Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Η Βόρειος Ήπειρος και η ανακήρυξη της αυτονομίας της ΜΕΡΟΣ Η


Το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας επανέρχεται
Ακόμη και όταν η Ελλάδα εισήλθε το 1917 στον πόλεμο ως σύμμαχος της Αντάντ, οι Ιταλοί παρέμειναν στη Βόρειο Ήπειρο - εγκαταλείποντας, τουλάχιστον, τη Νότιο. Το 1919, μετά τη λήξη του πολέμου, ο Βενιζέλος έθεσε το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα στη Συνδιάσκεψη για την Ειρήνη, ζητώντας την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα και πρότεινε τη διενέργεια δημοψηφίσματος στις επίμαχες περιοχές. Η επίμονη αντίδραση της Ιταλίας, τον οδήγησε σε άμεσες διαπραγματεύσεις με την ιταλική κυβέρνηση, η οποία τελικά έκρινε πως ήταν συμφέρον της να υποχωρήσει. Επρόκειτο, όμως, για προσωρινή αναδίπλωση της ιταλικής πλευράς, που σύντομα επανήλθε στις γνωστές, ανθελληνικές θέσεις της. Η αντιδραστικότητα αυτή της Ιταλίας ήταν ο κύριος παράγοντας που εμπόδισε την απόδοση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα, όταν ακόμη επικρατούσε ευνοϊκό για την εθνική μας υπόθεση κλίμα στην Ευρώπη.Έτσι, το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα έκλεισε δυσμενώς για τη χώρα μας τον Νοέμβριο του 1912 στην Πρεσβευτική Διάσκεψη των Παρισίων. Η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Ιταλία και η Ιαπωνία υπέγραψαν την επαναφορά του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας, με τον οποίο η Βόρειος Ήπειρος παραχωρήθηκε εξ ολοκλήρου στην Αλβανία. Η αλβανική κυβέρνηση από την πλευρά της δεσμεύτηκε να σεβαστεί τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας, από την οποία, όμως, εξαίρεσε τους κατοίκους της Χιμάρας και της Κορυτσάς. Πρόσωπα και γεγονότα της ελληνικής ιστορίας έπαιξαν, επίσης, τον ρόλο τους στις ατυχείς αυτές εξελίξεις. Τον Μάιο του 1920 η Γαλλία απέσυρε τον στρατό της από την Κορυτσά, ο οποίος είχε εγκατασταθεί εκεί μεσούντος του πολέμου, και κάλεσε την Ελλάδα να παραλάβει την περιοχή. Ενώ, όμως, ελληνικά στρατεύματα βρίσκονταν καθ' οδόν, πήραν από την κυβέρνηση την εντολή να επιστρέψουν, όπως και έγινε. Αυτό παραμένει ένα σκοτεινό σημείο της πολιτικής του Βενιζέλου. Ίσως να ήθελε να αποφύγει την αλβανική αντίδραση και ένα νέο, βαλκανικό αυτή τη φορά, μέτωπο, ίσως προτίμησε να επικεντρωθεί απερίσπαστα στη Μικρά Ασία. Επιπλέον, οι πολιτικοί που διαδέχθηκαν τον Βενιζέλο έδειξαν ολέθρια αναβλητικότητα για το Βορειοηπειρωτικό, καθώς ήταν απασχολημένοι πρωτίστως με το θέμα της επιστροφής του βασιλιά Κωνσταντίνου. Αλλά και οι δυσχέρειες στο μικρασιατικό μέτωπο από το 1921 απέσπασαν το ενδιαφέρον της Ελλάδας από τη Βόρειο Ήπειρο, ώστε να αφεθεί αυτή στα χέρια της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Υπό τις συνθήκες αυτές, μέλημα της ελληνικής πλευράς ήταν πλέον η διαφύλαξη των δικαιωμάτων της μειονότητας και η βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Αλλά οι χειρισμοί δεν ήταν πάντα οι ενδεδειγμένοι, ειδικά αυτοί της βραχύβιας κυβέρνησης του Θ. Πάγκαλου (1926), που φάνηκε υπέρ το δέον φιλική προς την Αλβανία: δεν διαμαρτυρήθηκε για τον αφελληνισμό της μειονοτικής παιδείας, έμεινε αδρανής μπροστά στη σύσφιγξη των σχέσεων Αλβανίας και Ιταλίας και αναγνώρισε αλβανική μειονότητα, αυτή των Τσάμηδων, στη Νότιο Ήπειρο. Στη δεκαετία του 1930 η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρειο Ήπειρο, ειδικά στο θέμα της παιδείας, είχε γίνει κατάφωρη. Τα δεκάδες, άλλοτε, ελληνικά σχολεία ολοένα μειώνονταν, ενώ διορίζονταν μωαμεθανοί Αλβανοί για να διδάξουν τα Ελληνόπουλα. Τελικά, τα λιγοστά σχολεία που είχαν απομείνει, έκλεισαν και αυτά το 1932. Η Ελλάδα προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και τότε μόνο αποκαταστάθηκε ―σε κάποιο βαθμό― η ελληνική παιδεία στη Βόρειο Ήπειρο.
Η αλβανική κυβέρνηση θέλησε να αποκόψει τον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό και από το κέντρο θρησκευτικής του αναφοράς, δηλαδή το Πατριαρχείο. Έτσι, πραξικοπηματικά και αυθαίρετα, διακήρυξε το Αυτοκέφαλο της Αλβανικής Εκκλησίας, την οποία έθεσε υπό τον έλεγχο του κράτους. Όσοι ιερείς αντέδρασαν φυλακίστηκαν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.


istoria.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου