«…Τη δημοσιογραφική συντροφιά των αλησμόνητων εκείνων ημερών του 40, αποτελούσαμε οι συνάδελφοι: Ο Ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος Σπύρος Μελάς, οΣτάθης Θωμόπουλος, ο Κώστας Αθάνατος, ο Θ. Μαλαβέτας, ο Παύλος Παλαιολόγος, Κ. Τριανταφυλλίδης, Παν. Καψής, Γεωρ. Ρούσσος, Κ. Παπαδάκης, ο Χρήστος Κολιάτσος, κ.ά.
Ένα Δεκεμβριανό πρωινό, που είχε κάπως ξεκαθαρίσει ο ουρανός και τα εχθρικά αεροπλάνα εφορμούσαν κατά κύματα, ο Π. Παλαιολόγος με φώναξε εμπιστευτικά παράμερα και μου είπε: «Δεν βρίσκεις κανένα αυτοκίνητο να πάμε παραέξω, γιατί εδώ θα μουχλιάσουμε και θα μας σκοτώσουν σαν σκυλιά τα αεροπλάνα; Έχω και μια προαίσθηση πως θα επιτύχουμε καλό κυνήγι».
Πράγματι, βρήκα από τον επιτελάρχη της Στρατιωτικής Διοικήσεως, συνταγματάρχη Αλ. Παππά, ένα αυτοκίνητο πήραμε μαζί και τον Γ. Ρούσσο του «Ελεύθερου Βήματος» και τραβήξαμε για τη Ζίτσα που ήταν εκείνες τις μέρες ο σταθμός διοικήσεως του Α Σώματος Στρατού.
Αλλά και εδώ η ίδια τύχη και απογοήτευση μας περίμενε. Δεν προκάναμε να κατέβουμε από το αυτοκίνητο και ακούσαμε να χτυπά η καμπάνα της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία… «Ιταλικά αεροπλάνα» φώναζαν τα παιδιά.
Χωθήκαμε σε κάτι χαντάκια πρόχειρα και πριν καλά-καλά κρυφθούμε, ολόκληρη η περιοχή ετραντάζετο από τις εκρήξεις των βομβών…
Εκεί στο γραφείο του Επιτελάρχη, όταν γυρίσαμε, με μασημένα και αόριστα λόγια, χωρίς χρονολογίες πληροφορηθήκαμε ή μάλλον οσφρανθήκαμε το μεγάλο Εθνικό γεγονός ότι επέκειτο η πτώση του Αργυροκάστρου.
"Επιφυλακή!", φώναξε ο Παύλος Παλαιολόγος. Βρήκαμε ένα αυτοκίνητο, πήραμε μαζί τον απεσταλμένο της «Βραδυνής» και τον Γιαννιώτη πράκτορα των Εφημερίδων Χρήστο Τσούρνο και θέσαμε «υπό παρακολούθηση» τονΜητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα.
Γνωρίζαμε την υπόσχεση που είχε δώσει ο Ιεράρχης από τον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα του 1914: Να κάμη αυτός την δοξολογία στην απελευθέρωση του Αργυροκάστρου.
Αυτή τη φορά η τύχη μας ευνόησε. Μπροστά το αυτοκίνητο του Αρχιεπισκόπου, πίσω, κατά πόδας εμείς. Δεν μπορούσαμε όμως να διακρίνουμε ούτε σε ένα μέτρο απόσταση από τα θαμπά τζάμια του αυτοκινήτου και την κατακλυσμιαία βροχή.
Φθάσαμε στους Αγίους, στη γέφυρα του Παρακαλάμου. Η γέφυρα αυτή ανατινάχθηκε από τους δικούς μας κατά τη στρατηγική σύμπτυξη των πρώτων ημερών της εισβολής και ξαναγκρεμίστηκε από τους ατάκτως υποχωρούντες Ιταλούς. Οι στρατιώτες μας είχαν πρόχειρα στηρίξει ένα πολύ χαμηλό γεφυράκι με καδρόνια και όταν περνούσαν αυτοκίνητα τα κρατούσαν οι ίδιοι με συρματόσχοινα για να μην το πάρει ο δυναμωμένος, αγριεμένος και ορμητικός από βροχές Παρακάλαμος. Κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητα και με χίλιες δύο δυσκολίες και κινδύνους περάσαμε πεζοί το γεφυράκι χωμένοι μέχρι τα γόνατα στα νερά του Παρακαλάμου.
Πέρασαν και τα αυτοκίνητα, ξαναμπήκαμε και μετά δύο ώρες φτάσαμε στο Ελληνικό πλέον Αργυρόκαστρο, που έπλεε στα Ελληνικά χρώματα…
Ο Μητροπολίτης Αργυροκάστρου Παντελεήμων ντυμένος στα χρυσοκέντητα ιερά του άμφια, με ολόκληρο τον κλήρο και τα εξαπτέρυγα, υπεδέχθη τονΜητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα.
Οι δύο Ιεράρχες αντάλλαξαν δακρυσμένοι από συγκίνηση και Εθνική χαρά χριστιανικό ασπασμό, ενώ οι κώδωνες των εκκλησιών εκρούοντο χαρμόσυνοι και ο κάτοικοι έκλαιγαν και εζητοκραύγαζαν από χαρά και Εθνική υπερηφάνεια.
Μέσα σε μια ατμόσφαιρα θρησκευτικής κατάνυξης, ευλάβειας, πατριωτικής έξαρσης και Εθνικού μεγαλείου ενώ ακούγονταν οι λυγμοί και έτρεχαν από τα μάτια όλων μας δάκρυα χαρά και ευγνωμοσύνης προς τον Θεό, εψάλη, παρουσία των στρατιωτικών αρχών, «η ευχαριστήρια προς τον Ύψιστον» δοξολογία από τους Ιεράρχες Σπυρίδωνα Ιωαννίνων και Παντελεήμονα Αργυροκάστρου.
Ήτο κάτι το απίστευτο, κάτι το ανέλπιστο για όλους μας. Μας κατάκλυζαν τα αισθήματα της Εθνικής υπερηφάνειας και χαράς για τα συντελούμενα ηρωικά και ένδοξα κατορθώματα των παιδιών της Ελλάδας.
Ο Παύλος Παλαιολόγος κυττάζοντας τον ουρανό εσταυροκοπείτο και έλεγε:«Πως νικάμε Θεέ μου εμείς οι Έλληνες…Ας είναι δοξασμένο το όνομά σου…»Δεν μας τρόμαζε πλέον καμία εχθρική απειλή και κανένας κίνδυνος δεν μπορούσε να αναχαιτίσει την ορμή και την αποφασιστικότητα για την τελική Νίκη των πολεμιστών μας. Είχε ριζωθεί βαθειά στην καρδιά μας η πεποίθηση ότι ο Θεός ήταν μαζί μας.
Έτσι αδελφωμένοι τις ημέρες εκείνες τις δοξασμένες και αθάνατες πιστεύαμε ότι ο πόλεμος ήταν μια εκδρομή ή ένα ομαδικό αναψυχής ταξίδι, που κανείς δεν ήθελε να το χάσει.
Στο γυρισμό μας είχαμε περιπέτειες και ταλαιπωρίες. Οι βροχές δυνάμωσαν και πλημμύρισε ολόκληρος ο Δρίνος, ο οποίος παρέσυρε την πρόχειρη γέφυρα στους Γεωργουτσάδες. Διακόσια και πλέον αυτοκίνητα φορτηγά, νοσοκομειακά και επιβατικά κόλλησαν μέσα στις λάσπες χωρίς να μπορούν να κινηθούν.
Ο Στρατηγός Μπάκος, διοικητής της 3ης Μεραρχίας, αγωνιζόταν ο ίδιος να αποκαταστήσει την συγκοινωνία, για να περάσουν οι βαριές πυροβολαρχίες του, που ήταν επείγουσα ανάγκη να κυνηγήσουν τον υποχωρούντα προς το Τεμπελένι εχθρό. Όλες οι υπεράνθρωπες προσπάθειες του στρατού δεν έφεραν την ημέρα αυτή κανένα αποτέλεσμα. Ευτυχώς τα χιόνια και οι βροχές είχαν περιορίσει την ορατότητα στο μηδέν και αποφεύγαμε τις αεροπορικές επιδρομές.
Περάσαμε τη βραδυά μας μέσα σε μια σκηνή που ήταν στημένη σε μια κοντινή προς τη γέφυρα πλαγιά, όρθιοι, γιατί η λάσπη έφθανε μέχρι τον αστράγαλο. Κοντά εκεί σε μια σπηλιά για να μη φαίνεται η φωτιά, έβραζε μέσα σε ένα τενεκέ της βενζίνας μια αιωνόβια γίδα με κρεμύδια. Ήταν συσσίτιο πολυτελείας του στρατηγού και δικό μας που του είμαστε φιλοξενούμενοι. Για καθίσματα είχαμε βρεγμένα τσουβάλια με κριθάρι και σε ένα άδειο κουτί από γάλα έκαιγε ένα σπερματσέτο.
Η όλη εικόνα έδινε την εντύπωση πολιτισμένων τρωγλοδυτών που περισώθηκαν με αυτά τα πενιχρά μέσα από την καταστροφή του κόσμου…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου