του Θοδωρή Ασβεστόπουλου
Κι όμως, είναι δύο έννοιες τόσο αντιφατικές μεταξύ τους αλλά και τόσο αλληλένδετες. Στην περίπτωση μάλιστα της βορειοηπειρωτικής ιστορίας δεν μπορεί να υπάρξει η μία χωρίς την άλλη.
Κατά τη διάρκεια της 45χρονης δικτατορίας του Ενβέρ Χότζα για παράδειγμα, υπήρξαν πολλοί Έλληνες που αντιστάθηκαν παλικαρίσια στο κομμουνιστικό καθεστώς, με αποτέλεσμα εάν συλλαμβάνονταν να φυλακιστούν, να εξοριστούν, να εκτελεστούν ή στην καλύτερη να απομονωθούν κοινωνικά από το τυραννικό σύστημα.
Στον αντίποδα όμως για να έχουν την κατάληξη τούτη τα παραδείγματα αυτά της βορειοηπειρωτικής λεβεντιάς έπρεπε να συμβάλλουν καθοριστικά οι καλοθελητές της Sigurimi, οι στυλοβάτες - ρουφιάνοι του συστήματος.
Και αυτοί δεν ήταν αλλοεθνείς, δεν ήταν ξένοι, δεν έρχονταν από μακριά, αλλά ήταν οι ίδιοι οι συγγενείς, οι γείτονες, οι συγχωριανοί ή κοντοχωριανοί. Και δυστυχώς ήταν κι αυτοί πολλοί, με αποτέλεσμα να μην μπορείς να προβλέψεις από που θα σε βρει το κακό.
Πέρασαν κιόλας είκοσι χρόνια από την κατάρευση εκείνου του συστήματος, όμως τον μισό αιώνα που διήρκησε κατάφερε να βάλει βαθιά το δηλητήριο του στις φλέβες όσων είχαν την ατυχία να το ζήσουν.
Φυσικά δεν ήταν και λίγοι κι αυτοί που ανέλαβαν για να βγάλουν εις πέρας αυτή τη δουλειά.
Το φαινόμενο τόσο της λεβεντιάς όσο και της αθλιότητας, γίνεται περισσότερο εμφανές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν και η Βόρειος Ήπειρος ζωντανεύει από την παρουσία των ξενιτεμένων παιδιών της. Έτσι και φέτος, τον Αύγουστο του 2010, όπου γίναμε μάρτυρες συγκλονιστικών γεγονότων.
Η χιμαριώτικη λεβεντιά ονομάζεται Αριστοτέλης Γκούμας
Ένα σπάνιο περιστατικό βορειοηπειρωτικής λεβεντιάς και παράλληλα αλβανικής θρασυδειλίας γνωρίζουμε ότι έλαβε χώρα το βράδυ της 12ης Αυγούστου στη Χιμάρα. Ήταν τη στιγμή που ο Αριστοτέλης Γκούμας έχανε ύστερα από φρικτό τρόπο τη ζωή του από Αλβανούς εθνικιστές, υπερασπιζόμενος το δικαίωμα του να μιλάει στη γεννέτειρα του τη μητρική του γλώσσα την ελληνική.Αν γράφονται και σήμερα ηρωικές σελίδες στο βορειοηπειρωτικό, γράφονται χάρη σε απλούς Βορειοηπειρώτες χωρίς εξουσίες και αξιώματα όπως ο Αριστοτέλης. Όσο κι αν κάποιοι εντεταλμένοι του βελτιωμένης έκδοσης συστήματος προσπαθούν με χαλκευμένες ειδήσεις να μας πλασάρουν σώνει και καλά ως ήρωες του Ελληνισμού τα δικά τους αφεντικά.
Δυστυχώς όμως την ίδια περίπου ώρα που το παλικάρι από τη Χιμάρα έπεφτε θύμα του πρωτόγονου αυτού αλβανικού σωβινισμού, στην άλλη πλευρά της Βορείου Ηπείρου, στους Βουλιαράτες Αργυροκάστρου εξελισσόταν μια ιστορία καθόλου τιμητική για τα νιάτα του τόπου.
Σε καφετέρια του χωριού που ενίοτε λειτουργεί ως κέντρο διασκέδασης για τους νέους, μία παρεξήγηση έγινε αφορμή να μετατραπεί ο χώρος σε πεδίο μάχης. Αντίπαλα στρατόπεδα δύο παρέες νεαρών, ηλικίας 15 – 19 ετών, από γειτονικά χωριά, η μία από το Βοδίνο και η άλλη από τη Βόδριστα. Μέσα σε λίγη ώρα δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο μέσα στο μαγαζί. Τι κι αν ήρθε η αστυνομία, τα «λεβεντόπαιδα» συνέχισαν να δέρνονται άγρια και εκτός καφετέριας.
Τα παιδιά αυτά, όπως μαρτυρά και η ηλικία τους, γεννήθηκαν κατά τη συντριπτική πλειοψηφία τους και μεγάλωσαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Ανατράφηκαν δηλαδή σε παντελώς διαφορετικές συνθήκες από αυτές που έζησαν οι γονείς τους. Κι όμως αυτό το περιστατικό είναι ένα παράδειγμα από τα πολλά που αποδεικνύει ότι το φαινόμενο του τοπικισμού, είτε σε επίπεδο χωριών είτε σε επίπεδο επαρχιών, μεταδίδεται πιστά και στις επόμενες γενεές.
«Να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα»
Να έρθουμε όμως και σε μία περίπτωση (όχι από τις λίγες δυστυχώς) τυφλού εγωισμού. Ένας νέος Βορειοηπειρώτης γύρω στα 39, ο Ανέστης Τζούμπας, στις αρχές του χρόνου επέστρεψε στο χωριό του ,τους Γεωργουτσάτες Αργυροκάστρου, με σκοπό να εγκατασταθεί μόνιμα στα πάτρια εδάφη. Προς αυτή την κατεύθυνση λοιπόν έστησε τη δική του επιχείρηση εκεί, μία καφετέρια που θα προσέλκυε κυρίως τους νέους.
Τι καλύτερο παράδειγμα προς μίμηση για όσους σκέφτονται να επιστρέψουν και να επενδύσουν στον τόπο τους; Έτσι και ο Ανέστης στα τέλη Ιουλίου άνοιξε την καφετέρια η οποία από την πρώτη μέρα δεν σταματούσε να δέχεται πλήθος πελατών.
Σε κάποιους όμως δεν άρεσε αυτό και γεννήθηκε μέσα τους ο φθόνος γιατί έβλεπαν ότι θίγονταν τα συμφέροντα της δικής τους επιχείρησης. Σκεπτόμενοι λοιπόν με τη λογική «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα», προχώρησαν στο καταστροφικό τους έργο. Το αποτέλεσμα ήταν μετά από δώδεκα μέρες λειτουργίας, η καινούρια καφετέρια να γίνει παρανάλωμα του πυρός!
«Γνωρίζω ποιοι το έκαναν αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω» ήταν τα λόγια του ιδιοκτήτη για αυτή την αθλιότητα. Κι όμως ο Ανέστης δεν το έβαλε κάτω. Αποφάσισε να παραμείνει στο χωριό του και να ξαναστήσει από την αρχή την επιχείρηση του. Άλλο ένα παράδειγμα λεβεντιάς.
Αλήθεια όμως;! Τι παράδειγμα έχουν πάρει οι περισσότεροι ξενιτεμένοι Βορειοηπειρώτες στων οποίων περνάει από το νου η σκέψη να γυρίσουν στην ιδιαίτερη πατρίδα, βλέποντας όλα αυτά τα χρόνια ότι επιστρέφοντας μπορεί όχι μόνο συμπαράσταση να μην βρουν, αλλά και τους ίδιους τους συντοπίτες τους να καραδοκούν προκειμένου να τους κατασπαράξουν;
Εθνική και ηθική αθλιότητα
Να περάσουμε όμως και στο Βούρκο, όπου παρατηρήθηκε ένα επαναλαμβανόμενο περιστατικό εθνικής και ηθικής αθλιότητας και ταπείνωσης αυτή τη φορά. Κάθε καλοκαίρι λειτουργούν ως γνωστόν στο Καραχάτζι της Φοινίκης τα υπαίθρια τουριστικά κέντρα, όπου τα βράδυα γεμίζουν από παραθεριστές των γύρω χωριών. Τα γλέντια όμως που γίνονται εκεί αποτελούν πόλο έλξης και για πολλούς Αλβανούς από το Δέλβινο και τη γύρω περιοχή. Κατά τα μέσα Αυγούστου λοιπόν κάποιες παρέες Αλβανών που έσερναν το χορό, σε καθημερινή σχεδόν βάση παρήγγειλαν και χόρευαν ένα τραγούδι της γλώσσας τους. Το θέμα του; «Djemtë e Çamërisë» (Παιδιά της Τσαμουριάς)!
Τι κάνανε οι Βουρκάρηδες που ήταν παρόντες σε αυτό το αισχρό θέαμα; Όχι μόνο δεν διέκοψαν το τραγούδι, όχι μόνο δεν διαμαρτυρήθηκαν, αλλά δεν προχώρησαν καν σε αποχή από το χορό.
Ναι, συνέχισαν όσοι ήταν μέσα στο χορό να χορεύουν ακόμα! Το αν δεν αντιλαμβάνονταν το περιεχόμενο του τραγουδιού οι Έλληνες (!) που συνέχιζαν να γλεντούν δεν αποτελεί δικαιολογία. Αν δεν σέβεσαι ο ίδιος την ιστορία σου και την κληρονομιά σου, μην περιμένεις να την σεβαστούν άλλοι.
Μπορεί βέβαια να πει κάποιος πως κληρονομιά για αυτόν είναι τα όσα άφησε το καθεστώς του «θείου Ενβέρη». Δεν χρειάζεται περισσότερη ανάλυση για αυτό το περιστατικό.
Όμως δεν μπορεί να μείνει ασχολιάστο το φαινόμενο του κατά πόσο βαθιά διείσδυσε το δηλητήριο του κομμουνιστικό καθεστώς στις φλέβες των περισσότερων και δυστυχώς ζούμε τις παρενέργειες του ακόμα και το 2010.
Στης Δερόπολης τον κάμπο... qaj me lot
Κρατάμε όλα τα παραπάνω και συνδιάζοντας τα επιστρέφουμε ξανά στην υπόθεση της δολοφονίας του Αριστοτέλη Γκούμα. Ένας μεσήλικας στη Δερόπολη έλεγε για τον αδικοχαμένο ότι: «δεν φέρθηκε διπλωματικά και έφαγε το κεφάλι του», κάποιος άλλος ότι: «Για μένα Βόρειος Ήπειρος είναι μόνο η Δερόπολη, ο Βούρκος και το Πωγώνι. Περιοχές όπως η Χιμάρα, το Λάμποβο, το Μουρσί και η Κορυτσά δεν έχουν καμμία σχέση με μας».
Με τεράστια πίκρα διαπιστώνω ότι οκτώ στους δέκα που αναγνωρίζονται ως Έλληνες μειονοτικοί δεν δέχονται του Χιμαραίους ως ομοεθνείς τους. Συνεχίζουν να αναπαράγουν ακόμα και σήμερα – και νέοι σε ηλικία ακόμα άνθρωποι - την προπαγάνδα των σταλινικών ότι στη Χιμάρα οικιοθελώς απέκτησαν την αλβανική εθνικότητα. Αγνοούν παντελώς την ηρωική οργανωμένη αποχή των Χιμαριωτών από το νόθο δημοψήφισμα της 2ας Δεκεμβρίου 1945 για την εγκαθίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας», που τους στοίχισε την αφαίρεση της ελληνικής εθνικότητας και αμέτρητους διωγμούς.
Το αν δεν έγινε επίσημη κίνηση από την πλευρά των Χιμαριωτών για επανάκτηση της εθνικότητας τους και αναγνώριση της ελληνικότητας τους από το αλβανικό κράτος εδώ και είκοσι χρόνια, είναι ένα άλλο θέμα, που δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε.
Φυσικό εξ αιτίας αυτής της συμπεριφοράς, ήταν να δημιουργηθεί κλίμα αντιπάθειας και από μερίδα της δικής τους πλευράς...
H συμπαράσταση των Βουρκάρηδων είναι λεβεντιά, το τοπικιστικό νταηλίκι όμως κάποιων Χιμαραίων όχι...
Στις 19 Αυγούστου είκοσι παλικάρια από τα χωριά του Βούρκου πήραν την απόφαση να ανέβουν στη Χιμάρα προκειμένου να αποτίσουν φόρο τιμής στη μνήμη του Αριστοτέλη Γκούμα. Τότε συγκεντρώθηκαν άλλοι εκατό Χιμαριώτες και όλοι μαζί πραγματοποίησαν άλλη μία συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Ακόμα και σε αυτές τις στιγμές όμως δεν έλλειψε η τοπικιστική μιζέρια, όταν κάποιος ντόπιος γύρισε και είπε «Γιατί ανεβήκατε εσείς οι Βουρκάρηδες εδώ πάνω; Δεν σας έχουμε ανάγκη!», χάρη πάντως στους ψυχραιμότερους απομονώθηκε.
Γεγονότα τέτοια υπάρχουν αμέτρητα. Εστιάσαμε όμως σε μερικά από αυτά που έλαβαν χώρα τον φετεινό Άυγουστο, τον μήνα που ανασταίνεται η Βόρειος Ήπειρος.Αυτό που προηγείται είναι να μπουν στην άκρη οι τοπικιστικές και εγωιστικές διαφορές. Μόνο ενωμένοι και μονιασμένοι οι Βορειοηπειρώτες θα μπορέσουν να βοηθήσουν τον τόπο τους.Ας αποφύγουν την μίμηση συμπεριφορών και ενεργειών που δεν τους τιμούν.
Η θυσία του Αριστοτέλη από τη Χιμάρα, η επιμονή του Ανέστη από τους Γεωργουτσάτες και η κίνηση των είκοσι νέων Βουρκάρηδων στις 19 Αυγούστου, ας είναι τα καλά παραδείγματα που θα δείξουν το δρόμο σε όλους τους Έλληνες.
Κι όμως, είναι δύο έννοιες τόσο αντιφατικές μεταξύ τους αλλά και τόσο αλληλένδετες. Στην περίπτωση μάλιστα της βορειοηπειρωτικής ιστορίας δεν μπορεί να υπάρξει η μία χωρίς την άλλη.
Κατά τη διάρκεια της 45χρονης δικτατορίας του Ενβέρ Χότζα για παράδειγμα, υπήρξαν πολλοί Έλληνες που αντιστάθηκαν παλικαρίσια στο κομμουνιστικό καθεστώς, με αποτέλεσμα εάν συλλαμβάνονταν να φυλακιστούν, να εξοριστούν, να εκτελεστούν ή στην καλύτερη να απομονωθούν κοινωνικά από το τυραννικό σύστημα.
Στον αντίποδα όμως για να έχουν την κατάληξη τούτη τα παραδείγματα αυτά της βορειοηπειρωτικής λεβεντιάς έπρεπε να συμβάλλουν καθοριστικά οι καλοθελητές της Sigurimi, οι στυλοβάτες - ρουφιάνοι του συστήματος.
Και αυτοί δεν ήταν αλλοεθνείς, δεν ήταν ξένοι, δεν έρχονταν από μακριά, αλλά ήταν οι ίδιοι οι συγγενείς, οι γείτονες, οι συγχωριανοί ή κοντοχωριανοί. Και δυστυχώς ήταν κι αυτοί πολλοί, με αποτέλεσμα να μην μπορείς να προβλέψεις από που θα σε βρει το κακό.
Πέρασαν κιόλας είκοσι χρόνια από την κατάρευση εκείνου του συστήματος, όμως τον μισό αιώνα που διήρκησε κατάφερε να βάλει βαθιά το δηλητήριο του στις φλέβες όσων είχαν την ατυχία να το ζήσουν.
Φυσικά δεν ήταν και λίγοι κι αυτοί που ανέλαβαν για να βγάλουν εις πέρας αυτή τη δουλειά.
Το φαινόμενο τόσο της λεβεντιάς όσο και της αθλιότητας, γίνεται περισσότερο εμφανές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν και η Βόρειος Ήπειρος ζωντανεύει από την παρουσία των ξενιτεμένων παιδιών της. Έτσι και φέτος, τον Αύγουστο του 2010, όπου γίναμε μάρτυρες συγκλονιστικών γεγονότων.
Η χιμαριώτικη λεβεντιά ονομάζεται Αριστοτέλης Γκούμας
Ένα σπάνιο περιστατικό βορειοηπειρωτικής λεβεντιάς και παράλληλα αλβανικής θρασυδειλίας γνωρίζουμε ότι έλαβε χώρα το βράδυ της 12ης Αυγούστου στη Χιμάρα. Ήταν τη στιγμή που ο Αριστοτέλης Γκούμας έχανε ύστερα από φρικτό τρόπο τη ζωή του από Αλβανούς εθνικιστές, υπερασπιζόμενος το δικαίωμα του να μιλάει στη γεννέτειρα του τη μητρική του γλώσσα την ελληνική.Αν γράφονται και σήμερα ηρωικές σελίδες στο βορειοηπειρωτικό, γράφονται χάρη σε απλούς Βορειοηπειρώτες χωρίς εξουσίες και αξιώματα όπως ο Αριστοτέλης. Όσο κι αν κάποιοι εντεταλμένοι του βελτιωμένης έκδοσης συστήματος προσπαθούν με χαλκευμένες ειδήσεις να μας πλασάρουν σώνει και καλά ως ήρωες του Ελληνισμού τα δικά τους αφεντικά.
Δυστυχώς όμως την ίδια περίπου ώρα που το παλικάρι από τη Χιμάρα έπεφτε θύμα του πρωτόγονου αυτού αλβανικού σωβινισμού, στην άλλη πλευρά της Βορείου Ηπείρου, στους Βουλιαράτες Αργυροκάστρου εξελισσόταν μια ιστορία καθόλου τιμητική για τα νιάτα του τόπου.
Σε καφετέρια του χωριού που ενίοτε λειτουργεί ως κέντρο διασκέδασης για τους νέους, μία παρεξήγηση έγινε αφορμή να μετατραπεί ο χώρος σε πεδίο μάχης. Αντίπαλα στρατόπεδα δύο παρέες νεαρών, ηλικίας 15 – 19 ετών, από γειτονικά χωριά, η μία από το Βοδίνο και η άλλη από τη Βόδριστα. Μέσα σε λίγη ώρα δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο μέσα στο μαγαζί. Τι κι αν ήρθε η αστυνομία, τα «λεβεντόπαιδα» συνέχισαν να δέρνονται άγρια και εκτός καφετέριας.
Τα παιδιά αυτά, όπως μαρτυρά και η ηλικία τους, γεννήθηκαν κατά τη συντριπτική πλειοψηφία τους και μεγάλωσαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Ανατράφηκαν δηλαδή σε παντελώς διαφορετικές συνθήκες από αυτές που έζησαν οι γονείς τους. Κι όμως αυτό το περιστατικό είναι ένα παράδειγμα από τα πολλά που αποδεικνύει ότι το φαινόμενο του τοπικισμού, είτε σε επίπεδο χωριών είτε σε επίπεδο επαρχιών, μεταδίδεται πιστά και στις επόμενες γενεές.
«Να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα»
Να έρθουμε όμως και σε μία περίπτωση (όχι από τις λίγες δυστυχώς) τυφλού εγωισμού. Ένας νέος Βορειοηπειρώτης γύρω στα 39, ο Ανέστης Τζούμπας, στις αρχές του χρόνου επέστρεψε στο χωριό του ,τους Γεωργουτσάτες Αργυροκάστρου, με σκοπό να εγκατασταθεί μόνιμα στα πάτρια εδάφη. Προς αυτή την κατεύθυνση λοιπόν έστησε τη δική του επιχείρηση εκεί, μία καφετέρια που θα προσέλκυε κυρίως τους νέους.
Τι καλύτερο παράδειγμα προς μίμηση για όσους σκέφτονται να επιστρέψουν και να επενδύσουν στον τόπο τους; Έτσι και ο Ανέστης στα τέλη Ιουλίου άνοιξε την καφετέρια η οποία από την πρώτη μέρα δεν σταματούσε να δέχεται πλήθος πελατών.
Σε κάποιους όμως δεν άρεσε αυτό και γεννήθηκε μέσα τους ο φθόνος γιατί έβλεπαν ότι θίγονταν τα συμφέροντα της δικής τους επιχείρησης. Σκεπτόμενοι λοιπόν με τη λογική «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα», προχώρησαν στο καταστροφικό τους έργο. Το αποτέλεσμα ήταν μετά από δώδεκα μέρες λειτουργίας, η καινούρια καφετέρια να γίνει παρανάλωμα του πυρός!
«Γνωρίζω ποιοι το έκαναν αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω» ήταν τα λόγια του ιδιοκτήτη για αυτή την αθλιότητα. Κι όμως ο Ανέστης δεν το έβαλε κάτω. Αποφάσισε να παραμείνει στο χωριό του και να ξαναστήσει από την αρχή την επιχείρηση του. Άλλο ένα παράδειγμα λεβεντιάς.
Αλήθεια όμως;! Τι παράδειγμα έχουν πάρει οι περισσότεροι ξενιτεμένοι Βορειοηπειρώτες στων οποίων περνάει από το νου η σκέψη να γυρίσουν στην ιδιαίτερη πατρίδα, βλέποντας όλα αυτά τα χρόνια ότι επιστρέφοντας μπορεί όχι μόνο συμπαράσταση να μην βρουν, αλλά και τους ίδιους τους συντοπίτες τους να καραδοκούν προκειμένου να τους κατασπαράξουν;
Εθνική και ηθική αθλιότητα
Να περάσουμε όμως και στο Βούρκο, όπου παρατηρήθηκε ένα επαναλαμβανόμενο περιστατικό εθνικής και ηθικής αθλιότητας και ταπείνωσης αυτή τη φορά. Κάθε καλοκαίρι λειτουργούν ως γνωστόν στο Καραχάτζι της Φοινίκης τα υπαίθρια τουριστικά κέντρα, όπου τα βράδυα γεμίζουν από παραθεριστές των γύρω χωριών. Τα γλέντια όμως που γίνονται εκεί αποτελούν πόλο έλξης και για πολλούς Αλβανούς από το Δέλβινο και τη γύρω περιοχή. Κατά τα μέσα Αυγούστου λοιπόν κάποιες παρέες Αλβανών που έσερναν το χορό, σε καθημερινή σχεδόν βάση παρήγγειλαν και χόρευαν ένα τραγούδι της γλώσσας τους. Το θέμα του; «Djemtë e Çamërisë» (Παιδιά της Τσαμουριάς)!
Τι κάνανε οι Βουρκάρηδες που ήταν παρόντες σε αυτό το αισχρό θέαμα; Όχι μόνο δεν διέκοψαν το τραγούδι, όχι μόνο δεν διαμαρτυρήθηκαν, αλλά δεν προχώρησαν καν σε αποχή από το χορό.
Ναι, συνέχισαν όσοι ήταν μέσα στο χορό να χορεύουν ακόμα! Το αν δεν αντιλαμβάνονταν το περιεχόμενο του τραγουδιού οι Έλληνες (!) που συνέχιζαν να γλεντούν δεν αποτελεί δικαιολογία. Αν δεν σέβεσαι ο ίδιος την ιστορία σου και την κληρονομιά σου, μην περιμένεις να την σεβαστούν άλλοι.
Μπορεί βέβαια να πει κάποιος πως κληρονομιά για αυτόν είναι τα όσα άφησε το καθεστώς του «θείου Ενβέρη». Δεν χρειάζεται περισσότερη ανάλυση για αυτό το περιστατικό.
Όμως δεν μπορεί να μείνει ασχολιάστο το φαινόμενο του κατά πόσο βαθιά διείσδυσε το δηλητήριο του κομμουνιστικό καθεστώς στις φλέβες των περισσότερων και δυστυχώς ζούμε τις παρενέργειες του ακόμα και το 2010.
Στης Δερόπολης τον κάμπο... qaj me lot
Κρατάμε όλα τα παραπάνω και συνδιάζοντας τα επιστρέφουμε ξανά στην υπόθεση της δολοφονίας του Αριστοτέλη Γκούμα. Ένας μεσήλικας στη Δερόπολη έλεγε για τον αδικοχαμένο ότι: «δεν φέρθηκε διπλωματικά και έφαγε το κεφάλι του», κάποιος άλλος ότι: «Για μένα Βόρειος Ήπειρος είναι μόνο η Δερόπολη, ο Βούρκος και το Πωγώνι. Περιοχές όπως η Χιμάρα, το Λάμποβο, το Μουρσί και η Κορυτσά δεν έχουν καμμία σχέση με μας».
Με τεράστια πίκρα διαπιστώνω ότι οκτώ στους δέκα που αναγνωρίζονται ως Έλληνες μειονοτικοί δεν δέχονται του Χιμαραίους ως ομοεθνείς τους. Συνεχίζουν να αναπαράγουν ακόμα και σήμερα – και νέοι σε ηλικία ακόμα άνθρωποι - την προπαγάνδα των σταλινικών ότι στη Χιμάρα οικιοθελώς απέκτησαν την αλβανική εθνικότητα. Αγνοούν παντελώς την ηρωική οργανωμένη αποχή των Χιμαριωτών από το νόθο δημοψήφισμα της 2ας Δεκεμβρίου 1945 για την εγκαθίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας», που τους στοίχισε την αφαίρεση της ελληνικής εθνικότητας και αμέτρητους διωγμούς.
Το αν δεν έγινε επίσημη κίνηση από την πλευρά των Χιμαριωτών για επανάκτηση της εθνικότητας τους και αναγνώριση της ελληνικότητας τους από το αλβανικό κράτος εδώ και είκοσι χρόνια, είναι ένα άλλο θέμα, που δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε.
Φυσικό εξ αιτίας αυτής της συμπεριφοράς, ήταν να δημιουργηθεί κλίμα αντιπάθειας και από μερίδα της δικής τους πλευράς...
H συμπαράσταση των Βουρκάρηδων είναι λεβεντιά, το τοπικιστικό νταηλίκι όμως κάποιων Χιμαραίων όχι...
Στις 19 Αυγούστου είκοσι παλικάρια από τα χωριά του Βούρκου πήραν την απόφαση να ανέβουν στη Χιμάρα προκειμένου να αποτίσουν φόρο τιμής στη μνήμη του Αριστοτέλη Γκούμα. Τότε συγκεντρώθηκαν άλλοι εκατό Χιμαριώτες και όλοι μαζί πραγματοποίησαν άλλη μία συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Ακόμα και σε αυτές τις στιγμές όμως δεν έλλειψε η τοπικιστική μιζέρια, όταν κάποιος ντόπιος γύρισε και είπε «Γιατί ανεβήκατε εσείς οι Βουρκάρηδες εδώ πάνω; Δεν σας έχουμε ανάγκη!», χάρη πάντως στους ψυχραιμότερους απομονώθηκε.
Γεγονότα τέτοια υπάρχουν αμέτρητα. Εστιάσαμε όμως σε μερικά από αυτά που έλαβαν χώρα τον φετεινό Άυγουστο, τον μήνα που ανασταίνεται η Βόρειος Ήπειρος.Αυτό που προηγείται είναι να μπουν στην άκρη οι τοπικιστικές και εγωιστικές διαφορές. Μόνο ενωμένοι και μονιασμένοι οι Βορειοηπειρώτες θα μπορέσουν να βοηθήσουν τον τόπο τους.Ας αποφύγουν την μίμηση συμπεριφορών και ενεργειών που δεν τους τιμούν.
Η θυσία του Αριστοτέλη από τη Χιμάρα, η επιμονή του Ανέστη από τους Γεωργουτσάτες και η κίνηση των είκοσι νέων Βουρκάρηδων στις 19 Αυγούστου, ας είναι τα καλά παραδείγματα που θα δείξουν το δρόμο σε όλους τους Έλληνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου