«...Ένας από αυτούς χωρίς να το καταλάβω μου έβαλε βιαστικά ένα χειρόγραφο σημείωμα στην τσέπη και φεύγοντας πανικοβλημένος και βιαστικά, μου ψιθύρισε να μην το ανοίξω στον δρόμο παρά μόνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και με μεγάλη προσοχή.
Επέστρεψα αμέσως στο ξενοδοχείο και άνοιξα με περιέργεια τα διπλωμένα χειρόγραφα με τα δυσανάγνωστα ελληνικά γράμματα. Διάβασα έκπληκτος για όσα ο άγνωστός μου περιέγραφε πως συμβαίνουν στη χώρα, αλλά κυρίως για μια ομαδική εκτέλεση Ελλήνων που είχε γίνει ένα διήμερο πριν στην περιοχή του Αργυροκάστρου και των άλλων ελληνικών χωριών...».
Φθινόπωρο του 1987. Αλβανία. Μολονότι ο Ενβερ Χότζα είχε πεθάνει πριν δύο χρόνια, το καθεστώς, με διάδοχο τον Ραμιζ Αλία παρέμενε όπως εκείνος το είχε εγκαθιδρύσει: σκληρό, βίαιο, εκδικητικό σε όσους τολμούσαν να το αμφισβητήσουν, ένα απέραντο στρατόπεδο τριών περίπου εκατομμυρίων εγκλείστων, φρουρούμενο απο δεκάδες χιλιάδες μπουνκερς και ηλεκτροφoρα συρματοπλέγματα.
Ήταν ακόμη η εποχή που ούτε πουλιά δεν τολμούσαν να πετάξουν πάνω από τα σύνορα για να εγκαταλείψουν τη “χώρα των αετών”.
Σε αυτές τις συνθήκες και με τις ελληνοαλβανικές σχέσεις βυθισμένες σε θερμοκρασίες Σιβηρίας, λόγω κυρίως του καθεστώτος της εμπόλμης κατάστασης, αλλά και του γενικότερου ψυχροπολεμικού κλίματος, μια ελληνική ποδοσφαιρική αποστολή, της ομάδας του ΠΑΟΚ, επισκέπτεται το Αργυρόκαστρο, για τις ανάγκες μιας μικρής σημασίας ποδοσφαιρικής διοργάνωσης, το λεγόμενο Βαλκανικό Κύπελλο.
Μεταξύ των μελών της και ένας Θεσσαλονικιός δημοσιογράφος, ο Ντίνος Καραμητρούσης.
Για όσους γνωρίζουν την τότε αλβανική πραγματικότητα ένα τέτοιο ταξίδι εκείνη την εποχή για ξένο δημοσιογράφο αποτελούσε άπιαστο όνειρο, ειδικά για Έλληνα με προορισμό μειονοτικές περιοχές, λόγω του κλίματος καχυποψίας, που κυριαρχούσε στους μηχανισμούς του καθεστώτος.
Ήταν επομένως ελάχιστες οι δημοσιογραφικές μαρτυρίες για την εσωτερική εικόνα του αλβανικού «σοσιαλιστικού παράδεισου».
Καθώς συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από την κατάρρευση του καθεστώτος ο δημοσιογράφος του ΑΠΕ-ΜΠΕ, Ντίνος Καραμητρούσης, ανασκαλέυει στη μνήμη του και καταθέτει τη συναρπαστική εμπειρία του απο την αποκομμένη πλήρως από τον υπόλοιπο κόσμο Αλβανία.
«Ήταν 4 Νοεμβρίου του 1987 και είχε αρχίσει να κρυώνει ο καιρός. Ήταν η ευκαιρία να πάω σε μια χώρα που όσες απόπειρες και αν είχα κάνει νωρίτερα δεν τα είχα καταφέρει. Μια φορά με τη Λάρισα και μια με την εθνική είχα αποτύχει να πάω καθώς για να πας στην αποκλεισμένη από τον κόσμο αυτή χώρα των "αετών" έπρεπε να ακολουθήσεις διαδικασία έκδοσης βίζας που δεν είχες περιθώρια να εξασφαλίσεις αν δεν πήγαινες με κάποια αθλητική αποστολή.
Τέλος πάντων, φορτώθηκα στο λεωφορείο για το Αργυρόκαστρο που ξεκίνησε νωρίς το πρωί με πιτσιρικάδες της ερασιτεχνικής ομάδας, προπονητή τον Σταύρο Σαράφη.
Φτάνοντας, μέσω Κακαβιάς, στο Αργυρόκαστρο, πολύ γρήγορα κατανόησα πως ήμουν σε μια εκτός συνόρων πόλη με Έλληνες πολίτες. Ή ακριβέστερα μια ελληνική πόλη του εξωτερικού. Σχεδόν όλοι μιλούσαν ελληνικά. Από τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου, τους διαβάτες στη γραφική και μυστηριώδη αυτή πόλη που θύμιζε εξαιρετικά τα Ζαγοροχώρια, τους κατοίκους, γενικά στα πάντα.
Το δεύτερο που διαπιστώσαμε όλοι, όταν βγήκαμε από το ξενοδοχείο για μια μικρή βόλτα, ήταν ότι οι μισοί διερχόμενοι έδιναν την εντύπωση ότι παρακολουθούσαν τους άλλους μισούς. Διάβαζες εύκολα τον φόβο και τον πανικό με τον φόβο στα μάτια των ανθρώπων. Καθώς περπατούσαμε στα πλακόστρωτα σοκάκια ένας από αυτούς, άγνωστός μου, χωρίς να το αντιληφθώ μού έβαλε βιαστικά ένα χειρόγραφο σημείωμα στην τσέπη του σακακιού και σπεύδοντας να εξαφανιστεί πρόλαβε να μου ψιθυρίσει: «μην το ανοίξεις στο δρόμο παρά μόνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και με μεγάλη προσοχή». Παρά την άγνοια κινδύνου, ταράχτηκα από το περιστατικό και γύρισα αμέσως στο ξενοδοχείο, όπου ως μοναδικός δημοσιογράφος της αποστολής είχα την πολυτέλεια μονόκλινου.
Το δωμάτιο του ξενοδοχείου -για να το περιγράψω λίγο- είχε τεράστιους πέτρινους τοίχους, λιτό ως σπαρτιάτικο και ήταν το μόνο που διέθετε τότε η πόλη του Αργυροκάστρου.
Στο ίδιο ξενοδοχείο, από ό,τι έμαθα, είχε καταλύσει λίγους μήνες νωρίτερα η πρώτη πολυμελής ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής την Μελίνα Μερκούρη, που επισκέφθηκε τη γειτονική χώρα, σε μια πρώτη προσπάθεια εξομάλυνσης των σχεδόν ανύπαρκτων σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Στο υγρό δωμάτιο -που ήταν εξοπλισμένο με ένα πανάρχαιο τέλεξ κι ένα βραδύκαυστο φαξ για τις ανάγκες της δημοσιογραφικής δουλειάς- υπήρχε και το ραδιόφωνο για τους επισκέπτες- ενοίκους. Από εκείνα τα ιστορικά, συλλεκτικά πλέον με τη μεγάλη πράσινη φωσφορίζουσα λάμπα να φέγγει, όταν είναι σε λειτουργία. Αυτό ήταν το φυσιολογικό για ένα παμπάλαιο ραδιόφωνο.
Μόλις, όμως, επιχείρησα να το θέσω σε λειτουργία διαπίστωσα ότι η βελόνα ήταν ακινητοποιημένη σε έναν μόνο σταθμό, τον ελεγχόμενο από το κράτος φυσικά, και δεμένη με ένα μικρό σχεδόν αόρατο συρματάκι, ώστε να μη μπορεί κανείς να τη μετακινήσει αναζητώντας άλλο σταθμό του εξωτερικού. Προσπάθησα να πιάσω Ελλάδα, που απείχε μόλις 35 χιλιόμετρα.Τίποτα, η βελόνα δεν ξεκολλούσε...
Ανοιξα λοιπόν με περιέργεια το διπλωμένο χειρόγραφο με τα δυσανάγνωστα ελληνικά γράμματα. Διάβασα έκπληκτος τα όσα περιγράφονταν στο χαρτί πως συμβαίνουν στη γειτονική χώρα και κυρίως για μια ομαδική εκτέλεση Ελλήνων που, όπως υποστήριζε, ο συγγραφέας είχε γίνει ένα διήμερο πριν στην περιοχή του Αργυροκάστρου και των άλλων ελληνικών χωριών.
Το γράμμα, ανυπόγραφο φυσικά, ανέφερε πως τρεις Ελληνες ομογενείς, στην προσπάθεια τους να περάσουν κρυφά τα σύνορα για να επιστρέψουν στην πατρίδα, έγιναν αντιληπτοί από τους Αλβανούς φρουρούς και εκτελέστηκαν επί τόπου.
Το κείμενο που ήταν περίπου δυο-τρεις σελίδες ανέφερε και άλλες λεπτομέρειες σχεδόν φρικιαστικές.
Όπως ότι οι Αλβανοί για να παραδειγματισμό φόρτωσαν τα τρία πτώματα σε μια καρότσα-καλάθι μοτοσικλέτας και τα περιέφεραν για δύο μέρες από χωριό σε χωριό αφήνοντας όλο αυτό το «θέαμα» στο ελληνικό κοινό προς εκφοβισμό και παραδειγματισμό.
Τρόμαξα. Δίπλωσα γρήγορα-γρήγορα το γράμμα και το καταχώνιασα στην εσωτερική τσέπη του μπουφαν. Αρχικά πέρασαν κι άλλες σκέψεις από το μυαλό μου. Ίσως να μου έγραφαν και ψέματα οι ομογενείς σκέφτηκα, ίσως να μην ήταν καν μειονοτικοί και να ήθελαν να τεστάρουν τις δικές μου αντιδράσεις. Δεν έδωσα συνέχεια, αλλά είχα μέσα μου την περιέργεια να δω αν και πώς θα εξελιχθεί η μυστηριώδης αυτή ιστορία, στην οποία είχα εμπλακεί.
Την επομένη το απόγευμα στο γήπεδο της Λουφτετάρι, που σημαίνει «Πολεμιστής», γίνονταν το παιχνίδι της τοπικής ομάδας με τον ΠΑΟΚ.
Το λεωφορείο, που μας μετέφερε στο γήπεδο, ήταν το μόνο μεταφορικό μέσο, που πήγε εκεί. Οι περίπου 7.000 φίλαθλοι πήγαιναν με τα πόδια και το θέαμα ήταν για όλους μας πρωτόγνωρο.
Εκατοντάδες φίλαθλοι, άλλοι κρατώντας το ζεμπίλι με το γεύμα, καθώς επέστρεφαν από τη δουλειά, άλλοι με τυλιγμένα σε εφημερίδες διάφορα αγαθά περπατούσαν με κατεβασμένα κεφάλια προς το γήπεδο από κάθε κατεύθυνση.
Λίγο έξω από το γήπεδο, ένας ομογενής, Έλληνας από τη Δερβίτσιανη, που του είχα δώσει την προηγούμενη μέρα δύο πακέτα τσιγάρα και μια μπλούζα μου, έτσι για δώρο, με περίμενε με δύο μπουκάλια κρασί και ρακή για να με ανταμείψει και να ανταποδώσει την δική μου προσφορά.
Έδειχνε περήφανος άνθρωπος. Είχε κάνει 7 χιλιόμετρα με τα πόδια για να φέρει από το χωριό του αυτά τα δύο μπουκάλια δικής του παραγωγής και να με ευχαριστήσει.
Συγκινήθηκα και κράτησα τα μπουκάλια ως ακριβό ενθύμιο, όταν επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη. Όσο καιρό τα έβλεπα στην πρόχειρη βιτρίνα του σπιτιού μου θυμόμουν τον Λευτέρη από την Δερβίτσιανη και ήμουν σίγουρος πως κι αυτός θα με θυμόταν από το πουλόβερ, που του χάρισα.
Στο γήπεδο ήρθε η επιβεβαίωση του συμβάντος που περιγραφόταν στο «ραβασάκι», το οποίο μυστηριωδώς είχα λάβει, χωρίς μάλιστα να προλάβω να αντιληφθώ ποιος μου το έχωσε στην τσέπη με ταχυδακτυλουργική επιδεξιότητα.
Στο ημίχρονο σηκωθήκαμε όλοι από τις θέσεις μας και σε κάποια στιγμή με φωνάζει κοντά του ένας Ελληνας της συνοδείας του πρεσβευτή μας στα Τίρανα.
«Σας θέλει ο πρεσβευτής», μου λέει και με συνοδεύει στο κομμουνιστικής αισθητικής τσιμεντένιο δωμάτιο, που χρησίμευε σαν χώρος αναψυχής για τη νομενκλατούρα που καταλάμβανε τις θέσεις των επισήμων στο γήπεδο της Λουφτετάρι. Με το που πλησίασα τον άγνωστό μου διπλωμάτη, εκέινος μου είπε χαμηλόφωνα:
«Είμαι ο πρέσβης της Ελλάδας στα Τίρανα, Σπυρίδων Δοκιανός, και ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις ακούσει και συ αυτό που άκουσα κι εγώ χθες εδώ στο Αργυρόκαστρο, για ένα περιστατικό με τρεις ομογενείς βορειοηπειρώτες που λένε πως συνέβη εδώ, αυτές τις μέρες. Θα σε παρακαλέσω πολύ να μιλάς ψιθυριστά, γιατί όλοι εδώ γνωρίζουν πολύ καλά ελληνικά και δεν θέλω να ακουστεί τίποτα».
Με το ίδιο συνωμοτικό ύφος του απάντησα: «Ναι, το έχω πληροφορηθεί και μάλιστα έχω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου ένα ντοκουμέντο από ένα χειρόγραφο ενός Έλληνα που μου το έδωσε κρυφά στο σκοτάδι».
«Ξέρεις κάποιες λεπτομέρειες;», με ρώτησε εκείνος και γρήγορα-γρήγορα μου έδωσε και την κάρτα του, συμπληρώνοντας: «Ό,τι θέλεις από μένα είμαι στη διάθεσή σου και μπορείς να έρθεις και στα Τίρανα να με βρεις. Αλλά πες μου έχεις ακούσει κάτι σχετικό;»
Του εξήγησα ότι γνωρίζω μόνον ό,τι αναφέρεται στο σημείωμα χωρίς ονόματα, ηλικίες και άλλες λεπτομέρειες και αυθόρμητα τον ρώτησα το αυτονόητο:
«Εσείς, που είστε εδώ εκπρόσωπος της Ελλάδας, γιατί δεν ρωτάτε τους συμπατριώτες μας, με τους οποίους έρχεστε σε επαφή και δεν κάνετε μια έρευνα για το θέμα, γιατί μου φαίνεται τραγικό αν είναι αληθινό».
«Δεν ξέρεις τι συμβαίνει στη χώρα αυτή», μου απάντησε χαμηλόφωνα και πρόσθεσε: «Είναι σαν μια απέραντη φυλακή. Εγώ δεν έχω δικαίωμα να περιοδεύω στα ελληνόφωνα χωριά και τις περιοχές της Βορείου Ηπείρου. Είναι η πρώτη φορά που έχω την άδεια να το κάνω και φυσικά δεν μπορώ να μπαίνω σε όποιο ελληνικό σπίτι θέλω. Μετά την επίσκεψη του κλιμακίου της Κυβέρνησης, αρχίζουμε να κάνουμε κάποιες κινήσεις προς όφελος των ομογενών, με τη στενή επιτήρηση των Αλβανών. Όπου πάμε σαν κλιμάκιο της Πρεσβείας, έχουμε δίπλα μας και ένα ακόμα αλβανικό κλιμάκιο και αυτό καταλαβαίνεις πόσο δεσμευτικό είναι», συνέχισε.
Δυστυχώς, δεν είχα περισσότερα στοιχεία, ώστε να συνεισφέρω στη σύντομη κουβέντα και δεδομένου ότι άρχιζε το δεύτερο ημίχρονο, έπρεπε να επιστρέψουμε πίσω στις θέσεις μας.
Την επόμενη μέρα νωρίς το πρωί, ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής μας, χωρίς επιβεβαίωση του τραγικού περιστατικού, χωρίς πρόσθετες μαρτυρίες ή άλλες λεπτομέρειες».
Φτάνοντας τον συνοριακό σταθμό της Κακαβιάς, που τότε ήταν σχετικά ανενεργός, αφού δεν υπήρχε ταξιδιωτική ή εμπορική επικοινωνία με την Αλβανία, ζήτησα να πάρω πίσω από τον σταθμό ελέγχου των Αλβανών συνοριοφυλάκων ένα περιοδικό που μου κατασχέθηκε κατά την είσοδό μου, σαν άσεμνο, αφού με τις σφραγίδες και τις αποφάσεις κατάσχεσης που είχαν αναγράψει πάνω του, θα αποκτούσε συλλεκτική αξία.
Το περιοδικό ήταν ασπρόμαυρο και καθαρά πολιτικό, σε μια εσωτερική σελίδα του, όμως, υπήρχε μια μικρή φωτογραφία γυμνόστηθης γυναίκας, που εκτός Αλβανίας μπορεί να μην έκανε σε κανέναν εντύπωση, στον συνοριακό φύλακα, όμως, αυτό ήταν αρκετό για να το κατασχέσει.
Ατυχώς το περιοδικό δεν επεστράφη ποτέ και έχασα ένα κειμήλιο, που σίγουρα θα αποτελούσε και στις μέρες μας αποδεικτικό στοιχείο για μια κατάσταση που σήμερα θα φάνταζε ολότελα εξωπραγματική. Περισσότερο, όμως, από το περιοδικό θα ήθελα να συναντήσω εκείνον τον ομογενή με το σημείωμα, για τον οποίο όμως, δυστυχώς, δεν έχω κανένα άλλο στοιχείο».
Δύο εβδομάδες αργότερα έφθασε στη Θεσσαλονίκη η Λουφτετάρι για τον επαναληπτικό αγώνα. Κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Ολύμπια» ψηλά, κοντά στο Υπουργείο, πίσω από την αρχαία αγορά στην Αριστοτέλους, που ακόμα δεν είχε αποκαλυφθεί από την αρχαιολογική σκαπάνη. Οι νεαροί παίκτες της, όλοι ερασιτέχνες έρχονταν όλοι για πρώτη φορά στην Ελλάδα και έβλεπαν δειλά την πρωτεύουσα του ελληνικού βορρά. Πολλά πράγματα τους έκαναν τρομερή εντύπωση και μερικά δεν μπορούσαν να τα κατανοήσουν. Στο σαλόνι του ξενοδοχείου, μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση, έβλεπαν τον διάσημο παντού μπασκετμπολίστα Νίκο Γκάλη, να διαφημίζει γάλα μακεδονικής γαλακτοβιομηχανίας. Με ρώτησε ένας από τους ποδοσφαιριστές της Λουφτετάρι, από τους ομογενείς με τα άπταιστα ελληνικά του: «γιατί πρέπει να διαφημίζει το γάλα ο Γκάλης; Δεν θα το πιουν αλλιώς οι Έλληνες;»
Ρώτησα με την σειρά μου: «Τι γίνεται στην Αλβανία με το γάλα; Πώς πωλείται;». Και μου απάντησε πολύ απλά: «Περνάει ο γαλατάς με το γκιούμι και το μοιράζει στα σπίτια». Αυτά το 1987. Εκτότε, 24 χρόνια μετά, κύλησε πολύ νερό και αρκετό …γάλα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, που με αφορμή έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, φέραμε πάλι στις μνήμες μας.
Ντίνος Καραμητρούσης | ΑΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου