Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εμφανίστηκαν μεγάλα ρήγματα στις σχέσεις του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθέριου Βενιζέλου και του Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Ο Βενιζέλος επιθυμούσε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (Τριπλή Συνεννόηση - Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία), ενώ ο Κωνσταντίνος λόγω της φιλικής στάσης του προς τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστρο-ουγγαρία) προτιμούσε την ουδετερότητα.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1915 παραιτήθηκε η Κυβέρνηση Βενιζέλου και στις εκλογές της 6ηςΔεκεμβρίου του ίδιου χρόνου το κόμμα των Φιλελευθέρων απείχε, θεωρώντας αντισυνταγματική τη διενέργεια τους, αφού νωρίτερα η χώρα είχε κηρυχθεί σε κατάσταση γενικής επιστράτευσης.
Ο διχασμός ήταν πλέον γεγονός και οι συνέπειες του ήταν καταστροφικές για το έθνος.
Στις 11 Ιανουαρίου του 1916 έγιναν δεκτοί στη Βουλή και οι εκπρόσωποι της Βορείου Ηπείρου που είχαν εκλεγεί.
Η τότε κυβέρνηση Σκουλούδη δεν αρκέσθηκε στην εκλογή των Βορειοηπειρωτών Βουλευτών, αλλά διακήρυξε ότι το ζήτημα της Β. Ηπείρου είχε λήξει και τον Απρίλιο δημοσίευε δύο Βασιλικά Διατάγματα, με τα οποία η περιοχή ενσωματωνόταν στην Ελλάδα.
Η ενέργεια αυτή αποδείχθηκε ανεπίκαιρη και άστοχη και εξέθεσε επικίνδυνα την Ελλάδα στο εξωτερικό. Η Ιταλία διαμαρτυρήθηκε αμέσως και έντονα για τη διακήρυξη. Επακαλούθησαν παραστάσεις και διαβήματα των δυνάμεων της Αντάντ (σύμμαχος των οποίων ήταν και η Ιταλία) που αξίωναν τη διακοπή της συμμετοχής των Βουλευτών της Βορείου Ηπείρου στη Βουλή των Ελλήνων. Η Ελληνική Κυβέρνηση πιεζόμενη αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Η εχθρική διπλωματική ενέργεια της Αντάντ, δεδομένου ότι πριν από λίγο καιρό αποδεχόταν την άμεση παραχώρηση της Β. Ηπείρου στην Ελλάδα, ήταν μία σκληρή προειδοποίηση για την περίπτωση που η Αθήνα θα έπαιρνε θέση αντίθετη προς τα συμφέροντα της, στη σύρραξη που ήδη είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις.
Η πολιτική της ουδετερότητας είχε αρχίσει να δημιουργεί δυσμενές εξελίξεις εις βάρος της Ελλάδας, η οποία τον Οκτώβριο του 1916 παρουσίαζε πρωτοφανές παράδειγμα ουδέτερου κράτους, που το έδαφος του κατεχόταν από δύο αντίπαλες εμπόλεμες παρατάξεις με δύο κυβερνήσεις, αυτή των Αθηνών, που ήταν προσκείμενη στον Βασιλιά Κωνσταντίνο και την κυβέρνηση της «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη υπό την τριανδρία Βενιζέλου – Κουντουριώτη – Δαγκλή.
Παράλληλα τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Ιταλίας, τόσο στο Αιγαίο όσο και στο Ιόνιο, ταυτίζονταν εντελώς. Οι εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας ήταν οι εδαφικές παραχωρήσεις που απαιτούσε από τους συμμάχους της η Ιταλία.
Το Βορειοηπειρωτικό ήταν από τα πιο λεπτά εθνικά θέματα και συγκινούσε ιδιαίτερα τους Έλληνες, που γνώριζαν τις επεκτατικές βλέψεις της Ιταλίας.
Η σύμμαχος της Αντάντ Ιταλία, εφόσον η Ελλάδα τηρούσε στάση που δημιουργούσε καχυποψία και αμφιβολίες στη Συνεννόηση, είχε όλη τη δυνατότητα να ενεργήσει στην περιοχή της Αδριατικής και του Ιονίου, ανάλογα με τα συμφέροντα της και όπως επέβαλαν οι ανάγκες ασφάλειας των στρατευμάτων της στην περιοχή του Αυλώνα. Εξάλλου ήταν βέβαιο ότι πως αυτή τη φορά η Αγγλία δεν θα είχε αντίρρηση και η Γαλλία δεν θα την εμπόδιζε.
Όταν τα γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Φλώρινα τον Αύγουστο του 1916 και τα γαλλικά για αντεπίθεση την Κορυτσά, οι Ιταλοί βρήκαν την ευκαιρία που περίμεναν.
Από αρκετό καιρό μόνοι τους, στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο του Αυλώνα, αισθάνονταν ανασφάλεια, παρότι οι Αυστριακοί δεν τους πίεζαν από τα βόρεια. Προς τα νότια όμως και ιδιαίτερα στην περιοχή της Χιμάρας γίνονταν πολλά μεθοριακά επεισόδια. Οι Ιταλοί δήλωσαν τότε στους συμμάχους τους ότι υπήρχε απειλή από μέρους του Ελληνικού Στρατού που κατείχε τη Βόρειο Ήπειρο.
Την περίοδο αυτή ο Ελληνικός Στρατός διέθετε στη Β. Ήπειρο την 16η Μεραρχία με την παρακάτω διάταξη:
- Στρατηγείο Μεραρχίας και 16η Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού στο Αργυρόκαστρο.
- 46ο Σύνταγμα Πεζικού στην Κορυτσά
- 47ο Σύνταγμα Πεζικού στο Αργυρόκαστρο
- 48ο Σύνταγμα Πεζικού στην Πρεμετή.
Η 16η Μεραρχία, όπως και οι άλλες Ελληνικές Μεραρχίες μετά την αποστράτευση, είχε περιορισθεί στην ειρηνική της σύνθεση και οι μονάδες της συναντούσαν πολλές δυσχέρειες στη φρούρηση της εκτεταμένης μεθορίου. Οι Ιταλοί όμως κατήγγειλαν στους συμμάχους τους ότι οι Έλληνες προσπαθούσαν να έλθουν σε επαφή με τους Γερμανούς στη περιοχή της λίμνης Αχρίδας και ο κίνδυνος που διαγραφόταν για τον ιταλικό στρατό στην Αλβανία ήταν προφανής. Έτσι ζήτησαν για στρατιωτικούς λόγους την επέκταση της κατοχής τους στη Βόρειο Ήπειρο και με την έγκριση των συμμάχων της Αντάντ άρχισε στις 10 Αυγούστου 1916 η προέλαση τους προς τα νότια και ανατολικά.
Τα τμήματα της 16ης Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού εκκένωσαν το Αργυρόκαστρο και αποχώρησαν από τη Βόρειο Ήπειρο, ύστερα από διαταγές της Κυβερνήσεως των Αθηνών, χωρίς να προβάλουν καμμία αντίσταση.
Τα ιταλικά στρατεύματα προέβησαν αμέσως στην κατάργηση των ελληνικών πολιτικών, εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών αρχών. Στην προσπάθεια τους να αλλάξουν τον ελληνικό χαρακτήρα της περιοχής, άρχισαν τις εκτοπίσεις σε «ευρεία κλίμακα».
Από τους πρώτους που εκτοπίστηκαν ήταν ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, οι αρχιερατικοί επίτροποι, οι δάσκαλοι και οι ιερείς των χωριών και στη συνέχεια μεγάλος αριθμός επιφανών Ελλήνων. Παράλληλα χρησιμοποιώντας καταπιεστικά μέτρα, επιδόθηκαν για λόγους προπαγάνδας σε επιδεικτικές διανομές τροφίμων και άλλων άλλων υλικών, σε διάφορες χαριστικές πράξεις και σε προσηλυτισμό. Χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα που ήταν στη διάθεση τους για τη μεταστροφή και την αλλοίωση του φρονήματος του πληθυσμού και όλους τους τρόπους που ήταν δυνατό να επινοηθούν και να εφαρμοσθούν για την εξάλειψη κάθε τι του ελληνικού στην περιοχή.
Αναδημοσίευση από:toorama
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου