο τους εμπλουτίζεται. Υπάρχουν άνθρωποι που, αφιλοκερδώς, προσφέρουν κείμενα, βιβλία, φωτοτυπίες, χειρόγραφα και διάφορα τεφτέρια. Το ξέρουν πως δεν θα πάνε χαμένα. Τους εμπιστεύονται. Κι αυτό είναι κάτι σπουδαίο που δεν κερδίζεται τόσο εύκολα. Ο Κώστας είναι πάντα εκεί, χαμογελαστός, αφοσιωμένος, πότε μπροστά στον υπολογιστή που παρελαύνουν οι τίτλοι των βιβλίων ή κείμενα απ’ αυτά κι άλλοτε πάνω απ’ το φωτοτυπικό.
Ο χρόνος δεν μας χωράει. Κι είναι τόσα πολλά να πούμε. Για τα νέα ευρήματα, για τη σειρά των βιβλίων που κάθε μέρα μεγαλώνει και ξεπερνάει τους 200 τίτλους. Και κάθε φορά που περνάω από κει θα μου δείξει ο Κώστας και κάτι νέο: Ένα γράμμα του Καποδίστρια προς στον Αλέξανδρο Βασιλείου, απ’ το Αργυρόκαστρο, ένα βιβλίο που μέσω μιας σφραγίδας του αποδεικνύει πως στο Δέλβινο υπήρχε το ελληνικό βιβλιοπωλείο «Αναγν. Μουζίνας & Υιός». Και πάντα η έκπληξη, το ανεπάντεχο, το απροσδόκητο: Εκατό χρόνια μετά τη συγγραφή του βρέθηκε σε πλανόδιο πωλητή στο Μοναστηράκι το χειρόγραφο «Ιστορία της Χαονίας» του Δροβιανίτη Πάνου Πετρίδη. Ένα κείμενο μοναδικό για τον τόπο μας. Είναι γεμάτο εκπλήξεις και καρδιοκτύπια το ταξίδι στην ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου σου.
Το οδοιπορικό της αναζήτησης μοιάζει με ταξίδι στα ορεινά χωριά μας. Πάντα στην κορυφή της ανηφόρας, μέσα στην ξερολιθιά και τα δύσβατα μονοπάτια σε προσμένει μια βρυσούλα, ένα αθέατο πηγάδι, μια πέτρινη «χούφτα» γεμάτη δροσιά. Κι έτσι θα αποζημιωθείς για τον κάματο και την περιπλάνηση. Έλπιζε κανείς πως 90 χρόνια μετά θα ανευρίσκονταν στην Πάτρα, το χειρόγραφο «Πραγματεία περί Δρόβιανης» που έγραψε το 1887, ο 25χρονος τότε Δροβιανίτης δάσκαλος Ν. Μυστακίδης;
Με όλες τις αναποδιές που ζήσαμε, φαίνεται πως υπάρχει και για τον τόπο μας, κάποιος καλός θεός, που δεν λέει να μας εγκαταλείψει. Πως αλλιώς να εξηγηθούν αυτά τα ευρήματα για τον τόπο μας, μετά από 100-150 χρόνια συμφορές και χαλασμούς! Αυτό είναι που κάνει τον Παναγιώτη και τον Κώστα να ερευνούν, πάντα να ελπίζουν και να χαμογελούν.
Η βιβλιοθήκη της πατριδογνωσίας κάθε μέρα εμπλουτίζεται και το Σεπτέμβρη μετά την επιστροφή από το γενέθλιο τόπο μας ίσως έχουμε τη χαρά να ξεφυλλίσουμε τα πρώτα τριάντα βιβλία της σειράς.
Η λαϊκή παράδοση του τόπου μας αναφέρει πως, όταν έφτιαχναν τα πηγάδια στην άνυδρη Δρόβιανη, κάθε οικογένεια προσέφερε τον δικό της οβολό, που ήταν ένα καλάθι αυγά, για να φτιάξουν το κουρασάνι, ώστε να είναι στέρεο, υγιεινό και να κρατάει νερό το πηγάδι.
Τα καλά βιβλία που προετοιμάζονται στο στενό γραφείο της Πατούσα 2, είναι σαν τα δροβιανίτικα πηγάδια. Βοηθούν τις ψυχές των ανθρώπων μας να μην μαραθούν στους άνυδρους καιρούς που διανύουμε. Σ’ εμάς τους αναγνώστες, μένει να σκύψουμε να ξεδιψάσουμε, προσφέροντας ως ανταμοιβή για τη δροσιά τους, τον όβολό μας. Θα είναι μια ενθαρρυντική χειρονομία για τους συμπατριώτες μας, ώστε να συνεχίσουν το ανιδιοτελή τους έργο.
Αλλά πρωτίστως θα είναι μια δικαίωση για τον τρισχιλιόχρονο ελληνικό πολιτισμό μας και για τον τόπο μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για παραγγελίες της "Πατριδογνωσίας" μπορείτε να απευθύνεσθε στο τηλ.: 2103303035.
πηγή: Κάτοψη (με άποψη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου