Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

ΧΙΜΑΡΑ


Α. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Στη Βορειοδυτική πλευρά της Ελληνικής Χερσονήσου, ούτως ειπείν του ιστορικού χώρου του Ελληνισμού – ως προσδιορίζεται από αρχαίους, νέους και συγχρόνους ιστορικούς συγγραφείς - και μερικά μίλια βόρεια από την Κέρκυρα βρεχόμενη από το Ιόνιο Πέλαγος και την Αδριατική Θάλασσα εκτείνεται η Επαρχία της Χιμάρας, στους πρόποδες των νοτίων απολήξεων των Κεραύνιων Ορέων. Υπό την στενη έννοια “ΧΙΜΑΡΑ” σημαίνει την παραλιακή κωμόπολη στη δυτική πλευρά των Κεραύνιων ενώ υπό την ευρεία έννοια σημαίνει την ομώνυμη επαρχία της Βορείου Ηπείρου που μετά από πάμπολλες ιστορικές περιπέτειες εκτείνεται βόρεια των Αγίων Σαράντα και του Ακρωτηρίου Κεφάλι, και βορειοδυτικά του Δελβίνου και νότια του Αυλώνα με όριο τα Ακροκεραύνια 'Όρη, τον κόλπο “Γράμματα” και το ακρωτήριο “Γλώσσα”. Βίαιες ιστορικές πιέσεις επίΟθωμανικής Κατοχής αλλά κυρίως οι ακολουθούμενες από το Αλβανικό Κράτος πρακτικές περιόρισαν και υποβίβασαν την επαρχία Χιμάρας σε δήμο που σήμερα περιλαμβάνει τα επτά χωριά (από Βορρά προς Νότο) Παλάσσα, Βούνο, Δρυμάδες, Χιμάρα, Πύλιουρι, Κούδεσι και Κηπαρό. Άλλα έξι χωριά της επαρχίας Χιμάρας (Άγιος Βασίλειος, Νίβιτσα, Χουντέστοβο, Λούκοβο, Πικέρνι και Τσόραϊ) προσαρτήθηκαν αυθαίρετα από το Αλβανικό Κράτος στο Νομό Αγίων Σαράντα με στόχο τη διάσπαση της ιστορικής, γεωγραφικής και διοικητικής ενότητας της επαρχίας της Χιμάρας που στα τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα συμπεριελάμβανε 38 χωριά και δύο δήμους τον (παραλιακό) δήμο της Χιμάρας (18 χωριά) και το δήμο των Κεραυνίων με πρωτεύουσα τους Προγονάτες.
Το (αττικής γραφής) όνομα “ΧΕΙΜΑΡΡΑ” αντικατέστησε το αρχαιότερο όνομα 'ΧΙΜΕΡΑ' επί Άννας Κομνηνής γι'αυτό και σήμερα η λέξη “ΧΙΜΑΡΑ” έχει δύο γραφές “ΧΕΙΜΑΡΡΑ' ετυμολογούμενη (λανθασμένως ίσως) από το παλιό κάστρο πλησίον διερχομένου Χειμάρρου και ΧΙΜΑΡΑ ετυμολογούμενη από την Ομηρική πόλη ΧΙΜΕΡΑ ή ΧΙΜΑΙΡΑ επί των ερειπίων της οποίας εκτίσθη. Η αρχαία Χίμαιρα συνδέεται με την ομώνυμη θεότητα των καταιγίδων, του χειμώνα, της μανιασμένης θάλασσας και των αστραπόβροντων. Η ευρύτερη περιοχή ονομάζόταν Χαονία και οι κάτοικοι τους οι Χάονες, ένα από τα τρία μεγάλα ηπειρωτικά φύλα που επικράτησαν διαδοχικά στην Ήπειρο με όριο προς Βορρά το Γενούσο ποταμό (νυν Σκούμπι). Τα φυσικά αυτά όρια των Χαόνων θέτουν οι αρχαίοι ιστορικοί Στράβων, ο Σκύλαξ, ο Πλίνιος, ο Πομπήϊος, ο Μελάς, ο Θουκυδίδης και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος ο οποίος αναφέρει ότι Αρχέγονος Ελλάς Ήπειρος και ότι Αρχάς Ελλάδος από Ωρικίας δηλ. η Ελλάς άρχιζε από τη μεταξύ Χιμάρας και Αυλώνος περιοχή. Κατά το Σταγειρίτη φιλόσοφο και πανεπιστήμονα Αριστοτέλη προς βορράν την πόλεως αυτής κατοικούσαν οι Σελοί “καλούμενοι τότε μεν Γραικοί (Greek) νυν δε Έλληνες”.
Όμοιος με τις Χιμαιρικές καιρικές συνθήκες και το περιβάλλον είναι και ο χαρακτήρας των Χιμαριωτών – Χαόνων. Είναι λαός περήφανος, ευγενικός, δίκαιος αλλά κυρίως λαός ελεύθερος και χάριν της ελευθερίας πολεμικός. Αν κάτι ξεχωρίζει τους Έλληνες της Χιμάρας στην ιστορική τους πορεία είναι ο διαρκής αγώνας τους για ελευθερία και η ανεξάντλητη εμμονή στη διατήρηση της Ελληνικότητάς τους. Η Χιμάρα ακολουθώντας τη ιστορική μοίρα του Ελληνισμού θα αντισταθεί στη Ρωμαϊκή κατοχή που σήμανε το τέλος του ελεύθερου Ελληνικού βίου αλλά και στις επιδρομές και δηώσεις των Βανδάλων, Γότθων, Ούνων, Οστρογότθων, Ερούλων, Γετών και Λομβαρδών (όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος) χάρη στο φρούριό της που αναφέρεται από τον Πλίνιο.
Στα Βυζαντινά χρόνια με την διοικητική αναδιοργάνωση του Διοκλητιανού και του Μεγ. Κωνσταντίνου θα υπαχθεί στην επαρχία της “Παλαιάς Ηπείρου” (EPIRUS VETUS) καθώς η σημερινή Αλβανία βορείως του Γενούσου ποταμού ονομάζεται “Νέα Ήπειρος”. Το φρούριό της θα ανακαινισθεί από τον Ιουστινιανό και θα αξιοποιηθεί στην άμυνα του Βυζαντίου. Οι επιδρομές και οι καταστροφές όμως δεν αποφεύγονται από Σαρακηνούς, Βουλγάρους, Σταυροφόρους και Σέρβους, για να ακολουθήσουν αργότερα (Τουρκ)Αλβανοί και Τούρκοι.
Επί Οθωμανικής κατοχής η Χιμάρα διεκδικεί και κερδίζει με αίμα και αγώνα την αυτονομίατης το 1518 μετρώντας συνολικά 40 εξεγέρσεις κατά των τυράννων από το 1403 μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Με μόνη υποχρέωση της Σουλτανικής κυριαρχίας οι Χιμαριώτες (33 χωριά) απαλλάχθηκαν από το κεφαλικό φόρο, τη δεκάτη, τη στρατολογία και κάθε φόρο και εισφορά, διασφαλίζοντας το δικαίωμα ελεύθερης οπλοφορίας στην περιοχή της Ηπείρου, αυτοδιοίκηση και ναυτικά προνόμια συμπεριλαμβανομένης της ελευθεροπλοϊας και των δασμολογικών ατελειών. Την αυτονομία αυτή πολλές φορές αποπειράθηκαν Τουρκαλβανοί και Τούρκοι να καταργήσουν στρατιωτικά αλλά απέτυχαν. Την ίδια περίοδο και ιδίως από το 15ο αιώνα η Χιμάρα θα γίνει η κύρια πηγή των “stradioti” (ισπανικά estradiotes) των Ελληνικών μισθοφορικών σωμάτων στη Δύση που υπηρέτησαν με τη “Γαληνοτάτη” της Βενετίας, με το Βασίλειο της Νεαπόλεως και της Σικελίας, και με τους Καταλανούς ενώ αργότερα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους και στη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας και τους διαδόχους της. Ενδεικτικά αναφέρεται το “Regimento Cimarriotto” της Γαληνότατης Δημοκρατίας που έλαβε μέρος στους τρεις τελευταίους τουρκο-βενετικούς πολέμους, το “Reggimento Real Macedone” Διοικητές τον (Κεφαλλονίτη) Γεώργιο Χωραφά και τους Χιμαριώτες Στρατή Γκίκα, Βλάση και Αθανάσιο Γκίκα, τη “Brigada Macedone” και τελικά το “Battaglione de Cacciatori Albanesi” .
Ο όρος “αλβανικός “ δεν έχει καμμία εθνική ή εθνολογική σημασία αλλά σχετίζεται με τη πολεμική τακτική των στρατευμάτων και γενικότερα με τον τόπο καταγωγής των περισσοτέρων. Ούτως η αρχική έννοια του “Αλβανός” ή “Αρναούτης” στην εποχή εκείνη σήμαινε τον ΧΡΙΣΤΙΑΝΟ ΟΠΛΟΦΟΡΟ ο οποίος ασκούσε νόμιμα το επάγγελμα του μη τακτικού στρατιωτικού. Το “Βattaglione de Cacciatori Albanesi” διασπάται με τη παλινόρθωση των Βουρβώνων σε “Battaglione de Cacciatori Macedoni” και “Reggimento Albania” ενώ στη Ρωσία το πρώτο σώμα Ελλήνων εθελοντών υπό το Στέφανο Μαυρομιχάλη από τη Μάνη έλαβε το όνομα “Albanskoe voisko” (Αλβανική Στρατιωτική Δύναμη) για να μετονομαστεί το 1779 σε “Grecheskii Pekhotnyi Polk” (Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού) και να μετεξελιχθεί αργότερα στο “Balaklavaskii Grecheskii Pekhotnyi Batalion (Ελληνικό Τάγμα Πεζικού της Μπαλακλάβα). Το τέλος της εποχής των “stradioti” από τη Χιμάρα, σηματοδοτεί η επιτύμβια προτομή του Δημητρίου Λέκκα ((A DIMITRIO LECCA EPIROTA)1779-1862) με καταγωγή από το χωριό Δρυμάδες της Χιμάρας στον περίβολο της ελληνικής εκκλησίας Αγίων Πέτρου και Παύλου στη Νεάπολη της Ιταλίας. Ο τελευταίος Έλληνας μισθοφόρος της Κάτω Ιταλίας διορίστηκε στα 1860 επιθεωρητής του πεζικού του βασιλείου των Δύο Σικελιών. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα οι Χιμαριώτες, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες άρχιζαν να εργάζονται και να επικεντρώνονται στο “ποθούμενο”, την αποτίναξη του Οθωμανικού – Τουρκικού ζυγού.
Στην επίτευξη του ποθούμενου σημαντικό ρόλο στο χώρο της Βορείου Ηπείρου και της Χιμάρας έπαιξε ο Ιερομόναχος – Απόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός Σε εκείνον οφείλεται η επανίδρυση των Ελληνικών σχολείων σε ολόκληρη τη Βόρειο Ήπειρο. Έναν αιώνα μετά το μαρτυρικό του θάνατο (στραγγαλισθείς υπό των Τούρκων στις 24-08-1779), το 1898-99, αναφέρονται στην επαρχία της Χιμάρας 12 δημοτικά σχολεία, τέσσερα Σχολαρχεία (Γυμνάσια), τέσσερα Παρθεναγωγεία και μία Αστική Σχολή, ήτοι σύνολο 21 σχολεία με 25 διδασκάλους και 715 μαθητές.
Μορφή του Εθνικό-απελευθερωτικού Αγώνα του Ελληνισμού είναι ο Χιμαριώτης Σπύρος Μίλιος (1800-1880) που διετέλεσε Γενικός Αρχηγός εκστρατευτικού σώματος Χιμαριωτών που πολέμησε σε όλη την Επαναστατημένη Ελλάδα συμμετέχοντας και στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Στη συνέχεια διετέλεσε Διοικητής της Ελληνικής Σχολής Ευελπίδων, Αρχηγός της Ελληνικής Χωροφυλακής, Πρόεδρος της Βουλής, Υπουργός Στρατιωτικών και πρόεδρος της Επιτροπής Βορειοηπειρωτών. Οι προσπάθειές του – ήδη από το 1829 – για δυαδικό ελληνοαλβανικό ομοσπονδιακό κράτος δεν ευοδώθηκαν ενώ στον αντίποδα η “Λίγκα της Πρισρένης” και ο “Σύνδεσμος για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του αλβανικού έθνους” (1878) ενισχύθηκαν για να εξυπηρετήσουν τον Τουρκικά, Ιταλικά και Αυστριακά συμφέροντα στα πλαίσια του Συνεδρίου του Βερολίνου. Η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1912-13) φέρνει την πρώτη απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου και της Χιμάρας που ματαιώνεται όμως από την ίδρυση του κράτους της Αλβανίας (Συνθήκη Λονδίνου 17/30 Μαίου 1913) με πρωτοβουλία του Ιταλικού και του Αυστοουγγρικού σωβινισμού που απειλούσαν Ελλάδα και Σερβία αντιστοίχως με πόλεμο. Ο καθορισμός των συνόρων του νέου κράτους από διεθνή επιτροπή εξαίρεσε τη Βόρειο Ήπειρο από τον Ελληνικό κορμό διχοτομώντας την Ήπειρο και αγνόησε προκλητικά τις εκκλήσεις των Ελλήνων - Χιμαριωτών και των λοιπών Βορειοηπειρωτών – (ακόμη και μουσουλμάνων) που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού (Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17/12/1913).
Αντιδρώντας ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός ξεκινώντας από τη Χιμάρα με αρχηγό το Σπύρο Σπυρομήλιο επαναστάτησεκηρύσσοντας την Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Καθώς η ένοπλη προσπάθεια διάλυσης της Αυτονόμου Βορείου Ηπείρου από μέρους των Τουρκαλβανών απέτυχε υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας στις 4/17 Μαίου του 1914 που ουδέποτε ετηρήθη από την Αλβανική πλευρά. Ακολούθησε η δεύτερη απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου και της Χιμάρας (13 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 1914) το μη εφαρμοσθέν σύμφωνο Τιτόνι-Βενιζέλου, και η τρίτη απελευθέρωση το 1940 κατά την εκδίωξη των φασιστικών Ιταλικών στρατευμάτων που είχαν απρόκλητα επιτεθεί στην Ελλάδα την 28η Οκτωβρίου 1940. Οι κάτοικοι της Χιμάρας στις 22 προς 23 Δεκεμβρίου του 1940 αφού συνέβαλαν στην εκδίωξη των Ιταλών, “με λαμπάδες που κρατούσαν αναμένες όπως στην Ανάσταση και ψάλλοντας το “Χριστός Ανέστη” εισήλθον εις την Ιστορική Πόλιν όπου εόρτασαν τα Ελεύθερα Χριστούγεννα” (Εφημερίδα “Η ΝΙΚΗ” 28/12/1940) ενώ η εφημερίδα “Νέα Ελλάς” (24/12/1940) σχολιάζει“Η Χειμάρρα είναι από της χθές ελευθέρα. Εις την Χειμάρραν, την ιστορικήν Χειμάρραν, την ελληνικωτάτην πόλιν των Ακροκεραυνίων κυματίζει από της προχθές πάλιν η ελληνική σημαία. Είναι η σημαίαν την οποίαν υπέστηλαν βιαίως προ ενός τετάρτου αιώνος οι ισχυροί της γής, δια να πραδώσουν την πόλιν εμμέσως έκτοτε εις τον τύρρανον από τας χείρας του οποίου την απέσπασεν ήδη ο ηρωϊκός μας στρατός.”
Η αναφορά σε τύρρανον δεν είναι πολεμική προπαγάνδα της εποχής. Το Αλβανικό Κράτος υπό το καθεστώς Φαν Νόλη αλλά και επί βασιλείας Ζώγου καταπιέζει αφόρητα τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό με την υψηλή προστασία της Ιταλίας στην ΚΤΕ επιδιώκοντας τον εξαλβανισμό του. Οι κύριοι άξονες της επίθεσης αφορούν τη Ελληνική Γλώσσα και Παιδεία, ως επίσης και την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ειδικότερος και επιτακτικός στόχος η κατάργηση του καθεστώτος αυτονομίας της Χιμάρας.Από το 1921 ως το 1935 το Αλβανικό Κράτος προβαίνει στο σταδιακό κλείσιμο όλων των Ελληνικών σχολείων που έχουν απομείνει στη Βόρειο Ήπειρο συμπεριλαμβανομένων και αυτών στη Χιμάρα (13 τον αριθμό). Μετά από προσφυγή του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού στην ΚΤΕ και την απειλή της Ελλάδος για αποχώρηση της Ελλάδος από την ΚΤΕ και ανάληψη δυναμικών ενεργειών το θέμα παραπέμπεται στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το οποίο με απόφασή του στις 6 Απριλίου του 1935 αποφάνθηκε ότι η Αλβανία είχε παραβεί τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Υπό το βάρος της καταδίκης επετράπη η επαναλειτουργία ορισμένων μόνον σχολείων των οποίων όμως η λειτουργία τελούσε υπό καθεστώς τρομοκρατίας και καταπίεσης. Η αλβανική γλώσσα επιβάλλεται δια των όπλων στις λειτουργίες των ορθοδόξων εκκλησιών ενώ ο Φαν Νόλη ιδρύει τη σχισματική Αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία χειροτονούμενος από Ρώσο Μητροπολίτη (!!!) και υποστηριζόμενος-χρηματοδοτούμενος από Αμερικανοαλβανούς (!!!). Τα χωριά της Βορείου Ηπείρου απροστάτευτα προσβάλλονται από συμμορίες κλεπτών και δολοφόνων. Η ανεξάρτητη Χιμάρα που διοικείται από επταμελές συμβούλιο δέχεται το Μάιο του 1921 επίθεση οργανωμένη από το Αλβανικό κράτος. Με την απόκρουσή της καταρτίζεται συμφωνία την οποία το Αλβανικό κράτος αποδέχεται και προβλέπει:
 Κανονική λειτουργία των ελληνικών σχολείων με παράλληλη χρήση Ελληνικής και Αλβανικής.
 Αναγνώριση διοικητικών και φορολογικών προνομίων. (Κατ' αποκοπή φορολογία 1000 εικοσάφραγκων ετησίως, διοικητική αυτοτέλεια, Οι Χιμαριώτες θα υπηρετούσαν τη στρατιωτική του θητεία Νότια του Γενούσου ποταμού και ο αρχηγός Χωροφυλακής θα ήταν Χριστιανός.)
 Η Χιμάρα θα αναγνωρίζετο ως ιδιαίτερη εκλογική περιφέρεια με δύο βουλευτές.
Και αυτή η συμφωνία αθετήθηκε από μέρους του Αλβανικού κράτους καθώς επανειλημμένες απόπειρες κατάργησής της έλαβαν χώρα, το 1924 (ο αιματηρός τρύγος του 1924), το 1926, και το 1932.
Περαιτέρω πιέσεις ασκήθηκαν στον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό με απόπειρες αλλοίωσης της πληθυσμιακής σύνθεσης της Βορείου Ηπείρου με την εισαγωγή Βορειοαλβανών (Γκέγκηδων) και την “εξαγωγή” - εκτοπισμό Ελλήνων στην πεδιάδα της Μουζακιάς στην οποία ο Μουσολίνι σχεδίαζε την εγκατάσταση 10.000 Ιταλών αποίκων από τη Ν. Ιταλία. Στις 7 Απριλίου του 1939, οι Ιταλοί υπό το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι αποβιβάζονται στην Αλβανία.
Τα δύο κράτη ενώνονται κάτω από τον ίδιο βασιλικό οίκο. Ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός υπό Ιταλική στρατιωτική κατοχή καταπιέζεται και διώκεται. Ελληνοδιδάσκαλοι διώκονται, φυλακίζονται και εξορίζονται με ψευδείς κατηγορίες. Επιδιώκεται με κάθε τρόπο το κλείσιμο των Ελληνικών σχολείων ενώ ασκείται συνεχής ψυχολογική βία με εφόδους και έρευνες στα σπίτια των Βορειοηπειρωτών καθώς και με εκτοπίσεις και φυλακίσεις. Η Αλβανία μεταβάλλεται σε εφαλτήριο για την επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Στις 6 Απριλίου 1941, μετά την ήττα των Ιταλών στην Βόρειο Ήπειρο η Γερμανία επιτίθεται στην Ελλάδα μέσω Γιουγκοσλαβίας (που έχει καταρρεύσει) και Βουλγαρίας. Η Ελλάδα καταλαμβάνεται από τις δυνάμεις του Άξονα, καθώς το σύνολο σχεδόν του Ελληνικού Στρατού βρίσκεται στα Βορειοηπειρωτικά βουνά.
Ολόκληρος ο Ελληνισμός συμπεριλαμβανομένου του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού αντιστέκεται καταβάλλοντας βαρύ φόρο αίματος. Μετά το τέλος του πολέμου (1946) ενώ το Βορειοηπειρωτικό παραμένει εκκρεμές ενώπιον του Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών των Τεσσάρων Δυνάμεων, πέφτει πάνω στον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό η μακρά νύχτα της Χοτζικής Τυραννίας.
Για άλλη μια φορά η Χιμάρα αντιστέκεται αρνούμενη καθολικά να αναγνωρίσει το νέο καθεστώς με αποχή από τις ψευδοεκλογές της 2-12-1945. Το 1946 η Αλβανία ανακηρύσσεται “Λαϊκή Δημοκρατία”. Το 1949 συνελήφθη και εκθρονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόφορος που πεθαίνει δέσμιος 9 χρόνια μετά. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία διώκεται και η ριζική λύση δίνεται το 1967 με το διάταγμα 4337/13-11-1967 με το οποίο καταργείται η θρησκεία, απαγορεύεται κάθε λατρευτική πράξη ακόμη και ιδιωτικά. Οι Ναοί καταστρέφονται (γίνονται στάβλοι, γυμναστήρια και αποθήκες), οι ιερείς αποσχηματίζονται, φυλακίζονται, εξορίζονται και εκτελούνται, ενώ απλή επίκληση του Θεού ή σημείο του Σταυρού τιμωρείται με πολυετή φυλάκιση. Οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου παραμένουν αβάπτιστοι, ανύμφευτοι και ακήδευτοι. Η Ελληνική Παιδεία διώκεται ενώ μόνο στις αναγνωρισμένες από το Αλβανικό Κράτος μειονοτικές περιοχές διδάσκονται προσχηματικά τα Ελληνικά.
Παντού επικρατεί η τρομοκρατία του καθεστώτος, ενώ στη Χιμάρα που δεν αναγνωρίζεται ως Ελληνική Κοινότητα η χρήση της Ελληνικής Γλώσσας είναι ποινικά κολάσιμη. Η επικοινωνία με την Ελλάδα απαγορεύεται, εκατοντάδες που επιχειρούν να αποδράσουν από τον “Αλβανικό Παράδεισο” εκτελούνται, σκοτώνονται ή απλώς χάνονται στη θάλασσα. Έλληνες εκτοπίζονται στο Βορρά της Αλβανίας και αντικαθίστανται από Αλβανούς εποίκους που μεταφέρονται στο Νότο.
Τοπωνύμια αλλάζουν συστηματικά. Οι περιουσίες των Ελλήνων δημεύονται και 25.000 'Έλληνες συλλαμβάνονται και οδηγούνται στη κρατική ασφάλεια (Σιγκουρίμι) μόνο επειδή φέρουν Ελληνική εθνική συνείδηση κατηγορούμενοι ως “μοναρχοφασίστες Έλληνες”.
Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, ο Γεώργιος Παπανδρέου (παππούς του σημερινού Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδος) θα δηλώσει στην Ελληνική Βουλή στις 31-5-1960 μεταξύ άλλων: “Υπάρχει όμως και κάτι άλλο καθημερινόν. Επείγον θέμα, η προστασία του πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου, η προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας του. Οι μάρτυρες αδελφοί μας ζητούν από τη μητέρα πατρίδα μιαν συνεχή στοργικήν συμπαράστασιν. Διότι ζούν υπό το κράτος αφορήτου τυραννίας. Και αυτή τη στοργήν οφείλομεν να τους παράσχωμεν.”.
Το αποκορύφωμα της παράνοιας του Χοτζικού καθεστώτος φθάνει στο σημείο έκδοσης του Ν.Δ. 5399/1975 για την αλλαγή των ονομάτων που είναι ”ακατάλληλα πολιτικώς και ιδεολογικώς”. Μια πράξη που φέρει σήμερα τις δηλητηριώδεις συνέπειές της ακόμη και μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1991.

Β. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Οι εξελίξεις του 1991 δημιούργησαν την ελπίδα ότι η Αλβανία θα έμπαινε στο δρόμο της Δημοκρατίας και ότι ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός θα ανέπνεε πλέον το αέρα της ελευθερίας απολαμβάνοντας τα εθνικά και δημοκρατικά του δικαιώματα όπως κάθε άλλη εθνική κοινότητα στην Ευρώπη.

Όμως ο αλβανικός σωβινισμός συνεχίζει με πάγιο τρόπο την ανθελληνική πολιτική είτε επιθετικά (με το Δημοκρατικό Κόμμα του Σαλί Μπερίσα που κυβέρνησε από το 1992 ως το 1997) είτε με τη συνέχιση της τακτικής της “αφομοίωσης”, παράδοσης που κληρονόμησε το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αλβανίας από το Χοτζικό καθεστώς.

Δώδεκα χρόνια μετά τη πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το Αλβανικό Κράτος αρνείται να αναγνωρίσει την Ελληνική (πλειοψηφική) Κοινότητα της Χιμάρας (όπως άλλωστε και της Κορυτσάς), αρνείται να επιστρέψει τις δημευμένες περιουσίες στους νόμιμους κατόχους της, αρνείται να αναγνωρίσει το δικαίωμα των Χιμαριωτών να αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες, αρνείται την αδειοδότηση και την ίδρυση Ελληνικού σχολείου, ενώ προσπαθεί με προκλητικούς τρόπους να επιβάλει την “αλβανικότητα” και “αλβανική εθνική συνείδηση” με εκβιασμούς και εκφοβισμούς και μεθόδους “πολέμου” χαμηλής έντασης.

Η κρατική ασφάλεια (Σιγκουρίμι) επιβάλει ακόμη και σήμερα τη σκιά της σε κάθε δραστηριότητα, οι Έλληνες Χιμαριώτες που επιστρέφουν στις πατρογονικές τους εστίες στη περιοχή της Χιμάρας δέχονται πιέσεις για να μην αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους, οι μικρές ιδιοκτησίες και επιχειρήσεις λειτουργούν υπό το φόβο επιβολής προστίμων και διοικητικών ποινών για το τίποτα.

Περισσότερη πίεση ασκείται με την μέθοδο της αλλοίωσης των πληθυσμιακών δεδομένων με την “εισαγωγή” εποίκων στη Βόρειο Ήπειρο και ειδικότερα στη περιοχή της Χιμάρας. Χαρακτηριστική των πιέσεων που ασκούνται είναι η διαπιστωθείσα νοθεία στις δημοτικές εκλογές του 2000, όπου υπό τα όμματα των παρατηρητών του ΟΑΣΕ επιβεβαιώθηκε με αδιαμφισβήτητο τρόπο η ύπαρξη της πλειοψηφικής Ελληνικής Κοινότητας της Χιμάρας παρά τη πεισματώδη άρνηση του Αλβανικού Κράτους.

Με στόχο την παρεμπόδιση της οικονομικής ανάπτυξης των Ελλήνων το Αλβανικό Κράτος αποστερεί τη περιοχή της Χιμάρας από βασικές υποδομές (δρόμους, σχολεία, ενέργεια κοκ) που θα επέτρεπαν τη δημιουργική παραμονή στις εστίες τους. Το Αλβανικό Κράτος ελπίζει σφόδρα να πετύχει το διττό στόχο να “εξαφανίσει” από τη Χιμάρα το ενεργό παραγωγικό δυναμικό της Ελληνικής Κοινότητας (που αναγκάζεται να μεταναστεύσει για να επιβιώσει) ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να παρεμποδίσει τη δραστηριότητα όσων επιθυμούν να επενδύσουν στις πατρογονικές τους εστίες. Μόνη σε όλη την Αλβανία η Χιμάρα στερείται ηλεκτρικού ρεύματος κατά τις παραγωγικές ώρες της ημέρας και της νύχτας, ενώ η κατάσταση έχει γίνει αφόρητη με την επανειλημμένη καταστροφή εξοπλισμού και οικοσκευών από τις επανειλημμένες διακοπές και επαναφορές του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι ζημίες που προκαλούνται είναι εξαιρετικά δυσβάσταχτες για πληθυσμό που προσπαθεί να ορθοποδήσει και να αναπτυχθεί οικονομικά, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα καθίστανται αφόρητες εξ επίτηδες.

Παρά τη σημαντική βοήθεια που έχει ληφθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ίδια την Ελλάδα που έχει υποστηρίξει οικονομικά την Αλβανία σε πολύ σημαντικό βαθμό – εμποδίζοντας την οικονομική της κατάρρευση - οι Αλβανικές Κυβερνήσεις (Δημοκρατικό Κόμμα και Σοσιαλιστικό Κόμμα) αρνούνται να κατευθύνουν πόρους προς την περιοχή της Χιμάρας η οποία αναπτύσσεται μόνη, με βάση το δυναμικό και τη δημιουργικότητα των Χιμαριωτών που επενδύουν στην πατρώα γη. Οι υποδομές των μεταφορών είναι ανύπαρκτες και δεν βελτιώνονται. Οι δημοτικές αρχές δεν έχουν ουσιαστικές αρμοδιότητες και πολύ περισσότερο στερούνται πόρων με αποτέλεσμα οι τοπική Ελληνική κοινωνία να υπόκειται στους εκβιασμούς και τις θελήσεις της Κεντρικής Εξουσίας. Ενώπιον της διαμορφωθείσης καταστάσεως η Ελληνική Κοινότητα της Χιμάρας αξιώνει από το Αλβανικό Κράτος και ζητά τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα ακόλουθα:

ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΜΑΣ

 Να αναγνωρίσει το Αλβανικό Κράτος την Ελληνική Κοινότητα της Χιμάρας εφαρμόζοντας πάραυτα τη σύμβαση πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης που έχει κυρωθεί και τεθεί σε εφαρμογή την 01/01/2000.
 Να επανασυνδέσει το αλβανικό κράτος το Βόρειο με το Νότιο τμήμα της Χιμάρας, ώστε να δημιουργηθεί μία ενιαία « επαρχία Χιμάρας», τα διοικητικά όρια της οποίας ξεκινούν από τη Νίβιτσα και τελειώνουν στην Παλιάσα.
 Να παρέχει το Αλβανικό Κράτος Δημόσια Έγγραφα στα Ελληνικά και να καθιερώσει στις Δημόσιες Υπηρεσίες ως επίσημη γλώσσα για τις μειονοτικές περιοχές τα Ελληνικά.
 Να αναγνωρίσει το Αλβανικό Κράτος το δικαίωμα των Χιμαριωτών να αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες.
 Να αποδώσει το αλβανικό κράτος στους δικαιούχους, τις ιδιωτικές, κοινοτικές και εκκλησιαστικές περιουσίες που κατασχέθηκαν παράνομα από το κομμουνιστικό καθεστώς, και εξακολουθούν να δεσμεύονται από το αλβανικό κράτος.
 Να επαναλειτουργήσει άμεσα το ελληνικό σχολείο, το οποί να παρέχει ελληνική παιδεία, καθώς και ελληνική και τοπική ιστορία.
 Να δημιουργήσει κλίμα ασφάλειας για την ελεύθερη επιχειρηματική δράση των Ελλήνων της Χιμάρας αλλά και γιε ξένες επενδύσεις.
 Να διευρύνει τις αρμοδιότητες στην τοπική εξουσία και να συνδέσει άμεσα τα προγράμματα των ευρωπαϊκώνχρηματοδοτήσεων με την ανάπτυξη της Χιμάρας.

14 σχόλια:

  1. Οι Έλληνες ΔΕΝ ήταν η πλειοψηφία στη Βόρεια Ήπειρο (νότια Αλβανία) - ειδικά στην Κορυτσά - αλλά οι Αλβανοί. Το δε Πρωτόκολλο της Κέρκυρας έχει καταργηθεί από άλλες συνθήκες (ακόμα όμως και αν δεν ισχύει αυτό, έχει περιπέσει σε αχρησία).

    Με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17/12/1913, οι Βόρειες περιοχές της Ηπείρου μετονομάστηκαν «Νότιος Αλβανία», οι δε Έλληνες Ηπειρώτες «Ελληνική Μειονότητα».

    Στις 9/11/1921, η Πρεσβευτική Διάσκεψη αποφάσισε την οριστική ενσωμάτωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Η απόφαση υπογράφτηκε από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων Μ. Βρετανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ιαπωνίας.

    Η οριστική επιδίκαση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία, επικυρώθηκε στις 27/11/1925 με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που υπογράφτηκε από τους: Στρατηγό Pietro Cazzera (Ιταλός), Συνταγματάρχη I.A. Ordioni (Γάλλος), Αντισυνταγματάρχη F. Giles (Βρετανός) και τον Έλληνα Αντισυνταγματάρχη Χρήστο Αβραμίδη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ας δούμε ποια ήταν η πληθυσμιακή κατάσταση στην Ήπειρο τον 19ο-20ο αιώνα.

      Ο Hobhouse παρατηρούσε πως πλησιάζοντας στο Αργυρόκαστρο άλλαζε η ενδυμασία των χωρικών και τη φαρδιά μάλλινη φουστανέλα των Ελλήνων αντικαθιστούσε η βαμβακερή των Αλβανών, ενώ χρησιμοποιούσαν πλέον περισσότερο την αλβανική γλώσσα. Ενώ μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων οι Χριστιανοί κάτοικοι μιλούσαν περισσότερο τα ελληνικά, εντούτις στην Ηπειρωτική ύπαιθρο οι περισσότεροι μιλούσαν Αλβανικά ενώ ελληνικά μιλούσαν περισσότερο οι άνδρες. (John Cam Hobhouse, “A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810”, James Cawthorn, London 1813)

      Όσον αφορά στο Αργυρόκαστρο, ο Holland, ο οποίος επισκέφτηκε την Αλβανία το 1812, αναφέρει ότι η πόλη είχε πληθυσμό 4.000 οικογενειών από τις οποίες μόνο 140 ήταν ελληνικές (Henry Holland, Travels in The Ionian Isles, Albania, Thhessaly, Macedonia, &c., during the years 1812 and 1813, 1815, Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown: 1899, p.272). Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται από στοιχεία που δημοσίευσε το 1913 το γενικό στρατηγείο του ελληνικού στρατού, σύμφωνα με τα οποία από τους 11.590 κατοίκους του Αργυροκάστρου οι 9.895 ήταν Αλβανοί και μόνο 1695 Έλληνες. (R. Puax, Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος, εκδ. 1913)

      Ο Holland γράφει επίσης ότι οι Χιμαριότες ανήκουν στην αλβανική φυλή των Λιάπηδων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι ανάμεσα στην Αυλώνα και στο Δελβίνο. Ο Ιωάννης Γεννάδιος (1844-1932), Έλληνας προξενικός υπάλληλος με συγγραφική δραστηριότητα και ευεργέτης, αποκαλεί επίσης τους κατοίκους της Χιμάρας ως Λιάπηδες, ενώ αξίζει να πούμε ότι θεωρούσε τους κατοίκους της Ύδρας και των Σπετσών ως 'εξελληνισθέντες Αλβανούς' όπως χαρακτηρηστικά έλεγε. Άρα το ότι οι Χιμαριότες είναι δίγλωσσοι Αλβανοί (ασχέτως αν πολλοί από αυτούς έχουν αποκτήσει ελληνική εθνική συνείδηση), δεν είναι αλβανική προπαγάνδα του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα. Είναι σημαντική η καταγραφή του του Holland, καθώς αυτή έγινε πολύ πριν την επίσημη ίδρυση του αλβανικού κράτους, και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να μιλάμε περί αλβανικής προπαγάνδας σχετικά με την καταγωγή των Χιμαριωτών.

      Κατά τον Αθανάσιο Ψαλίδα: «Η Κορυτζά ή Γκιόρτζα, κωμόπολις με 800 σπίτια, τα μισά μουσουλμανικά και τα μισά χριστιανικά… όλοι οι κάτοικοι Αλβανοί και άλλην γλώσσα δεν ξέρουν. Και η πόλη του Αργυροκάστρου… περιέχει ως 2500 σπίτια εξ ων στα 300 σχεδόν μένουν Χριστιανοί, στα δε υπόλοιπα Τούρκοι. Και οι Χριστιανοί και οι Τούρκοι είναι Αλβανοί.» (Βλ. Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα…, σελ. 14. 66), εννοώντας προφανώς με το ‘Χριστιανοί’ και ‘Τούρκοι’ χριστιανούς και μουσουλμάνους.

      Τον αλβανικό χαρακτήρα των δύο πόλεων μαρτυρεί και ο Παναγιώτης Αραβαντινός: «Γκιόρτζα ή Κορυτζά, πόλη της Μακεδονίας, η πόλη κατοικείτο από 2000 οικογένειες, σχεδόν όλες οικογένειες Αλβανών..», ενώ για το Αργυρόκαστρο σημειώνει ότι «οικείται ήδη η πόλις αύτη υπό 2000 περίπου οθωμανικών οικογενειών, των πλείστων αλβανικής φυλής, πλουσίων και επιχειρηματιών… και υπό 200 χριστιανικών μικρεμπόρων και τεχνιτών.» (Π. Α. Π., «Χρονογραφία της Ηπείρου», Αθήναι 1856, τόμος Β’, σελ. 18. 41)

      Διαγραφή
    2. Ο ίδιος ο Αραβαντινός συμπληρώνει αλλού για την Κορυτσά: «Ο πληθυσμός αυτής αναβαίνει στην εποχή ταύτη σε είκοσι χιλιάδας ψυχές, από τις οποίες μόλις το 10% πρεσβεύουν τον μωαμεθανισμό. Οι κάτοικοι τους ανήκουν κυρίως στην αλβανική φυλή, μιλούν την αλβανική γλώσσα ως μητρική, την δε ελληνική περισσότερο ή λιγότερο γνωρίζουν και μιλάνε οι άνδρες γενικά.» (Παναγιώτη Αραβαντινού, «Περιγραφή της Ηπείρου», ΕΠΜ, Ιωάννινα 1984, τόμος Α’, σελ. 52, 114)

      Ας δούμε τι λέει και ο Δασσαρήτης Ηλίας: «Καθ' άπασαν την εκ 40.000 κατοίκων και επέκεινα κατοικουμένην κοιλάδα της Κοριτσάς λαλείται η αρχαϊκωτάτη αλβανική γλώσσα (ιλλιριοπελασγικού στελέχους), της Ινδοευρωπαϊκής των γλωσσών ομοφυλίας, ως εις πλείστα μέρη της Ηπείρου, ένθα και κατά Στράβωνα 'το των Ηπειρωτών γένος δίγλωττον αεί'...» ("Περί της Κοριτσάς" του Ηλία Δασσαρήτου, στο "Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος", τόμ. 5ος, Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Αδελφών Περρή, 1900, σελ. 135)

      Το αυτό επιβεβαιώνει και ο Ζώτος ο Μολοσσός από τη Δρόβιανη στο 'Δρομολόγιον της Ελληνικής Χερσονήσου' (τόμος Δ', τεύχος Α', εν Αθήναις, 1878) που εκδόθηκε με την έγκριση του τότε Υπουργείου επί των Στρατιωτικών, όπου και αναγνωρίζει τον αλβανικό χαρακτήρα και πληθυσμό της πόλης και της ευρύτερης περιοχής: «Η κοιλάς της Κορυτσάς είναι ευφορωτάτη εις δημητριακούς καρπούς, έχει νομάς αξιολόγους και ποίμνια πολλά και πληθυσμό της επαρχίας 20.000 ψυχές Τουρκαλβανών, 30.000 χριστιανών Αλβανών, το όλον 50.000...» ενώ σε άλλη σελίδα λέει για την πόλη ότι «...έχει 2000 κτήρια ελληνοαλβανικά με 10.000 ψυχές και 500 τουρκαλβανικά με 3000 ψυχές» όπου με τον όρο 'ελληνοαλβανικά' εννοεί τα σπίτια των χριστιανών ορθοδόξων Αλβανών και με το 'τουρκαλβανικά' εννοεί τα σπίτια των μουσουλμάνων Αλβανών, όπως φαίνεται από τις αναφορές '20.000 ψυχές Τουρκαλβανών' και '30.000 χριστιανών Αλβανών'.

      Στη 'Γεωγραφία της Κορυτσάς' λέγεται: «Σύμπαντες οι άνθρωποι, μεγάλοι και μικροί, όσοι ζώσιν εις μίαν πόλιν, κωμόπολιν, κώμην λέγονται κάτοικοι, και αποτελούσι τον πληθυσμόν αυτών. Οι κάτοικοι της Κορυτσάς κατ' αμφότερα τα τμήματα είνε 10.000 και σχεδόν πάντες λαλούσι μίαν και την αυτήν γλώσσα. Η γλώσσα αύτη λέγεται Αλβανική, διότι ομιλούμεν αυτήν ημείς οι Αλβανοί...Οι κάτοικοι της Κορυτσάς δεν έχουσι πάντες και το αυτό θρήσκευμα, ως έχουσι την αυτήν γλώσσα, αλλ' άλλοι μεν είναι Μωαμεθανοί, άλλοι δε χριστιανοί ορθόδοξοι.» (Χ.Καρμίτση, 'Γεωγραφία της Κορυτσάς και της Περιοικίδος, προς Χρήσιν των Κατωτέρων Τάξεων του Αστικού Σχολείου των Αρρένων και του Παρθεναγωγείου', εν Θεσσαλονίκη 1888, σελ. 10-11)

      Διαγραφή
    3. Ας δούμε τί λέει και η Εγκυκλοπέδια του Ισλάμ: «Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Felix Beaujour, και ο Βρετανός περιηγητής και συνταγματάρχης Leake, γράφοντας και οι δύο την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, περιγράφουν την Κορυτσά ως ένα μέρος με 450 σπίτια και με πληθυσμό 3.000 ψυχών. Μετά από αυτόν τον καιρό η πρόοδος της πόλης προχώρησε γρήγορα. Ο J.G. von Hahn (Albanische Studien, Jena 1854, 55) μίλησε για: 'dem rasch aufbluhenden Gjortscha'. Άλλες πηγές αναφέρουν έναν πληθυσμό 10.000 κατοίκων το 1859. Τη όγδωη δεκαετία του περασμένου αιώνα, ο Σαμί μπέι περιγράφει την πόλη στο 'Kamus al-a'lam' ως ένα μέρος με 18.000 κατοίκους, 757 μαγαζιά, 23 χάνια, δύο τζαμιά, έναν μεντρεσέ, έναν τεκκέ, ένα ιμαρέτ, δύο χαμάμ, έναν πύργο ρολογιού και τέσσερις εκκλησίες. Στα τέλη του αιώνα η πόλη κάηκε σε μια μεγάλη πυρκαγιά. Ξαναχτίστηκε από το Αχμέτ Εγιούπ Πασά με βάση ένα νέο και μοντέρνο σχέδιο με μεγάλους και φαρδείς δρόμους...Ανάμεσα στο 1887 και το 1902 η Κορυτσά διατηρούσε ένα ιδιαίτερο αλβανικό σχολείο, το πρώτο σχολείο όπου τα μαθήματα δίνονταν στην αλβανική γλώσσα... Γύρω στο 1900, ο Heinrich Gelzer μέτρησε 2.027 σπίτια στην Κορυτσά, από τα οποία τα 1.420 κατοικούνταν από χριστιανούς ορθόδοξους Αλβανούς, τα 102 από Βλάχους και τα 505 από μουσουλμάνους Αλβανούς (Vom Heiligen Berge und aus Makedonien, Leipzig 1904, 200). Άλλες πηγές επίσης αναφέρουν πληθυσμό κατά τα 2/3 χριστιανικό και κατά το 1/3 μουσουλμανικό....Σύμφωνα με μία γαλλική απογραφή του 1916 αριθμούσε 22-23.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 17.779 ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι και οι 5.464 ήταν μουσουλμάνοι, όλοι αλβανόφωνοι (Justin Godart, L' Albanie en 1921, Paris 1922, 94)....» (The Encyclopaedia of Islam edited by Sir H. A. R. Gibb, Brill Archive, 1954, p. 266)

      Η Κορυτσά λοιπόν ήταν πληθυσμιακά, στην πλειοψηφία της, αλβανική πόλη. Σύμφωνα με βρετανικό μνημόνιο της 28/1/1919, η Κορυτσά θεωρούνταν κατά κύριο λόγο Αλβανική. (Ν. Petsalis-Diomidis, Greece at the Paris Peace Conference (1919), Θεσσαλονίκη 1978)

      Η ελληνική προπαγάνδα εκμεταλλευόταν το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Κορυτσάς ήταν στην πλειοψηφία τους Χριστιανοί Ορθόδοξοι, και κάποιοι από αυτούς Βλάχοι. Το 1923, η επιτροπή της ΚτΕ σημείωνε πως: «Στην Κορυτσά στην ουσία δεν υπάρχει ελληνόφωνος πληθυσμός και όταν ο Κλεμανσώ έλεγε το 1913 ότι εκεί η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Έλληνες, αυτή η γνώμη, η οποία δεν συνάδει με τα γεγονότα, αντανακλά τη σύγχυση μεταξύ θρησκείας και εθνολογικής κατάστασης. Η σύγχυση αυτή ήταν πολύ συνηθισμένη στην συζήτηση περί βαλκανικών ζητημάτων, σύμφωνα με την οποία η ορθόδοξη θρησκεία ταυτιζόταν με την ελληνική εθνικότητα.» (Η Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2003, σελ. 28)

      Διαγραφή
    4. Ο Βρετανός συγγραφέας, δάσκαλος και οεριηγητής, Henry Fanshawe Tozer (1829-1916), το 1865 επισκέφτηκε την Αλβανία. Για το Αργυρόκαστρο γράφει ότι: «Η πόλη στην ουσία κατοικείται από Αλβανούς και οι Έλληνες που βρίσκονται εκεί, θεωρούνται ξένοι. Οι γυναίκες εδώ φοράνε ένα άσπρο βέλο ή πετσέτα, τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι, και κρεμασμένο προς τα πίσω.» ενώ στα νότια του Αργυροκάστρου όπως γράφει, υπάρχουν ελληνικά χωριά. (Henry Fanshawe Tozer, Researches in the Highlands of Turkey, Including Visits to Mounts Ida, Athos, Olympus, and Pelion, to the Mirdite Albanians, and Other Remote Tribes, (London: John Murray 1869), Volume 1, Chapter X, pp. 218-233;)

      Διαγραφή
    5. Με το ξεκίνημα του 19ου αιώνα και αργότερα, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αυστριακοί περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Λουντζερία (περιοχή στα βόρεια του Αργυροκάστρου γνωστή και ως 'Λιντζουριά'), οι περισσότεροι ερχόμενοι μέσω των Ιωαννίνων, περιέγραψαν τους Λουντζεριότες ως ορθόδοξους χριστιανούς που μιλούσαν αλβανικά, και είχαν την αίσθηση ότι, ξεκινώντας από το Δελβινάκι, έμπαιναν σε μία άλλη χώρα. Τα ελληνικά δεν ομιλούνταν όπως σε πιο νότιες περιοχές, ενώ υπήρχαν και διαφορές στον τρόπο ζωής και στα έθιμα των χωριατών.

      «Τα δε χοριά της Λιντζουριάς είναι Αλβανοί χριστιανοί, ομοίως και Ζαγοριάς όλοι χριστιανοί Αλβανοί, αρχίζοντας από Σέπερην, το μεγαλύτερων χορίων της. Η δε Ρίζα περιέχει τα χωριά Πέστανη, Κόδρα, Λέκλη, Λάμποβον, Χόρμοβο, Ερήντι και εξής, Αλβανοί χριστιανοί, ανδρείοι εις τους πολέμους.» (Αθανασίου Ψαλίδα (και Κοσμά Θεσπρωτού), «Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, εξ ανεκδότου χειρογράφου του Κοσμά Θεσπρωτού, με τοπογραφικά σχεδιογραφήματα και γεωγραφικούς χάρτας του ιδίου», προλεγόμενα και σημειώσεις Αθαν. Χ. Παπαχαρίση, Ιωάννινα 1964, σελ. 65;)

      Ο Hobhouse που το 1813 επισκέφτηκε το χωριό Κεστοράτ (Qestorat) της Λουντζερίας, γράφει: «Σε αυτό το μέρος όλα ήταν διαφορετικά σε σχέση με όπως ήταν στα ελληνικά χωριά. Γίναμε αποδέκτες μιας ιδιαίτερης προσοχής και καλοσύνης από το άτομο που μας φιλοξενούσε, αλλά δεν είδα καθόλου στο πρόσωπο του (αν και ήταν χριστιανός) από το τρεμάμενο, μελαγχολικό, ντροπαλό βλέμα των Ελλήνων χωριατών. Το χωριατόσπιτο του ήταν άψογα σοβαντισμένο, και ασβεστομένο, και είχε έναν στάβλο και μικρή αποθήκη στο κάτω πάτωμα, και δύο υπνοδωμάτια στον πάνω όροφο, σε ελαφρώς διαφορετικό στυλ από ό,τι είχαμε δει στην κάτω Αλβανία. Θα μπορούσε σίγουρα να χαρακτηριστεί άνετο και εδώ περάσαμε την καλύτερη νύχτα μας από τότε που ήρθαμε από τα Γιάννενα.» (John Cam Hobhouse, “A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810”, James Cawthorn, London 1813)

      Οι Αθανάσιος Ψαλίδας και Κοσμάς Θεσπρωτός λοιπόν, στις αρχές του 19ου αιώνα, θεωρούσαν τη Λουντζερία (Lunxhëri) και τη Ρίζα (Rrëzë) ως αλβανικές περιοχές που κατοικούνταν από Αλβανούς χριστιανούς ορθόδοξους. Όπως καταγράφει και ο Gilles De Rapper στο 'Better than Muslims, not as good as Greeks.' ('The New Albanian Migration', Sussex Academic Press, pp.173-194, 2005) στις δύο αυτές περιοχές κατοικούν:
      α) Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι - εκτός από το χωριό Erind όπου κατοικούν μουσουλμάνοι - που οι ίδιοι ονομάζουν τους εαυτούς τους Λιντζουριότες (Lunxhot) ή αυτόχθονες (autoktonë) ενώ οι άλλοι τους αποκαλούν χωριάτες (fshatarë),
      β) λίγοι Αλβανοί μουσουλμάνοι που έχουν έρθει από τη Λιαπουριά (Labëri) και που συνήθως οι ντόπιοι τους αποκαλούν μουσουλμάνους, αλλά και
      γ) μερικές οικογένειες Βλάχων που εγκατέστησε στην περιοχή το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, τους οποίους οι ντόπιοι αποκαλούν 'të ardhur' (αυτοί που ήρθαν) ενώ οι ίδιοι αποκαλούν συνήθως τους εαυτούς τους 'çoban' (τσομπάν).

      Διαγραφή
    6. Ας δούμε τί καταγράφει στα κείμενα του ο Ηπειρωτικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος για τη σύσταση του πληθυσμού σε περιοχές του Αργυροκάστρου. Δεν αναφέρει φυλή ή εθνικότητα των κατοίκων, δίνει όμως κάποιες σημαντικές πληροφορίες. Για την περιοχή της Ζαγοριάς (Zagoria) λέγεται: "Εις το τμήμα τούτο επτά μεν χωρία έχουσιν ανά εν ατελές σχολείον, τρία δε έτερα στερούνται πάσης διδασκαλίας λαλουμένη δε γλώσσά εστιν η αλβανική."

      Σε όλα τα χωριά της περιοχής ομιλείται η αλβανική γλώσσα λοιπόν.

      Για τη Λουντζερία (Lunxhëri), 'Τμήμα Λιντζουριάς' όπως το καταφράφει, λένε: "Τα οκτώ χωρία, εξ ών συγκροτείται το τμήμα τούτο, έχουσι πολλούς τους πλουσίους διακρινομένους ιδίως διά την επίδειξιν της πολυτελείας και την οικοδομην μεγαλοπρεπών οικιών, λίαν δε αδιαφόρως έχοντας προς την εκπαίδευσιν των ιδίων τέκνων τούτου ένεκα τα σχολεία αυτών εισι λίαν ατελή και πενιχρά, το δε χωρίον Τρανουσίτσα στερείται παντελώς σχολείου. Αλλ' η εν Κεστοράτη ανεγερθείσα Ζωγράφειος σχολή, ίδρυμα του παρ' ημίν κλεινου γόνου της χώρας ταύτης, κατέστη το σέμνωμα και ο σωστικός φάρος ου μόνον του τμήματος τού του, αλλά και απάσης της επαρχίας το δ' αποπερατούμενον μέγα και ευρύχωρον συσσίτιον θέλει εξασφαλίσει τα άπορα της επαρχίας ταύτης τέκνα. Και εις το τμήμα τούτο εν γένει λαλείται η αλβανική."

      Και στο μεγαλύτερο μέρος λοιπόν της Λουντζερίας/Λιντζουριάς ομιλείται η αλβανική γλώσσα.

      Για τη Ρίζα (Rrëzë), περιοχή γειτονική της Λουντζερίας, καταγράφουν:
      "Τμήμα Ρίζης. Εις το αλβανόγλωσσον τούτο τμήμα μόνον δύο χωρία, ήτοι το κάτω Λάμποβον και η Ερίνδη, έχουσι σχολείον, τα δε λοιπά εννέα στερούνται τοιούτου. Εις το κάτω Λάμποβον υπάρχει η Ζαππαία σχολή, ίδρυθείσα προ δύο ετών κατά την διαθήκην του αειμνήστου Ευαγγέλη Ζάππα. Η δε Ερίνδη από ενός σχεδόν αιώνος διατηρεί την σχολήν αυτής λίαν φιλοτίμως ο αείμνηστος εκείνος ανήρ και εθνικός απόστολος Κοσμάς, ο όντως και δικαίως παρά των ευγνωμόνων Ηπειρωτών και νύν έτι αποκαλούμενος άγιος, και ούτινος η μνήμη ζωηρά παραδίδοται από γενεάς εις γενεάν των χωρών εκείνων διά τάς εξόχους του ανδρός αρετάς, ίδρυσε περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος την σχολήν ταύτην καταλιπών αυτή και κληροδότημα εκ χιλίων γροσίων. Τρία χωρία εκ των μη εχόντων σχολείον, Γκιάτη, Κακόση και Κάριανη, καθ' o πλησίον αλλήλοις κείμενα, δύνανται δια συνδρομής του Συλλόγου να καταρτίσωσι μίαν σχολήν, τα δε λοιπά εισι πενέστατα και αθλιώτατα, οι δε κάτοικοι πένητες και ρακενδύται και αυτών των ιερέων στερούμενοι, διά τούτο δε και μείζονος προσοχής και μερίμνης άξιοι. Εν τρισί των χωρίων του τμήματος τούτου κατοικούσι και Οθωμανοί." (Ηπειρωτικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος, "Επετηρίς", Έτος Α', εν Κωνσταντινουπόλει, 1872-1873, σελ. 68-69)

      Η φτωχή αυτή περιοχή λοιπόν καταγράφεται ως αλβανόγλωσση, ενώ σε τρία χωριά της περιοχής κατοικούν μουσουλμάνοι ('Οθωμανοί' όπως καταγράφονται στο κείμενο). Μάλιστα το σχολείο στο χωριό Erind ιδρύθηκε, όπως λέγεται, από τον καλόγερο Κοσμά τον Αιτωλο, ο οποίος να σημειωθεί ότι, όπως άλλωστε είναι γνωστό, προέτρεπε τους γονείς να διδάσκουν στα παιδιά τους ελληνικά, αλλά και να μη μιλούν οι άνθρωποι τα αρβανίτικα ή τα βλάχικα και να μην τα διδάσκουν στα παιδιά τους.

      Διαγραφή
    7. Ο Γάλλος διπλωμάτης και φιλόλογος Auguste Dozon (1822-1890), υπηρέτησε ως Πρόξενος της Γαλλίας στο Βελιγράδι (1854-1863), στο Μόσταρ (1863-1865, 1875-1878), στη Φιλιππούπολη (1865-1869), στα Γιάννενα (1869-1875), στην Κύπρο (1878-1881), και στη Θεσσαλονίκη (1881-1885). Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την αλβανική γλώσσα, την οποία ξεκίνησε να μαθαίνει στα Γιάννενα μετά που συναντήθηκε με τον Johann Georg von Hahn και νεαρούς Αλβανούς φοιτητές, στην κάποτε πρωτεύουσα της Αλβανίας (όπως ονόμαζε τα Γιάννενα). Το αποτέλεσμα των ερευνών του στην αλβανική γλώσσα και λαογραφική παράδοση, ιδιαίτερα στην προφορική αλβανική λογοτεχνία, καταγράφεται στα βιβλία του ‘Manuel de la langue chkipe ou albanaise’ [Εγχειρίδιο των Σκιπ ή της αλβανικής γλώσσας], που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1879, και ‘Contes albanais, recueillis et traduits’ [Αλβανικά λαϊκά παραμύθια, συλλεγόμενα και μεταφρασμένα], που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1881.

      Για το Λεσκοβίκι λέει: «Οι μουσουλμάνοι που αποτελούν περισσότερο από τα 5/6 του πληθυσμού του Λεσκοβικίου, σχεδόν όλοι αποκαλούν τους εαυτούς τους μπέηδες…Κάποτε θεωρούνταν πολύ φανατικοί και ήταν μόνο πριν 7 ή 8 χρόνια που επέτρεψαν να χτιστεί μία εκκλησία. Η αίρεση των Μπεκτασίδων έχει διαδοθεί ανάμεσα τους και ο αριθμός των ακολούθων της ανέβηκε στους 60 μέσα σε μερικά χρόνια…Κανένας από τους άντρες δεν αφήνει το σπίτι του χωρίς χωρίς μία ομάδα οπλισμένων σωματοφυλάκων, συνηθισμένο φαινόμενο στις αλβανικές περιοχές όπου οι αιματηρές βεντέτες είναι αρκετά διαδεδομένες.»,

      ενώ για την Κορυτσά λέει: «Λιγότερο από το 1/6 του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι. Αποτελούν περίπου 200 από τα 1.500 συνολικά σπίτια. Υπάρχουν μόνο 2 τζαμιά, ένα από τα οποία είναι πολύ μικρό… Οι χριστιανοί της Κορυτσάς είναι άξιοι θαυμασμού για τις θυσίες που έχουν κάνει να μορφώσουν τους νέους ανθρώπους και να βοηθάνε τους φτωχούς επειδή, όπως οι κάτοικοι (όλων των θρησκειών) άλλων τουρκικών πόλεων, υπόκεινται στους φόρους που η κυβέρνηση και οι υπάλληλοι της τους επιβάλλουν από καιρό σε καιρό, και από τους οποίους δεν μπορούν να ξεφύγουν χωρίς να κερδίσουν την αποδοκιμασία των αρχών…Ο πληθυσμός αυτής της περιοχής, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αλβανικός… Στον περιβάλλοντα χώρο της Κορυτσάς, υπάρχουν μόνο δύο μικρά βουλγάρικα χωριά, και ένας χειμωνιάτικος οικισμός Βλάχων.» (Auguste Dozon, Excursion en Albanie, (report sent to the French Ministry of Foreign Affairs, Department of Consular and Commercial Affairs, in Paris), published in Bulletin de la Société de Géographie, Paris, June 1875 - Translated from the French by Robert Elsie)

      Διαγραφή
    8. O Ελευθέριος Βενιζέλος στις 30/12/1918 διατύπωσε τις ελληνικές διεκδικήσεις. Αυτές αφορούσαν στα εδάφη νοτίως μιας νοητής γραμμής που ξεκινούσε από την Αδριατική, 25 περίπου χλμ. βορείως της Χιμάρας, περνούσε βορείως της Πρεμετής, αφήνοντας τα τμήματα των καζάδων Τεπελενίου και Πρεμετής βορείως του ποταμού Αωού (Vjosë) στην Αλβανία, και συνέχιζε προς βορρά στη Μοσχόπολη (Voskopojë) και τη Μεγάλη Πρέσπα, περιλαμβάνοντας και την Κορυτσά - μια περιοχή κατοικούμενη τότε από 128.000 Έλληνες και 95.000 Αλβανούς, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή που είχε πραγματοποιηθεί από τις οθωμανικές αρχές στην περιοχή το 1908. Από τους Χριστιανούς όμως, μόνο 30.000 με 47.000 είχαν τα ελληνικά ως μητρική τους γλώσσα. (Wolfgang Stoppel, 'Minderheitenschutz im östlichen Europa', Universität Köln, 2001, σελ. 8)

      «Η (ελληνική) απαίτηση στη νότια Αλβανία (Ήπειρος) στηρίζεται απόλυτα στον ισχυρισμό ότι η πλειονότητα του πληθυσμού είναι Έλληνες. Οι Έλληνες αριθμούν 120.000 και οι Αλβανοί 80.000. Αλλά ποιοί είναι οι ‘Έλληνες’; Τουλάχιστον τα 5/6 από αυτούς [περίπου το 80%] - αν όχι περισσότεροι - είναι Αλβανοί Χριστιανοί του ορθόδοξου δόγματος, Αλβανοί στην καταγωγή και στη γλώσσα, οι οποίοι επειδή αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, θεωρούνται Έλληνες υπό την έννοια ότι έχουν αφομοιωθεί από την ελληνική κουλτούρα.» (“The Nineteenth Century and After XIX-XX a Monthly Review”, founded by James Knowles, Vol. LXXXVI, July-December 1919, page 645.)

      Το ίδιο διατυπώνει και ο Βρετανός περιηγητής και συγγραφέας Edmund Spencer στο βιβλίο του ‘Travels in European Turkey, in 1850, through Bosnia, Servia, Bulgaria, Macedonia, Thrace, Albania, and Epirus, with a visit to Greece and the Ionian Isles’ (εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1851) στο μέρος εκείνο του βιβλίου που ονομάζει ‘A journey from Ohrid to Janina’, όπου θεωρεί ότι μεγάλο μέρος των Ελλήνων και των ελληνόφωνων του νότου της Αλβανίας, ήταν στην πραγματικότητα Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι, οι οποίοι επηρεάστηκαν - γλωσσικά και πολιτισμικά - από την ελληνορθόδοξη εκκλησία και την ελληνική κουλτούρα.

      Το ίδιο αναφέρει η εγκυκλοπέδια Britannica το 1910, ότι δηλαδή υπήρχε ένας πληθυσμός Ελλήνων στην Ήπειρο, που όμως δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες (υπονοώντας ότι ήταν πληθυσμός που είχε αφομοιωθεί από τους Έλληνες και ήταν πλέον ελληνόφωνοι): «Υπάρχει ένας αξιόλογος πληθυσμός ελληνόφωνων στην Ήπειρο, οι οποίοι ωστόσο, πρέπει να διαχωριστούν από τους γνήσιους Έλληνες των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας και των πιο νότιων περιοχών. Αυτοί μπορούν να υπολογιστούν γύρω στις 100.000.» (Encyclopedia Britannica, section on Albania, 1910, p. 483)

      Διαγραφή
    9. Ο Βαρώνος John Cam Hobhouse Broughton, αναφερόμενος όχι μόνο στην Ήπειρο, μας λέει για τους ‘Έλληνες’ που είναι Αλβανοί, Βλάχοι ή Βούλγαροι στην καταγωγή, που στην πραγματικότητα δεν είναι ελληνικής καταγωγής αλλά μέλη της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας και γι’ αυτό αποκαλούνται συνήθως και αυτοί ως ‘Έλληνες’ ή ‘Ρωμαίοι’ (Ρωμιοί):
      «Ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς που συμπεριλαμβάνονται υπό τον όρο ‘Ρωμαίοι’ ή Χριστιανοί της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας…είναι σίγουρα μεικτής καταγωγής…Αυτοί λοιπόν είναι οι Αλβανοί, οι Μανιάτες, οι Μακεδόνες, οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι Έλληνες…Αν δούμε συνολικά τους Έλληνες, δεν μπορούν παρ’ όλα αυτά, να αναφερθούν ξεκάθαρα ως μεμονομένος λαός, αλλά περισσότερο ως μία θρησκευτική ομάδα που αντιτίθεται στην καθεστηκυία τάξη της εκκλησίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…» (John Cam Hobhouse, A Journey Through Albania and Other Provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, during the years 1809 and 1810, (James Cawthorn, London 1813), Vol. II, p. 58)

      «Τελικά μία συνθήκη στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1881, με την οποία η οριοθέτηση μιας (συνοριακής) μεθορίου λιγότερο ευνοϊκής για την Ελλάδα, ανατέθηκε σε μία διεθνή επιτροπή…Η Ελλάδα δεν εγκατέλειψε την πρόθεση της να εισβάλει στη νότια Αλβανία μέχρι που μία ναυτική διαμαρτυρία και αποκλεισμός των ακτών της διενεργήθηκε απ’ τις Μεγάλες Δυνάμεις…Έκτοτε η Ελλάδα πραγματοποίησε κάθε πιθανό βήμα ώστε να αποσπάσει τη νότια Αλβανία απ’ την Τουρκία με μία βαθμιαία διείσδυση και εξελληνισμό του πληθυσμού.» (Stavro Skendi, The Albanian national awakening, 1878-1912, Princeton, N.J. : Princeton University Press, 1967, p. 57)

      Ας δούμε την καταγραφή πληθυσμού που πραγματοποιήθηκε από το II Γραφείο του Ελληνικού Επιτελείου το 1913 και δημοσιεύτηκε το 1919. Ενώ ο πληθυσμός της νότιας Αλβανίας (Βόρειας Ηπείρου) κατηγοριοποιείται σε Ελληνες και Αλβανούς, διαπιστώνεται ότι ως ελληνικά έχουν χαρακτηριστεί όλα τα χριστιανικά χωριά ανεξαρτήτως του εάν οι κάτοικοι τους είναι Έλληνες ή Αλβανοί, ανεξαρτήτως αν η μητρική τους γλώσσα είναι ελληνικά ή αλβανικά.

      Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η διεθνής επιτροπή συνόρων που συστήθηκε το 1913 για να εξετάσει τη χάραξη των συνόρων της Αλβανίας με την Ελλάδα, είχε να αντιμετωπίσει αστεία τεχνάσματα που δημιουργούσαν οι Έλληνες (προσπαθώντας να δείξουν ότι διάφορες περιοχές της Αλβανίας κατοικούνταν από Έλληνες), όπως αυτό που διηγείται ο λοχαγός Leveson Gower: «Η επιτροπή φτάνει το βράδυ σε κάποιο χωριό. Τους πλησιάζει ένας άντρας που μιλάει ελληνικά και ακούν τον ήχο από το χτύπημα μιας καμπάνας. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να βασιστούν σε ένα τόσο 'αδιάψευστο' στοιχείο;...όχι μόνο δεν υπάρχουν Έλληνες στο χωριό αλλά δεν υπάρχει ούτε καν εκκλησία εκεί. Οι Έλληνες έχουν στήσει αυτοσχέδιο καμπαναριό πάνω σ’ένα δέντρο και χτυπάνε την καμπάνα δυνατά για να ξεγελάσουν τους αντιπροσώπους της Ευρώπης.» (Richard Crampton, "The Hollow Detente, Anglo-German Relations in the Balkans 1911-14", London, 1979, p. 128)

      Διαγραφή
    10. «…Οι χριστιανοί ορθόδοξοι στον αλβανικό νότο, οι οποίοι, μέσω της ελληνικής εκπαίδευσης και της επιρροής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είχαν αποκτήσει μία ελληνική συνείδηση και πολλοί από αυτούς έγιναν πρωτοπόροι στην ενδυνάμωση της ελληνικής κουλτούρας και επίσης ωφέλησαν το ελληνικό κράτος με διάφορους τρόπους. Η επιρροή του ελληνισμού στον Αλβανό Ορθόδοξο ήταν τέτοια που, όταν αναπτύχθηκε η αλβανική εθνική ιδέα, στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ήταν πάρα πολύ μπερδεμένοι όσον αφορά την εθνική τους ταυτότητα. Συνεπώς παρατηρούμε το φαινόμαινο ότι πρωταγωνιστές των δύο εθνικών κινημάτων να έρχονται από το ίδιο χωριό. Για παράδειγμα, το χωριό Qestorat στο Αργυρόκαστρο ήταν ο τόπος γέννησης του γνωστού ευεργέτη Χριστάκη Ζωγράφου (Kristaq Zografi) (1820-1896) και του γιου του Γεωργίου, Υπουργού των Εξωτερικών της Ελλάδας, ηγετικής προσωπικότητας του ελληνικού εθνικού κινήματος και πρώτου γενικού κυβερνήτη της Ηπείρου μετά την απελευθέρωση της το 1913. Το ίδιο χωριό ήταν επίσης τόπος της ηγετικής προσωπικότητας του αλβανικού εθνικού κινήματος Παντελί Σοτίρι (Pandeli Sotiri), που ήταν μαθητής του δασκάλου ελληνικών Κότο Χότζι (Koto Hoxhi). Ο Hoxhi συνήθιζε να διδάσκει την αλβανική γλώσσα μυστικά στους μαθητές του, αυτός είναι ο λόγος που συγκρούστηκε με το ελληνικό προξενείο στα Γιάννενα, όπου στην πραγματικότητα είχε κάνει ένα ατυχές αίτημα για την ίδρυση ενός αλβανικού σχολείου. Στην πραγματικότητα αφορίστηκε από τον Επίσκοπο του Αργυροκάστρου. Ακόμα, εκτός από τον Sotiri, το σχολείο του Qestorat παρήγαγε ακόμα έναν σημαντικό αντιπρόσωπο του αλβανικού εθνικού κινήματος, τον Πέτρο Νίνι Λουαράσι (Petro Nini Luarasi)…Πιστεύω ότι θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, τηρουμένων των αναλογιών, πώς αυτοί οι νεαροί Αλβανοί θα μπορούσαν να είναι τον 19ο αιώνα στα χωριά τους, σπουδάζοντας στα ελληνικά σχολεία αρχικά στα ίδια τους τα χωριά και αργότερα στη Ζοσιμαία Σχολή στα Γιάννενα, και να επηρεάζονται έτσι απ’ την ελληνική κουλτούρα, ένα γεγονός που, σε συνδιασμό με τη χριστιανική ορθόδοξη πολιτισμική παράδοση με την οποία μεγάλωσαν στο σπίτι, τους οδήγησε στον εξελληνισμό…» (Vassilis Nitsiakos, On the Border: Transborder Mobility, Ethnic Groups and Boundaries on the Albanian-Greek frontier, LIT Verlag Münster, Berlin 2010, p. 153-154)

      Διαγραφή
    11. «Είναι επίσης πολύ καλά γνωστό, σ’ αυτό το μέρος των Βαλκανίων, και πίσω στους οθωμανικούς χρόνους, τα εθνόνυμα ‘Έλληνας’ και ‘Χριστιανός Ορθόδοξος’ ήταν κατά πολύ συνώνυμα, έτσι ώστε ήταν δύσκολο να είσαι χριστιανός και να λες ότι δεν είσαι Έλληνας. Η Λουντζερία (Lunxhëri) αυτής της ασάφειας ή αντίθεσης. Με το ξεκίνημα του 19ου αιώνα και αργότερα, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αυστριακοί περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Λουντζερία, οι περισσότεροι ερχόμενοι μέσω των Ιωαννίνων, περιέγραψαν τους Λουντζεριότες ως ορθόδοξους χριστιανούς που μιλούσαν αλβανικά, και είχαν την αίσθηση ότι, ξεκινώντας από το Δελβινάκι, έμπαιναν σε μία άλλη χώρα, παρόλο που τα πολιτικά σύνορα δεν υπήρχαν τότε. Δεν μιλούσαν ελληνικά, όπως μιλούσαν πιο νότια, υπήρχε μία αλλαγή στον τρόπο ζωής και στα έθιμα των χωριατών… Τα ελληνικά, παρόλα αυτά, χρησιμοποιούνταν στις εκκλησιαστικές ακολουθίες σε όλη τη Λουντζερία, και οι ηλικιωμένες γυναίκες από το χωριό Këllëz έλεγαν ότι ‘εμείς οι γυναίκες δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε ο παπάς’. Επίσης, λέγεται ότι οι νεαροί άντρες που άφηναν τη Λουντζερία στον δρόμο του κουρμπέτ (ξενιτιάς) για την Κωνσταντινούπολη, μιλούσαν μόνο αλβανικά και μάθαιναν τα ελληνικά και τα τούρκικα στην Κωνσταντινούπολη.» (Gilles De Rapper, Better than Muslims, not as good as Greeks: Emigration as experienced and imagined by the Albanian Christians of Lunxhëri, Sussex Academic Press, 2005, p.10-11)

      Αυτός ήταν ο σφιχτός εναγκαλισμός από την ελληνο-ορθόδοξη εκκλησία.

      Διαγραφή
    12. Ο προσδιορισμός της Κορυτσάς, ως σημαντικού κέντρου για την προώθηση των σχεδίων των Αλβανών πατριωτών, προκάλεσε την αντίδραση του μητροπολίτη της πόλης καθώς και των μελών της δημογεροντίας που προσανατολίζονταν προς τον Ελληνισμό, παρά τη βλάχικη καταγωγή των περισσοτέρων από αυτούς. Περαιτέρω προχώρησαν και στη σύνταξη μυστικού υπομνήματος προς τοελληνικό υπΕξ. όπου υποδείκνυαν μέσα και τρόπους αντίδρασης απέναντι στους Αλβανούς εθνικιστές. Συγκεκριμένα πρότειναν:

      α) την εγκατάσταση Έλληνα διπλωμάτη στην Κορυτσά, έστω και κατ’ αρχάςμη αναγνωρισμένου από τις οθωμανικές αρχές•
      β) την προσάρτηση εκκλησιαστικώς μερικών χωριών στη μητρόπολη Κορυτσάς•
      γ) τη συγκρότηση μυστικής ολιγομελούς αδελφότητας στην Κορυτσά με ελληνικούς προσανατολισμούς και με μερικά μέλη της που θα λειτουργούσαν ως όργανα της ελληνικής κυβέρνησης•
      δ) τη με οποιοδήποτε τρόπο και μέσα καταστροφή του αλβανικού κέντρου στο Βουκουρέστι.•
      ε) την ενημέρωση της οθωμανικής κυβέρνησης για τις ενέργειες των Αλβανών εθνικιστών, ώστε να καταδιωχθούν τα μέλητης «Drita» στην Κορυτσά και στην Κων/λη•
      στ) την οικονομική αλλά και ηθική ενίσχυση του μητροπολίτη Κοριτσάς και των χριστιανών προκρίτων που ήταν προσανατολισμένοι στο ελληνικό εθνικό ιδεώδες•
      ζ) την επέκταση των δραστηριοτήτων του «Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» και την αποστολή στον αλβανικό χώρο δασκάλων, οι οποίοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ιδέα του κοινού παρελθόντος αλλά και συμφέροντος Ελλήνων και Αλβανών, ανεξαρτήτως θρησκεύματος•
      η) προστασία του βαθύπλουτου Ιωάννη Μπάγκα, που κατοικούσε στην Αθήνα, ώστε να μην επηρεαστεί από τους Αλβανούς εθνικιστές και με τρόπο που η περιουσία του μετά το θάνατο του να περιέλθει στα χέρια των χριστιανών προκρίτων Κορυτσάς με ελληνική συνείδηση. Σε όλα τα παραπάνω σημείωναν τον επείγοντα χαρακτήρα που έπρεπε να πάρουν οι σχετικές ενέργειες. (A.Y.E., 1886, [Β, 33]: Υπόμνημα περί του Αλβανικού ζητήματος. Εν Κορυτσά 1 (13)Σεπτεμβρίου το 1886. Η πατρότητα του υπομνήματος αποδεικνύεται από ιδιόχειρο σημείωμα του μητροπολίτη Κορυτσάς)

      Έγραφε η αλβανική εφημερίδα «Drita» που τυπώνονταν στη Σόφια για τον Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο:

      «Είναι θεοσεβής ο Αρχιερεύς μας, αλλά και Ιησουΐτης τέλειος, νηστεύει πάντοτε αλλά και κινεί κάθε κακοποιό ελατήριο κατά των ατυχών ημών Αλβανών ώστε να ματαιώσει κάθε εθνικό μας σκοπό, ώστε να μας προσηλυτίσει στην ελληνική ιδέα, φροντίζοντας με καταχθόνια μέσα ώστε να κλείσουν τα Αλβανικά μας σχολεία, ώστε να γίνουν έρευνες στον κάθε Αλβανό, αδιαφορώντας για την περαιτέρω τύχη μας και περιορίζοντας μας με πρόστιμα και κατάρες και αφορισμούς να μη μιλάμε την μητρική μας γλώσσα ούτε στον δρόμο, ούτε στις συναναστροφές, ούτε ακόμα και στα ίδια μας τα σπίτια! Παράλογη απαίτηση και παράτολμη αξίωση! Με άλλα λόγια να επιβάλλουμε ακόμα και στους γέροντες γονείς μας, στους παππούδες μας και στους υπόλοιπους ηληκιωμένους συγγενείς μας, να συνδιαλέγονται μαζί μας Ελληνιστί! … Αλλά με πιο δικαίωμα, Σεβασμιώτατε; Τι είστε εσείς και μας επιβάλλεστε με αυτόν τον τρόπο; Μήπως δεν είστε ένας κληρικός, ένας μισθωτός μας για τα χριστιανικά μας καθήκοντα; … Εάν τολμήσουμε να κατηγορήσουμε τη γλώσσα και τον εθνισμό σας, θα μας μισήσετε; Βεβαίως. Τότε με πιο δικαίωμα εσείς κατηγορείτε και καταδιώκετε τη γλώσσα μας και τον εθνισμό μας;» (Εφημερίδα Drita, αρ. φύλλου 74, Α.Υ.Ε. (Αρχεία Υπουργείου Εξωτερικών) 1906, 64. 3)

      Διαγραφή
    13. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα πλήρωνε μέσω μυστικών κονδυλίων διάφορους περιηγητές, δημοσιογράφους και ιστορικούς, ώστε αυτοί να γράφουν άρθρα αλλά ακόμα και ολόκληρα βιβλία, που να υποστηρίζουν τις ελληνικές θέσεις πάνω σε διάφορα θέματα, όπως για παράδειγμα στο θέμα των Ελλήνων της Αλβανίας. Ένας από αυτούς ήταν ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος - και φιλέλληνας με το αζημίωτο - Rene Puaux, ο οποίος έγραψε το βιβλίο ‘La Malheureuse Epire’ (σημαίνει ‘Η δυστυχισμένη Ήπειρος’) που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1914. Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον καθηγητή Αχιλλέα Λαζάρου, και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τροχαλία με τίτλο ‘Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος (Οδοιπορικό 1913, απελευθέρωση, αυτονομία)’. Ο τίτλος στην ελληνική μετάφραση είναι λοιπόν διαφορετικός, ώστε να ακούγεται περισσότερο ευχάριστα στα εθνικά αντανακλαστικά των Ελλήνων. Ορισμένοι άλλοι ήταν οι Michel Paillares, Gaston Deschamps και άλλοι. (Δημήτριος Κιτσίκης, Ελλάς και ξένοι 1919-1967: Από τα αρχεία του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, Εστία, 1977)

      Μία σχετική είδηση για την προπαγάνδα που έγραφε (κατώπιν πληρωμής) ο Ρενέ Πυώ, δημοσίευσε η εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 3/6/2007. Παραθέτω τη δημοσίευση έτσι ακριβώς δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα:

      «ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΠΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ.
      Μυστικά κονδύλια φανερά άρθρα……..

      Η εξαγορά ξένων δημοσιογράφων και συγγραφέων με «μυστικά κονδύλια» του ΥΠΕΞ για την υποστήριξη των εθνικών μας δικαίων. Οι «μαρτυρίες» αυτών των «φιλελλήνων» (Rene Puaux …) ανακυκλώθηκαν αργότερα για εσωτερική χρήση, αποτελώντας πλέον συστατικό στοιχείο της εθνικής μας μυθολογίας. …».
      (Κυρ.Ελευθεροτυπία - 03/06/2007)

      Το 1901 τυπώθηκε στην Αθήνα από το τυπογραφείο του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατά μετάφραση εκ του γερμανικού από τον ίλαρχο Ευγένιο Ρίζο Ραγκαβή, το βιβλίο του Αυστριακού αντιστράτηγου και Ιππότη του «Τάγματος του Φραγκίσκου Ιωσήφ», Αντωνίου Τούμα φον Βάλδκαμπφ με τίτλο «Ελλάς, Μακεδονία και Νότιος Αλβανία, ήτοι η Μεσημβρινή Ελληνική Χερσόνησος». Και το βιβλίο αυτό, τυπωμένο σε ελληνική μετάφραση από το Υπουργείο Στρατιωτικών Ελλάδας, είναι ένα από τα αγαπημένα βιβλία των Ελλήνων ‘αλβανοφάγων’ εθνικιστών και των με το μυαλό τους ‘απελευθερωτών’ της Βορείου Ηπείρου.

      Άρα λοιπόν η ιδανική εικόνα μια ελληνικής Βορείας Ηπείρου που την εξαλβάνισαν οι κακοί Αλβανοί μετά το 1914 με τη δημιουργία του αλβανικού κράτους, είναι μια εθνική νεοελληνική φαντασίωση!!!

      Διαγραφή