Να νικήσει το Θεό, να Τον εξαφανίσει. Να Τον βγάλει απ’ τη ζωή κι από την σκέψη των ανθρώπων. Αυτό ήταν το όνειρο του Ενβέρ Χότζα, ηγέτη της Αλβανίας. Όνειρο που υπηρέτησε πιστά κι οργανωμένα μέχρι το θάνατό του, το 1985.
Πρώτα διέταξε την απογραφή του υλικού των εκκλησιών, ύστερα την περισυλλογή κάθε λατρευτικού αντικειμένου και στη συνέχεια επέβαλε την τέλεια θρησκευτική απαγόρευση. Η Αλβανία ανακηρύχθηκε η πρώτη χώρα στην οποία, το 1967, ο αθεϊσμός επιβλήθηκε δια ροπάλου, απόλυτα κι ασφυκτικά όσο σε καμιά άλλη. Τα αντικείμενα λατρείας βεβηλώθηκαν. Όσα είχαν αξία πουλήθηκαν αυτούσια ή έλιωσαν, ενώ τα υπόλοιπα δόθηκαν στο στρατό για εξάσκηση στη σκοποβολή. Οι ιερείς αποσχηματίστηκαν και οδηγήθηκαν στα γραφεία εργασίας για να κάνουν «πραγματικές δουλειές».
Η χρήση και διατήρηση θρησκευτικών συμβόλων τιμωρούνταν παραδειγματικά και είχε αντιμετώπιση αδικήματος ποινικού δικαίου. Η επίκληση του Θεού -και ως απλό επιφώνημα- απαγορεύθηκε. Η υποψία και μόνο Θεού στο μυαλό κάποιου, ήταν αρκετή για να χαρακτηριστεί «εχθρός του λαού», ο κουλάκος, που το κόμμα είχε ανάγκη για να ξεσπά πάνω του η πάλη των τάξεων.
Ο Θεός εξορίστηκε από τις καθημερινές συνήθειες, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να διατηρηθεί στην εξορία. Χρειαζόταν πιο ριζικές επεμβάσεις. Οποιαδήποτε αναφορά ακόμα και σε λογοτεχνικά κείμενα ήταν απαγορευμένη. Εκτός από την αυστηρή λογοκρισία, επιβλήθηκαν περικοπές ακόμη και σε έργα αγαπημένων στο σύστημα λογοτεχνών του 19ου αι., που θεωρούνται θεμελιωτές του αλβανικού εθνικισμού, όπως ο Anton Zako Çajupi ή οι αδελφοί Frashëri, στα σημεία που ανέφεραν τη λέξη «Θεός».
Κι η επίθεση συνεχίστηκε στο χώρο της Ιστορίας. Εκεί το καθεστώς θα έπρεπε να αποφύγει να εξηγήσει, ποιος είναι ο Χριστός, που χώρισε την πορεία της ανθρωπότητας στα δύο, σε «πριν» και «μετά» την γέννησή Του. Έτσι, εφευρέθηκε ένα αόριστο σημείο «μηδέν» και οι χρονικές αναφορές προσαρμόστηκαν σε «πριν από τον καιρό μας» για τις προ Χριστού περιόδους και «στον καιρό μας, στην εποχή μας, ή στη νέα εποχή» για το μετά Χριστόν διάστημα. Έτσι, η ναυμαχία στο Άκτιο έγινε το 31 «πριν από τον καιρό μας», ενώ η ίδρυση του αλβανικού κράτους το 1913 «της νέας εποχής». Φυσικά, χωρίς να καθορίζεται πουθενά «πριν» και «μετά» από τι, προσδιορίζεται «ο καιρός ή η εποχή μας».
Όλη αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια να αφανιστεί ο Θεός σε κάθε επίπεδο, θα ήταν αστεία, αν δεν υπήρξε τόσο τραγική. Στη χώρα απλώθηκε μια σκιά, που έπρεπε διαρκώς να συντηρείται. Ο ηγέτης της χώρας έδιωχνε το Θεό, τον Πατέρα, που είναι η Αγάπη, αλλά πίσω έμενε ένα τεράστιο κενό. Εκεί, έβαλε τον εαυτό του. Έγινε αυτός «ο πατερούλης» κι απαίτησε να τιμάται και να υμνείται ως «η αγάπη» που φέρνει στο λαό.
Μια «αγάπη» βαριά σαν ταφόπλακα, που ωστόσο, στάθηκε αδύνατον να μην παρουσιάσει ρωγμές-ηχηρά χαστούκια στην παντοδυναμία του συστήματος. Ρωγμές, που προκάλεσαν οι μικρές φλογίτσες καντηλιών, σαν αυτά που κρυφά, μέσα στη νύχτα ξεφύτρωναν έξω από τις έρημες και γκρεμισμένες εκκλησιές, και τα τσόφλια, -ναι!-τα τσόφλια κόκκινων αυγών που κάθε ξημέρωμα Πασχαλιάς, ριγμένα στις πιο κεντρικές πλατείες, επιδεικτικά επέμεναν να χλευάζουνε την υποτιθέμενη νίκη του θανάτου, την απόλυτη κυριαρχία του ηγεμόνα, που επεδίωξε την μόνιμη εγκατάσταση μιας Μεγάλης Παρασκευής στις ψυχές. Γιατί,«Το φως, το πανάρχαιο φώς, είναι νέο, οι σκιές είναι της στιγμής, γεννιούνται γερασμένες» (Ταγκόρ)
Μέσα στο αθεϊστικό παραλήρημα του διέφυγε μια λεπτομέρεια: πως ο Θεός που καταδιώκει, είναι Θεός που αναστήθηκε.
Πριν χρόνια, στο κέντρο της Κορυτσάς υψωνόταν το μεγαλεπίβολο άγαλμα του Ενβέρ Χότζα. Σήμερα, στο ίδιο σημείο, τα ίδια χέρια που κομμάτιασαν το άγαλμα του «πατερούλη», ύψωσαν μεγαλόπρεπο Ναό. Τον Ναό της Αναστάσεως του Κυρίου.
ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΗ
Πρώτα διέταξε την απογραφή του υλικού των εκκλησιών, ύστερα την περισυλλογή κάθε λατρευτικού αντικειμένου και στη συνέχεια επέβαλε την τέλεια θρησκευτική απαγόρευση. Η Αλβανία ανακηρύχθηκε η πρώτη χώρα στην οποία, το 1967, ο αθεϊσμός επιβλήθηκε δια ροπάλου, απόλυτα κι ασφυκτικά όσο σε καμιά άλλη. Τα αντικείμενα λατρείας βεβηλώθηκαν. Όσα είχαν αξία πουλήθηκαν αυτούσια ή έλιωσαν, ενώ τα υπόλοιπα δόθηκαν στο στρατό για εξάσκηση στη σκοποβολή. Οι ιερείς αποσχηματίστηκαν και οδηγήθηκαν στα γραφεία εργασίας για να κάνουν «πραγματικές δουλειές».
Η χρήση και διατήρηση θρησκευτικών συμβόλων τιμωρούνταν παραδειγματικά και είχε αντιμετώπιση αδικήματος ποινικού δικαίου. Η επίκληση του Θεού -και ως απλό επιφώνημα- απαγορεύθηκε. Η υποψία και μόνο Θεού στο μυαλό κάποιου, ήταν αρκετή για να χαρακτηριστεί «εχθρός του λαού», ο κουλάκος, που το κόμμα είχε ανάγκη για να ξεσπά πάνω του η πάλη των τάξεων.
Ο Θεός εξορίστηκε από τις καθημερινές συνήθειες, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να διατηρηθεί στην εξορία. Χρειαζόταν πιο ριζικές επεμβάσεις. Οποιαδήποτε αναφορά ακόμα και σε λογοτεχνικά κείμενα ήταν απαγορευμένη. Εκτός από την αυστηρή λογοκρισία, επιβλήθηκαν περικοπές ακόμη και σε έργα αγαπημένων στο σύστημα λογοτεχνών του 19ου αι., που θεωρούνται θεμελιωτές του αλβανικού εθνικισμού, όπως ο Anton Zako Çajupi ή οι αδελφοί Frashëri, στα σημεία που ανέφεραν τη λέξη «Θεός».
Κι η επίθεση συνεχίστηκε στο χώρο της Ιστορίας. Εκεί το καθεστώς θα έπρεπε να αποφύγει να εξηγήσει, ποιος είναι ο Χριστός, που χώρισε την πορεία της ανθρωπότητας στα δύο, σε «πριν» και «μετά» την γέννησή Του. Έτσι, εφευρέθηκε ένα αόριστο σημείο «μηδέν» και οι χρονικές αναφορές προσαρμόστηκαν σε «πριν από τον καιρό μας» για τις προ Χριστού περιόδους και «στον καιρό μας, στην εποχή μας, ή στη νέα εποχή» για το μετά Χριστόν διάστημα. Έτσι, η ναυμαχία στο Άκτιο έγινε το 31 «πριν από τον καιρό μας», ενώ η ίδρυση του αλβανικού κράτους το 1913 «της νέας εποχής». Φυσικά, χωρίς να καθορίζεται πουθενά «πριν» και «μετά» από τι, προσδιορίζεται «ο καιρός ή η εποχή μας».
Όλη αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια να αφανιστεί ο Θεός σε κάθε επίπεδο, θα ήταν αστεία, αν δεν υπήρξε τόσο τραγική. Στη χώρα απλώθηκε μια σκιά, που έπρεπε διαρκώς να συντηρείται. Ο ηγέτης της χώρας έδιωχνε το Θεό, τον Πατέρα, που είναι η Αγάπη, αλλά πίσω έμενε ένα τεράστιο κενό. Εκεί, έβαλε τον εαυτό του. Έγινε αυτός «ο πατερούλης» κι απαίτησε να τιμάται και να υμνείται ως «η αγάπη» που φέρνει στο λαό.
Μια «αγάπη» βαριά σαν ταφόπλακα, που ωστόσο, στάθηκε αδύνατον να μην παρουσιάσει ρωγμές-ηχηρά χαστούκια στην παντοδυναμία του συστήματος. Ρωγμές, που προκάλεσαν οι μικρές φλογίτσες καντηλιών, σαν αυτά που κρυφά, μέσα στη νύχτα ξεφύτρωναν έξω από τις έρημες και γκρεμισμένες εκκλησιές, και τα τσόφλια, -ναι!-τα τσόφλια κόκκινων αυγών που κάθε ξημέρωμα Πασχαλιάς, ριγμένα στις πιο κεντρικές πλατείες, επιδεικτικά επέμεναν να χλευάζουνε την υποτιθέμενη νίκη του θανάτου, την απόλυτη κυριαρχία του ηγεμόνα, που επεδίωξε την μόνιμη εγκατάσταση μιας Μεγάλης Παρασκευής στις ψυχές. Γιατί,«Το φως, το πανάρχαιο φώς, είναι νέο, οι σκιές είναι της στιγμής, γεννιούνται γερασμένες» (Ταγκόρ)
Μέσα στο αθεϊστικό παραλήρημα του διέφυγε μια λεπτομέρεια: πως ο Θεός που καταδιώκει, είναι Θεός που αναστήθηκε.
Πριν χρόνια, στο κέντρο της Κορυτσάς υψωνόταν το μεγαλεπίβολο άγαλμα του Ενβέρ Χότζα. Σήμερα, στο ίδιο σημείο, τα ίδια χέρια που κομμάτιασαν το άγαλμα του «πατερούλη», ύψωσαν μεγαλόπρεπο Ναό. Τον Ναό της Αναστάσεως του Κυρίου.
ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΗ
sfeva
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου