Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Tα επακόλουθα των μη διεκδικουμένων αιτημάτων



Είναι πάρα πολλές οι διαμαρτυρίες, επιστολές, υπομνήματα και ψηφίσματα που η οργάνωση της Ομόνοιας έχει χαράξει και στείλει στους διάφορους οργανισμούς, εντός και εκτός Αλβανίας. Διαμαρτυρίες και επιστολές που είχαν ως επίκεντρο το εκπαιδευτικό, το θρησκευτικό, το οικονομικό, την ασφάλεια και την τάξη, γενικά το πλαίσιο αιτημάτων για την κατοχύρωση των αιτημάτων και δικαιωμάτων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας. Ήταν έντονες και βαρυσήμαντες οι προσπάθειές της στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της. Τα διάφορα γεγονότα, που συνέβησαν στην πάροδο του χρόνου, με την δίκη των Πέντε της Ομόνοιας, τον εσωτερικό σπαραγμό του 1997 κ.ά. συνέβαλαν στην ύφεση της δραστηριότητας της Ομόνοιας και στην μη υλοποίηση των διεκδικούντων αιτημάτων.

Αυτό συνέβηκε με το Ψήφισμα του 1993, ένα ολοκληρωμένο και τεκμηριωμένο σχέδιο αιτημάτων, εγκριμένο από όλα τα αλβανικά κόμματα και κυβερνητικούς φορείς –μετά τις συναντήσεις καθ ιδίαν- που έμεινε, όμως, ανεκμετάλλευτο, ανυπεράσπιστο και ακινητοποιημένο.

Αυτό έφερε ως συνέπεια ώστε εκκρεμές θέματα όπως της εθνικότητας, του εκπαιδευτικού, της αναγνώρισης άλλων περιοχών ως ελληνικές, πέρα των δεδομένων 101 χωριών, να μείνουν κι αυτά στάσιμα.

Θα σταθώ μόνον σε ένα απ’ αυτά, στο σχολικό.

Στις πόλεις των Αγ. Σαράντα, Δελβίνου και Αργυροκάστρου που η διεκδίκηση και ο αγώνας ολοκληρώθηκαν φτάσαμε το ποθούμενο: Την λειτουργία των ελληνικών σχολείων. Γιατί υπήρχαν διεκδικητικές θέσεις: συλλαλητήρια, αποχή μαθητών και δασκάλων, επιστολές όπως: «Το ελληνικό σχολείο του Δελβίνου λειτούργησε κανονικά από το 1537. Ήταν της ίδιας σημασίας όπως τ' άλλα σχολεία αυτής της εποχής: Αθήνας, Ιωαννίνων, Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκης. Η ιστορία του σχολείου γνωρίζει πολλές προσπάθειες από διάφορες κυβερνήσεις, όπως του Βασιλιά Ζώγκου, που ήθελε ν' αφαιρέσει το δικαίωμα αυτό από τους Έλληνες του Δελβίνου. Το 1923 το ζήτημα συζητήθηκε στη Γενεύη και το 1934 στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και τις δυο φορές το δικαστήριο το κερδίσαμε εμείς, ο λαός του Δελβίνου που διεκδικούσε το δίκιο, το δικαίωμά του. Το 1967, με πρωτοβουλίες αντιδραστικών στοιχείων, το μονοκομματικό κράτος έκλεισε το σχολείο του Δελβίνου. Από τότε αυθαίρετα και δίχως λόγο, τα παιδιά μας δεν δικαιούνται να μάθουν την μητρική τους γλώσσα. Αν εφέτος, με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, δεν θ' ανοίξει το ελληνικό σχολείο στο Δέλβινο, θ' απευθυνθούμε σε όλους τους Διεθνής Οργανισμούς και θα μποϋκοτάρομε το μάθημα κάνοντας έκκληση σε όλες τις μειονοτικές σχολές για υποστήριξη...» έγραφαν οι γονείς των μαθητών του Δελβίνου, κι αυτοί των Αγ. Σαράντα:

«Είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε τον αγώνα κάνοντας κάθε θυσία ακόμα και απεργία πείνας για να εκπληρωθεί ο πόθος των μικρούληδων ελληνόπουλων των Αγ. Σαράντα. Να μάθουν τη μητρική τουςγλώσσα. Αυτό που τους έδωσε ο Θεός. Αυτό που δίνει το δημοκρατικό πνεύμα της Ευρώπης. Τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας να μάθουν την όμορφη ελληνική γλώσσα των προγόνων μας».

Με την ίδια κλίμακα μεγέθυνσης άρχισε η διεκδίκηση και στη Χιμάρα. Σε επιστολή τους στον κ. Βαν Ντε Στουλ-Ύπατο Αρμοστή της ΔΑΣΕ- στις 27 Αυγούστου 1993, αναφέρονταν στην εθνικότητα, τον ξεριζωμό, την θρήσκευα, την οικονομία και ανάπτυξη, την κατάργηση των εκλογικών περιφερειών και το εκπαιδευτικό. «Η Χιμάρα ήταν στους αιώνες το κέντρο του Ελληνισμού. Μόνο όταν η Χιμάρα είπε όχι στον κομμουνισμό και δεν κατέβηκε κανείς στις κάλπες το 1945, τότε ξημέρωσε αλβανική, έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και άρχισε ο μεγάλος πόλεμος για τον εξαλβανισμό της», έγραφαν ανάμεσα στ’ άλλα οι Χιμαριώτες.

Δεν πέρασαν, όμως, σε συγκεκριμένες πράξεις αγώνος για την διεκδίκηση των αιτημάτων τους. Ούτε αυτοί, ούτε η οργάνωση Ομόνοια. Αυτό έφερε ώστε να μην ανοίξει δημόσιο σχολείο στη Χιμάρα, όπως το δικαιούνται, αλλά ιδιωτικό. Μια λύση ευκολομεταχείριστη και ευκολυντική. Ένα δικαίωμα που δόθηκε σε κάθε γλωσσολογική ομάδα στην Αλβανία, εάν έχουν τη δυνατότητα να το κρατήσουν, ανεξάρτητε από τον αριθμό των μαθητών. Αυτή η λύση έφερε τα σημερινά επακόλουθα –όπως διαβάσαμε στο Βορειοηπειρώτη- να αμφισβητείτε η ύπαρξή του και να κρούει ο κώδων του τερματισμού του.

Ήταν μια καλή πρωτοβουλία του Γ. Πρόεδρου της Ομόνοιας Βασίλη Μπολάνου για την εισαγωγή της ελληνικής γλώσσας ως δεύτερη γλώσσα στα σχολεία και κρατικά ιδρύματα. Κι αυτό δικαιολογημένα: Η ύπαρξη μιας εθνικής Ελληνικής Μειονότητας μεγάλων ποσοστιαίων μονάδων, η ύπαρξη σχεδόν ενός εκατομμυρίου μεταναστών στην Ελλάδα που γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα και η γείτονας χώρα με την οποία η Αλβανία έχει τόσες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις.

Μπροστά, όμως, στα παραληρήματα των εθνικιστών πάγωσε το ζήτημα αυτό και σήμερα στην Αλβανία συζητείται να μπει στο σχολικό πρόγραμμα, εκτός από την αγγλική, τη γερμανική και ιταλική και η κινέζικη, ακριβώς όπως συνέβαινε στο καιρό του αλήστου μνήμης δικτάτορα: «Κατά καιρούς πολιτευόμαστε». Ρωσικά όσο ήταν η Σ. Ένωση, κινέζικα στον καιρό των καλών σχέσεων με την Κίνα κι ούτω καθ’ εξής.

Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο. Τίποτε δεν κερδίζεται χωρίς αγώνα και το σίδηρο πλάθεται όσο είναι ζεστό.

(από συνεργάτη μας στη Β. Ήπειρο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου